Δυό πράγματα προσάπτουν στόν Παπουλάκο ὅσοι τόν ἀντιπαθοῦν: τήν κατά κόσμο ἀγραμματοσύνη του καί τήν ἁπλότητά του. Σ’ αὐτά θά στρέψουμε καί ἐμεῖς τό ἐνδιαφέρον μας γιά νά δοῦμε ἄν αὐτά μποροῦν νά ἀξιολογηθοῦν ἀρνητικά ἤ θετικά γιά ἕναν ἐργάτη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἁπλότητα ἀποτελεῖ ὀντολογική καί ταυτόχρονα ἠθική κατηγορία. Ὡς ὀντολογική ἀφορᾶ στόν τρόπο δομῆς καί ὕπαρξης τῶν ὄντων, ὡς ἠθική στόν τρόπο ἔκφρασης τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτήρα, τήν ποιότητα στίς διανθρώπινες σχέσεις καί διαχείρισης τῶν χαρισμάτων, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ προφορικός λόγος.
Ἡ ἁπλότητα ἀποτελεῖ καταρχήν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Στό Θεό δέν ὑπάρχουν σύνθετες ἤ ἀντίρροπες δυνάμεις. Αὐτό δηλώνεται μέσα ἀπό ὄρους ὅπως μία φύση, ἕνα θέλημα, μία ἐνέργεια. Ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο δέν ἀπειλεῖ τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἐμβαθύνει σ αὐτή. Ἐξάλλου δέν ἀφοροῦν σέ τρεῖς διαφορετικούς ὕπαρξης, θέλησης καί ἐνέργειας ἤ καί δράσης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στόν τρόπο πού τό ἕνα σχετίζεται μέ τό ἄλλο.
Ἡ ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ δέν ἀφήνει περιθώρια γιά ἀνθρωπομορφικές προσεγγίσεις τῶν ἰδιοτήτων πού οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἀπέδωσαν στό Θεό. Δέν εἶναι δυνατόν π.χ. ἡ ἀγάπη νά περιορίζει ἤ νά περιορίζεται ἀπό τή δικαιοσύνη ἤ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους νά ἐκφράζεται μέ ὄρους καί προϋποθέσεις. Τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ ἀμφισβητοῦν ὅσοι βάζουν ὄρους ἀκόμη καί στό κεφάλαιο τῆς σωτηρίας, ὅσοι δηλαδή θεωροῦν ὅτι ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἀπό τό Θεό καί ὄχι ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὅτι ἡ σωτηρία δέν εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ χωρίς προϋποθέσεις σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων.
Κορυφαῖο δεῖγμα ἁπλότητας καί λιτότητας στήν ἔκφραση εἶναι ὁ φυσικός κόσμος. Ἡ Φύση χρησιμοποιεῖ τό λιγότερο δυνατόν ἀπό ὁτιδήποτε, ἔγραφε ὁ ἀστρονόμος Κέπλερ. Αὐτός εἶναι ἄλλωστε ὁ λόγος πού ἡ ἁπλότητα ἐκφράζεται ἐντονότερα καί καθαρότερα στήν ὕπαιθρο, ἐνῶ ἀπουσιάζει στίς πόλεις. Μέ μία ἁπλή ματιά στό φυσικό περιβάλλον διαπιστώνει κάποιος τή βαθιά σχέση λιτότητας καί ὡραιότητας τῶν κτισμάτων.
Ἡ ἁπλότητα εἶναι σέ τέτοιο σημεῖο ἁπλή ὥστε κατά καιρούς νά ἐκφράζει ὄχι μόνο ἕνα θετικό ἀλλά καί ἀρνητικό περιεχόμενο. Εἶναι δυνατόν ἐπειδή ἡ ἁπλότητα εἶναι «ἀφύλακτος» μαζί μέ τή φιλανθρωπία νά εἰσχωρεῖ καί τό σαθρό, γιατί αὐτός πού δέν ἔχει κακία πολύ λίγο ὑποψιάζεται γιά τήν κακία, καθώς σχολιάζει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀλλά ὁ ἁπλός καί ἄδολος εὔκολα ἐξομολογεῖται τά κρύφια της ψυχῆς του, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Ἁπλότητα κατά τά παραπάνω μπορεῖ νά δηλώνει τήν ἔλλειψη πείρας καί σύνεσης, ἄγνοια, ἀσύνετες ἐνέργειες, πίστη στόν πρῶτο τυχόντα, ἀκόμη καί ὑποχώρηση στούς πειρασμούς. Ὡστόσο ἡ ἁπλότητα κατά Θεό διαφέρει ἀπό τή μωρία, ταυτίζεται μέ τή φρόνηση καί εἶναι ἀπαλλαγμένη πανουργίας. Μπορεῖ ἡ πανουργία νά γίνεται δεκτή στίς ἐνασχολήσεις μέ τό Θεό, γράφει ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, δέν ὑπολογίζεται ὅμως μέ κανένα τρόπο ὡς εὐωδία ἀρετῆς.
Ὁ Θεός ἀναπαύεται στούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Ὅσο δέ ἁπλός εἶναι αὐτός πού συναντᾶ τόσο ἁπλουστεύει τή σοφία του καί ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ Σαμαρείτισσα πού χάρη στήν ἁπλότητά της ἔγινε συμμέτοχος σέ ἕναν πολύ σοβαρό θεολογικό διάλογο μέ τό Χριστό καί μέτοχος βαθύτατων ἀληθειῶν. Ὁ Θεός ὀρᾶται μέσα ἀπό τήν ἁπλότητα, γράφει ὁ Γρηγόριος Νύσσης. Τήν ἴδια ἁπλότητα διαπίστωσε ὁ Χριστός στίς πόρνες καί τούς τελῶνες, σ’ αὐτούς δηλαδή πού τό θρησκευτικό κατεστημένο εἶχε καταδικάσει καί ἀπορρίψει
Ὁ Θεός ἀναπαύεται σ’ αὐτούς πού μοιάζουν μέ παιδιά, ἐπειδή αὐτοί εἶναι ταπεινοί καί δέν προσποιοῦνται. Ἡ ταπείνωση εἶναι προϋπόθεση ἀλλά καί καρπός τῆς ἁπλότητας. Ὁ ἁπλός συνήθως ἀποδοκιμάζεται καί καταφρονεῖται, ἐπιδοκιμάζεται ὅμως ἀπό τό Θεό, πού βρίσκει τή θύρα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνοικτή γιά νά μπορεῖ νά εἰσέλθει καί νά τήν ἀνακαινίσει. «Ὁ Θεός κατοικίζει μονοτρόπους ἐν οἴκῳ», γράφει ὁ Ψαλμωδός. Κάθε ἁπλή ψυχή εἶναι εὐλογημένη, ἀναφέρεται στίς Παροιμίες.
Ἁπλότητα κατά τά ἄλλα σημαίνει ἐμπιστοσύνη στή σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀπιστία στήν ἀνθρώπινη. Εἶναι αὐτή πού ἀπουσίαζε ἀπό τήν Εὕα, γι’ αὐτό καί ἐνέδωσε στήν πανουργία τοῦ διαβόλου. Ὅποιος βαδίζει μέ ἁπλότητα, αὐτός βαδίζει μέ αὐτοπεποίθηση, γράφει ὁ Παροιμιαστής.
Ἡ ἁπλότητα εἶναι καί θυγατέρα τῆς πίστης ἀλλά καί περιεχόμενό της. Ἁπλότητα εἶναι ταπεινή πίστη πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Ἁπλότητα σημαίνει ἐσωτερική ἰσορροπία καί ἑνότητα, ξεκαθάρισμα προθέσεων καί ὄχι διψυχία.
Ἡ ἁπλότητα εἶναι δρόμος πού ὁδηγεῖ στή φιλοσοφημένη ζωή. Τίποτε ἄλλο δέν κάνει τήν ψυχή ὡραῖα καί καλῆ ὅσο ἡ ἁπλότητα. Ὅπως ἡ ὡραιότητα τοῦ σώματος χάνει ἀπό τή σκυθρωπότητα καί τή στυγνότητα, ἐνῶ αὐξάνει μέ τό χαμογελαστό καί ἤρεμο πρόσωπο, τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν ψυχή. Ὁ συνοφρυωμένος καταστρέφει τά ἄπειρα χαρίσματα πού μπορεῖ νά ἔχει, τά αὐξάνει ὅμως ἄν εἶναι ἁπλός καί ἐλεύθερος ἀπό τά ἐσωτερικά πάθη.
Ἁπλότητα δηλώνει εὐθύτητα καί ἀκεραιότητα χαρακτήρα. Δηλώνει ἀκόμα τήν ἀνικανότητα γιά τό κακό καί τήν ἔλλειψη δολιότητας. Ἡ ἁπλότητα γίνεται προϋπόθεση ὑπακοῆς, εὐθύτητας καρδίας, εἰλικρίνειας τῆς γλώσσας, ἔλλειψης κακοβουλίας. Ἡ εὐθύτητα δίνει τή δυνατότητα στήν εὐλογημένη ψυχῆ νά πορεύεται μέ πεποίθηση καί θάρρος.
Ὁ ἁπλός δέχεται ἁπλά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τά προσφέρει χωρίς ὑπολογισμούς μέ ἀγάπη.
Ὁ ἁπλός ἄνθρωπος μένει στόν αἰώνα σέ ἀντίθεση πρός τούς πομπώδεις καί λογάδες, γίνεται δέ ὁ καλύτερος φίλος. Γιά νά συναντήσει κάποιος ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο δέν χρειάζεται ἰδιαίτερος χρόνος οὔτε προσυνενοήσεις οὔτε γνωριμίες καί ἰδιαίτερους δεσμούς. Ὁ ἁπλός ἄνθρωπος εἶναι καταδεκτικός καί ἄνετος στίς συναναστροφές του
Ἁπλότητα δέν ἐξασφαλίζεται μέ τήν σκόπιμη ἔλλειψη πληροφόρησης. Ἁπλότητα δέν σημαίνει ἔλλειψη γνώσης ἤ ἐρασιτεχνισμό. Ὅποιος ἀρνεῖται νά σπουδάσει δέν εἶναι ἁπλός, ἀλλά πονηρός.
Ἡ ἁπλότητα ὡς μέθοδος ὁδηγεῖ στήν κατανόηση. Τά περίτεχνα λόγια ἀποπροσανατολίζουν. Εὐθύτητα, ἁπλότητα καί εἰλικρίνεια εἶναι ἀσύμβατα πρός τήν κοσμική σοφία, ὑπογραμμίζει ὁ Παῦλος. Ὄχι θεολογία γιά τή θεολογία, ἀλλά θεολογία γιά τό λαό. Ἡ γλώσσα εἶναι ὄργανο ἔκφρασης τῶν ψυχικῶν καταστάσεων καί ἐμπειριῶν τοῦ ἀνθρώπου, κατόπιν δέ ὄργανο ἐπικοινωνίας καί μετάδοσης νοημάτων καί μηνυμάτων.
Καί ἐρχόμαστε στό παράδειγμα ἁπλότητας τοῦ Παπουλάκου. Ἀνήκει στήν κατηγορία ἐκείνων πού κόσμησαν τήν Ἐκκλησία σέ καιρούς πού ἡ δυνατότητα γιά γνώση καί ἡ θεολογική κατάρτιση ἦταν ἀπαγορευμένη ἤ ἀνύπαρκτη. Καί ἀναφέρουμε κατεξοχήν στόν Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, τόν πάπα-Νικόλα Πλανᾶ, τόν Κωστή Μπαστιά, καί ἄλλους παρόμοιους. Ὡστόσο οἱ πιστοί δέν στεροῦνταν τήν κατήχηση οὔτε ἀποξενώνονταν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Παπουλᾶκος ἦταν τόσο ἀγράμματος πού μετά δυσκολίας ἔγραφε καί διάβαζε. Ἦταν ἐπιπλέον ἄμοιρος διδακτικῶν καί παιδαγωγικῶν μεθόδων. Ἦταν ὅμως γνώστης τῶν βασικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης καί ἔνθερμος κήρυκάς τους.
Ἡ γλώσσα τοῦ ξένιζε τούς ὀπαδούς τῆς πλαστῆς λόγιας γλώσσας, ἦταν ὡστόσο κατανοητή στό λαό καί χρήσιμη γιατί ἦταν καρδιακή καί ἐκκλησιαστική. Λίγες, ἁπλές καί λαϊκές ἐκφράσεις, συνοδευόμενες ὅμως ἀπό τή φλογερή πίστη, ἦταν ἱκανές νά μεταλαμπαδεύουν τήν πίστη καί τήν ἀγάπη στό Χριστό καί τό συνάνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ «ἀγράμματη πίστη βρίσκει εὐκολότερα τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, σέ ἀντίθεση πρός τήν «ἄθεη παιδεία» πού δέν τόν συναντᾶ ποτέ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Θεός δέν διάλεξε φιλόσοφους, ρήτορες ἤ γραμματισμένους ὡς μαθητές καί κήρυκες τοῦ λόγου του, ἀλλά «τά ἀσθενῆ του κόσμου» καί τά «ἀγενῆ» γιά νά καταισχύνει τά ἰσχυρά.
Ὁ Παπουλᾶκος τόνιζε μέ κάθε εὐκαιρία τή διαφορά μεταξύ «θεοτικῶν» ἤ «ἁγιοτικῶν» καί «ἄθεων» γραμμάτων. Τά ἄθεα γράμματα εἶναι καρπός τῆς περηφάνιας καί εὐθύνονται γιά ὅλες τίς συμφορές. Εἶναι αὐτά πού ἀπομακρύνουν τό λαό ἀπό τούς ἁγίους καί τούς ἀγωνιστές τοῦ ἔθνους. Ἡ γνώση ὅλων μαζί τῶν γραμματισμένων δέν συγκρίνεται μέ μία γραμμή τοῦ Εὐαγγελίου, ἔλεγε. Ἑπομένως εἶναι ψέμα ὅτι μόνο οἱ γραμματισμένοι μποροῦν νά κηρύττουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἁπλός θεολογικός λόγος τοῦ Παπουλάκου ὅπως καί τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἦταν δραστικότατος μέ τήν ἔννοια ὅτι κατόρθωνε νά διαλύει δεσμά πολυχρόνια στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δεσμά ἀδικίας καί ἔχθρας, καί νά μεταμορφώνει ἀνθρώπους πού ἤσαν βουτηγμένοι στήν πορνεία, τήν ψευδορκία, τήν κατάκριση, τήν κλοπή, τήν πλεονεξία, τήν πολυτέλεια, τό ἔγκλημα, τή μαγεία. Ἑπομένως εἶναι προτιμητέος ἕνας ἁπλός λόγος πού μπορεῖ νά παρηγορήσει καί νά ψυχώσει τούς ἀνθρώπους παρά μία σπουδή πού εἶναι ἀνίκανη νά θρέψει τό πεινασμένο πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων ἤ νά τούς δώσει ἔστω καί στάλα θεϊκῆς δροσιᾶ.
*καθηγητού τῆς Κοινωνιολογίας τῆς Θρησκείας καί τῆς Κοινωνικῆς Ἠθικῆς στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν