Παραδοσιακοί τρόποι θέρμανσης / Σαμαρᾶ Κων/νου-Χ΄΄Ἀποστόλου Χρυσόστομου

Ὁ χει­μώ­νας κρύ­ος σὰν τὸν φε­τει­νό. Τὰ χρό­νι­α δύ­σκο­λα σὰν τὰ τω­ρι­νά. Οἱ ἀ­νάγ­κες φαν­τα­ζό­μα­στε πολ­λές, οἱ δυ­σκο­λί­ες με­γά­λες. Πῶς ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νει­α καὶ ὁ ἄν­θρω­πος γε­νι­κό­τε­ρα, τὸ κρύ­ο στὸν 20ο αἰ­ῶνα καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα;

Ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ προ­σεγ­γί­σου­με πα­ρα­κά­τω, τοὺς τρό­πους καὶ τὶς με­θό­δους ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε στὸ πα­ρελ­θὸν ὁ ἄν­θρω­πος, γι­ὰ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὸ κρύ­ο στὸ μέ­ρος ὅ­που ζοῦ­σε καὶ τὰ “ἐρ­γα­λεῖ­α” ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε καὶ μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα.

Ἡ λέ­ξη θέρ­μαν­ση ἔ­χει δύ­ο ἔν­νοι­ες. Πρῶ­τον, τὴν ἄ­νο­δο τῆς θερ­μο­κρα­σί­ας σ᾿ ἕ­να σῶ­μα καὶ δεύ­τε­ρον τὴν χρή­ση θερ­μό­τη­τας ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο γι­ὰ ν᾿ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὸ κρύ­ο στὸ μέ­ρος ποὺ ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται.

Σὰν πρω­ταρ­χι­κοὺς τρό­πους, ποὺ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὸ ὀ­νο­μά­σου­με “ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὰ μυ­στι­κὰ τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων” τὰ ὁ­ποῖ­α ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζουν ἀ­κό­μη μέ­χρι καὶ σή­με­ρα εἶ­ναι τὰ ἑ­ξῆς:

Θερ­μο­μό­νω­ση:

Οἱ τοῖ­χοι τῶν σπι­τι­ῶν φτει­ά­χνον­ταν συ­νή­θως ἀ­πὸ λά­σπη καὶ ἀ­πὸ πέ­τρες. Μιᾶς καὶ δὲν εἶ­χε ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ ἀ­κό­μα τὸ τσι­μέν­το -ὁ­πλι­σμέ­νο σκυ­ρό­δε­μα- γι­ὰ μα­ζι­κὴ χρή­ση, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γι­ὰ κα­λύ­τε­ρο «δέ­σι­μο» καὶ ἀν­το­χὴ τῆς λά­σπης, ἄ­χυ­ρο, αὐ­γὰ καὶ μαλ­λι­ὰ ἀ­πὸ κατ­σί­κες. Σή­με­ρα μπο­ροῦν καὶ κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται οἱ τοῖ­χοι μὲ τοῦ­βλα καὶ μο­νω­τι­κὸ ὑ­λι­κὸ, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ἐ­πέν­δυ­ση ἀ­πὸ πέ­τρα γι­ὰ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα θερ­μο­μό­νω­σης. Ὁ βό­ρει­ος τοῖ­χος γι­νό­ταν πα­χύ­τε­ρος καὶ μὲ τὰ ἐ­λά­χι­στα δυ­να­τὰ ἀ­νοίγ­μα­τα. Ἡ εἴ­σο­δος συ­νή­θως βρι­σκό­ταν στὴν ἀνα­το­λι­κὴ καὶ σπα­νι­ό­τε­ρα στὴν νό­τι­α πλευ­ρά.

Χρή­ση φυ­τῶν γι­ὰ κλι­μα­τι­σμό:

Στὴ βό­ρει­α πλευ­ρὰ τοῦ σπι­τι­οῦ συ­νή­θως φυ­τευ­ό­τα­νε κά­ποι­α ἀ­ει­θα­λῆ δέν­τρα, ὅ­πως ἐ­λι­ές, ὥ­στε μὲ τὸ φύλ­λω­μά τους νὰ ἐμ­πο­δί­ζουν τὸ χει­μω­νι­ά­τι­κο κρύ­ο, βό­ρει­ο ἄ­νε­μο νὰ πέ­σει ἀ­π᾿ εὐ­θεί­ας πά­νω στὸ σπί­τι. Στὴν νό­τι­α πλευ­ρὰ συ­νή­θως ὑ­πῆρ­χαν φυλ­λο­βό­λα δέν­δρα, ποὺ τὸν χει­μῶνα χω­ρὶς φύλ­λα δὲν ἐμ­πό­δι­ζαν τὸν ἥ­λι­ο ἀ­πὸ τὸ νὰ ζε­στά­νει τὸ σπί­τι, ἀλ­λὰ τὸ κα­λο­καί­ρι ὅ­μως, προ­σφέ­ρα­νε ὅ­λη τους τὴν σκι­ά. Μί­α ἄλ­λη ἔ­ξυ­πνη ἐ­ναλ­λα­κτι­κὴ κί­νη­σή τους, ἦ­ταν ἡ χρή­ση κλη­μα­τα­ρι­ᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νου ὕ­ψους καὶ πλά­τους. Ἔτ­σι, πε­τύ­χαι­ναν σχε­δὸν τὰ ἴ­δι­α ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα καὶ τρώ­γα­νε καὶ τὰ στα­φύ­λι­α!

Μό­νο ὅ­σος ἥ­λι­ος χρει­ά­ζον­ταν:

Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν πά­νω ἀ­πὸ τὶς νό­τι­ες πόρ­τες καὶ πα­ρά­θυ­ρα, μί­α προ­έ­κτα­ση τῆς σκε­πῆς μὲ προ­σε­κτι­κὰ σχε­δι­α­σμέ­νο μέ­γε­θος. Τὸ μέ­γε­θος αὐ­τῆς τῆς προ­έ­κτα­σης ἦ­ταν ὑ­πο­λο­γι­σμέ­νο μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ποὺ τὸ κα­λο­καί­ρι ὁ ἥ­λι­ος ἐμ­πο­δι­ζό­ταν ἀ­πὸ τὸ  νὰ πέ­σει μέ­σα στὸ σπί­τι, ἀλ­λὰ τὸν χει­μῶνα ποὺ ἔ­χει χα­μη­λό­τε­ρη τρο­χι­ὰ αὐ­τὴ ἡ προ­έ­κτα­ση δὲν τὸν ἐμ­πό­δι­ζε ἀ­π᾿ τὸ νὰ ζε­σταί­νει καὶ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ σπι­τι­οῦ.

Θερ­μο­α­να­κλα­στι­κὸ χρῶ­μα:

Φυ­σι­κά, ὅ­πως μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με μέ­χρι καὶ σή­με­ρα στὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­ρα­δο­σι­α­κὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ σπί­τι­α, τὸ χρῶ­μα πα­ρα­μέ­νει λευ­κό! Αὐ­τὸ συ­ναν­τᾶ­ται κυ­ρί­ως στὰ ἡ­λι­ό­λου­στα νη­σι­ὰ καὶ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ὰ νὰ ἐ­λα­χι­στο­ποι­ή­σει τὴν ζέ­στη ἀ­π᾿ τὸν ἥ­λι­ο.

Στὴ συ­νέ­χει­α, θὰ προ­σεγ­γί­σου­με ἀ­πὸ μί­α ἄλ­λη πλευ­ρὰ τὸ θέ­μα κά­νον­τας μί­α ἀ­να­δρο­μὴ καὶ κα­τα­γρα­φὴ πη­γῶν θέρ­μαν­σης καὶ καύ­σι­μης ὕ­λης.

Φω­τι­ά εἶ­ναι ἡ ταυ­τό­χρο­νη ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ πα­ρα­γω­γὴ θερ­μό­τη­τας καὶ φλό­γας-φω­τὸς κα­τὰ τὴν καύ­ση.

Τὶς κρύ­ες μέ­ρες καὶ νύχ­τες τοῦ χει­μῶνα, ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α μα­ζευ­ό­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ἀ­ναμ­μέ­νο τζά­κι. Ἀ­πὸ τὸν Σε­πτέμ­βρι­ο μέ­χρι τὸν Ἀ­πρί­λι­ο, τὸ τζά­κι ἦ­ταν ἀ­ναμ­μέ­νο καὶ δὲν ἔ­σβη­νε σχε­δὸν πο­τέ. Χον­τρὰ με­γά­λα ξύ­λα ἀ­πὸ κορ­μοὺς δέν­δρων ἔ­και­γαν ὅ­λη μέ­ρα. Στὴν ἑ­στί­α τοῦ τζα­κι­οῦ ὑ­πῆρ­χε ὁ τρί­πο­δας ἢ πυ­ρο­σι­ὰ ὅ­που πά­νω σ᾿ αὐ­τὴ βά­ζαν τὴν κατ­σα­ρό­λα τοῦ φα­γη­τοῦ ἢ τὴν τσα­γι­έ­ρα ἢ τὸ τσου­κά­λι. Δί­πλα ἀ­πὸ τὸ τζά­κι κρε­μό­ταν ἀ­πὸ ἕ­να καρ­φὶ τὸ γκα­ζο­κάν­τη­λο (μι­κρὴ τε­νε­κε­δέ­νι­α λάμ­πα χω­ρὶς λαμ­πο­γυ­ά­λι), ποὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο κά­πνι­ζε, πα­ρὰ ἔ­φεγ­γε. Αὐ­τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦνταν γι­ὰ νὰ φω­τί­ζε­ται τὸ σπί­τι καὶ νὰ κι­νοῦν­ται μέ­σα στὴ νύχ­τα χω­ρὶς νὰ σπά­σει. Τὸ τζά­κι ἔ­κα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή του στὴν Δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη τὸν 12ο αἰ­ῶνα. Ἐμ­φα­νί­ζον­ται λοι­πὸν τὰ τζά­κι­α ἡ­μι­κυ­κλι­κοῦ σχή­μα­τος, κτι­σμέ­να μέ­σα στὸν τοῖ­χο ποὺ πλαι­σι­ω­νό­ταν ἀ­πὸ μί­α λι­τὴ δι­α­κό­σμη­ση. Τὸν 13ο αἰῶ­να οἱ δι­α­στά­σεις τῶν τζα­κι­ῶν αὐ­ξά­νον­ται, γι­ὰ νὰ μπο­ροῦν νὰ ζε­σταί­νουν με­γα­λύ­τε­ρους χώ­ρους. Ἀ­πὸ τὸν 15ο ἕ­ως τὸν 18ο αἰ­ῶνα τὸ τζά­κι στὴν Εὐ­ρώ­πη ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς τῆς ἑ­κά­στο­τε ἐ­πο­χῆς. Τὸν 19ο αἰ­ῶνα στὰ σπί­τι­α τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης κα­τὰ κα­νό­να ὑ­πάρ­χει καὶ ἕ­να τζά­κι. Αὐ­τὴ ἡ τά­ση ὅ­μως στα­δι­α­κὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πε­ται, κα­θὼς ἀρ­χί­ζουν νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται, οἱ ξυ­λό­σομ­πες καὶ ἀρ­γό­τε­ρα ἡ κεν­τρι­κὴ θέρ­μαν­ση, λό­γῳ τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ με­ταλ­λουρ­γι­κοῦ το­μέ­α.

Ἔτ­σι λοι­πὸν με­τὰ τὸ 1965 εἰ­σέ­βα­λαν στὸ ἐμ­πό­ρι­ο οἱ σόμ­πες, γι­ὰ νὰ πά­ρουν σύν­το­μα τὴν θέ­ση τῶν τζα­κι­ῶν. Σόμ­πες μὲ ξύ­λα, μό­νο γι­ὰ θέρ­μαν­ση ἢ καὶ πα­ρα­σκευ­ὴ φα­γη­τοῦ, ὅ­πως οἱ λε­γό­με­νες μα­σί­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­χαν τὴν ἑ­στί­α τῆς φω­τι­ᾶς καὶ δί­πλα τὸν φοῦρ­νο γι­ὰ τὴν πα­ρα­σκευ­ὴ τοῦ φα­γη­τοῦ. Αὐ­τὲς τὶς το­πο­θε­τοῦ­σαν κυ­ρί­ως στὴν κου­ζί­να-κα­θι­στι­κὸ καὶ στὸ ὑ­πό­λοι­πο σπί­τι θὰ ὑ­πῆρ­χε καὶ μί­α ἄλ­λη σόμ­πα, μό­νο γι­ὰ τὴν θέρ­μαν­ση τοῦ χώ­ρου.

Ἡ θέρ­μαν­ση τῶν ἀρ­χαί­ων οἰ­κι­ῶν γι­νό­ταν μὲ τὸ μαγ­κά­λι. Μί­α συ­σκευ­ὴ ἀ­πὸ σί­δε­ρο καὶ χαλ­κὸ ὅ­που το­πο­θε­τοῦν­ται ξυ­λάν­θρα­κες γι­ὰ θέρ­μαν­ση μι­κρῶν χώ­ρων. Στη­ρι­ζό­ταν στὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀρ­χῆς γι­ὰ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α ρεύ­μα­τος ἀ­έ­ρα. Τὰ φο­ρη­τὰ μαγ­κά­λι­α μὲ ξυ­λο­κάρ­βου­να ἦ­ταν ἡ βα­σι­κὴ συ­σκευ­ὴ θέρ­μαν­σης τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας. Τὰ μαγ­κά­λι­α αὐ­τὰ τὰ ἀ­νάβα­νε ἔ­ξω καὶ με­τα­φέ­ρον­ταν στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τῆς οἰ­κί­ας, ἀ­φοῦ ἡ φω­τι­ὰ ἄ­να­βε πρῶ­τα γι­ὰ τὰ κα­λά.

Τό ταν­τού­ρι. Ταν­τού­ρι “κα­λεῖ­ται οὕ­τω, ἴ­δι­α ἐν Ἀ­να­το­λῇ, τρά­πε­ζα κα­λυ­πτο­μέ­νη μέ­χρι τοῦ ἄ­κρου­των, ὑ­πὸ πα­χέ­ος σκε­πά­σμα­τος συ­νή­θως ἐ­φα­πλώ­μα­τος καὶ ἔ­χου­σα κάτω­θεν αὐ­τῆς μαγ­γά­λι­ον. Πε­ρὶ τὴν τρά­πε­ζαν ταύ­την κά­θην­ται συ­νή­θως αἱ γυ­ναῖ­κες, θερ­μαί­νου­σαι τοὺς πό­δας καὶ τὰς χεί­ρας των”.

Τὸ Μαγ­κά­λι καὶ τὸ Ταν­τού­ρι τὸ συ­ναν­τᾶ­με στὶς Πό­λεις, ὅ­που ἡ ἔλ­λει­ψη τῆς καύ­σι­μης ὕ­λης καὶ ἡ ἀ­κρί­βει­α δὲν ἐ­πι­τρέ­πουν τὸν λα­ὸ νὰ καί­ει τζά­κι ἢ σόμ­πα.

Τό πο­δα­ρού­λι. Πο­δα­ρού­λι “Σι­δη­ροῦν κοῖ­λον δι­ὰ τὸ ζέ­στα­μα τῶν στρω­μά­των, γι­ὰ τὸ ζέ­στα­μα τῶν πο­δι­ῶν, αἴ­θρο­νος καὶ σι­δε­ρω­τή­ρι­ον τῶν βε­λού­δων”.

φου­φού. Φο­ρη­τὴ με­ταλ­λι­κὴ ἢ πή­λι­νη κυ­λιν­δρι­κὴ συ­νή­θως κα­τα­σκευ­ὴ μὲ τρί­α ἢ τέσ­σε­ρα στη­ρίγ­μα­τα μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α βά­ζουν κάρ­βου­να.

Ἡ ἐν­δο­δα­πέ­δι­α θέρ­μαν­ση. Στὴν ἐν­δο­δα­πέ­δι­α θέρ­μαν­ση τὸ δά­πε­δο εἶ­ναι τὸ θερ­μαν­τι­κὸ σῶ­μα τοῦ χώ­ρου καὶ ἡ θερ­μό­τη­τα ἐκ­πέμ­πε­ται πρὸς τὰ ἄ­νω, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ δά­πε­δο πρὸς τὸν χῶ­ρο. Ἕ­να σύ­στη­μα ἐν­δο­δα­πέ­δι­ας θέρ­μαν­σης ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἐ­πί­σης γι­ὰ τὴν θέρ­μαν­ση δη­μό­σι­ων χώ­ρων στη­ρι­ζό­με­νο στὸ φαι­νό­με­νο ὅ­τι ὁ θερ­μὸς ἀ­έ­ρας ἀ­νέρ­χε­ται πρὸς τὰ ἄ­νω. Ἔτ­σι λοι­πὸν ζε­σταί­νον­τας σὲ μί­α πη­γὴ τὸν κρύ­ο ἀ­έ­ρα τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος καὶ δι­ο­χε­τεύ­ον­τάς τον μὲ σω­λῆ­νες κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να ξύ­λι­νο ἢ μαρ­μά­ρι­νο δά­πε­δο, ἀ­νά­λο­γα δι­α­μορ­φω­μέ­νο, ἐ­πι­τυγ­χά­νου­με τὴν θέρ­μαν­ση αὐ­τοῦ τοῦ χώ­ρου. Ἕ­να τέ­τοι­ο δά­πε­δο, εἶ­ναι τὸ δά­πε­δο τοῦ να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­α (Σα­ρά­ϊ) στὶς Κα­ρυ­ὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, κα­θὼς καὶ σὲ πολ­λὰ ἄλ­λα κτί­ρι­α ἀ­νὰ τὸν κό­σμο.

Ἀ­πὸ τὰ κλασ­σι­κὰ χρό­νι­α οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πο­λάμ­βα­ναν ζε­στὸ μπά­νι­ο σὲ δη­μό­σι­α λου­τρά. Οἱ Ρω­μαῖ­οι ὅ­μως ἦ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ ἐ­πι­νό­η­σαν τὰ ὑ­πό­καυ­στα, ἕ­να προ­ηγ­μέ­νο καὶ ἔ­ξυ­πνο σύ­στη­μα θέρ­μαν­σης τῶν λου­τρῶν. Τὰ ὑ­πό­καυ­στα ἦ­ταν χα­μη­λοί, ὑ­πό­γει­οι χῶ­ροι κά­τω ἀ­πὸ τὰ δά­πε­δα τῶν λου­τρῶν, ὅ­που κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν τὰ καυ­τὰ ἀ­έ­ρι­α ποὺ πα­ρά­γον­ταν ἀ­πὸ μί­α φω­τι­ὰ ποὺ ἔ­και­γε στὴν ἑ­στί­α. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Βε­τρού­βι­ο τὰ ὑ­πό­καυ­στα δη­μι­ουρ­γοῦν­ταν μὲ τὴν ὑ­πε­ρύ­ψω­ση τῶν δα­πέ­δων κα­τὰ τὴν ἔ­δρα­σή τους πά­νω σὲ στυ­λί­σκους, τῶν ὁ­ποί­ων τὸ ἰ­δα­νι­κὸ ὕ­ψος ἦ­ταν 0,60 μ.

Τὸ σύ­στη­μα θέρ­μαν­σης τῶν δω­μα­τί­ων συμ­πλή­ρω­σαν στὸ 2ο μι­σό τοῦ 1ου π.χ. αἰ­ῶ­να οἱ θερ­μαι­νό­με­νοι θό­λοι, ὅ­που τὰ θερ­μὰ ἀ­έ­ρι­α κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν μέ­σα σὲ πή­λι­νους σω­λῆ­νες κυ­κλι­κῆς ἢ τε­τρά­γω­νης δι­α­το­μῆς, ποὺ ἐ­φά­πτον­ταν στοὺς τοί­χους, ἢ μέ­σα ἀ­πὸ κε­νὰ ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν­ταν μὲ πή­λι­να πλα­κί­δι­α στε­ρε­ω­μέ­να σὲ ἀ­νά­λο­γη ἀ­πό­στα­ση ἐμ­πρὸς ἀ­πὸ τοὺς τοί­χους. Ἡ κα­τα­σκευ­ὴ κα­λυ­πτό­ταν συ­νή­θως ἀ­πὸ ὀρ­θο­μαρ­μά­ρω­ση, ἐ­νῶ μὲ μάρ­μα­ρο ἦ­ταν στρω­μέ­να καὶ τὰ δά­πε­δα.

Μή­πως ἐν τέ­λει δὲν εἶ­ναι ἡ “ζέ­στη” πού λεί­πει ἀ­πὸ τὴν ση­με­ρι­νὴ Ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α; Μή­πως μᾶς λεί­πει ἡ ζε­στα­σι­ὰ τῆς ψυ­χῆς μας; Καὶ πῶς θὰ ἔλ­θει αὐ­τή; Θὰ ἔλ­θει μὲ ἁ­πλό­τη­τα στὶς ἀ­νάγ­κες μας, στὴ σκέ­ψη μας. Μὲ τὴν ἐ­πα­να­δη­μι­ουρ­γί­α τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας. Σόμ­πα θὰ πρέ­πει νὰ γί­νου­με ὅ­λοι μας. Γο­νεῖς, ἱ­ε­ρεῖς, δι­δά­σκα­λοι… Ὅ­ταν ἡ ψυ­χὴ μας βγά­λει ἀ­γά­πη, τό­τε θὰ ζε­στα­θεῖ ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα μας καὶ θὰ ξα­να­βρεῖ τὸ δρό­μο της, μὲ ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ μυ­στη­ρι­α­κὸ τρό­πο.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου