Διηγήσεις π. Μεθοδίου ἀπό τήν Θεσσαλονίκη: «Εἶχα πάει στόν Γέροντα καί βγῆκε τό φίδι. Τό εἶδα καί φοβήθηκα. Μοῦ λέει:
― Μή φοβᾶσαι, φίλος μου εἶναι, μοῦ κάνει παρέα, θά τό πῶ νά φύγη. Καί λέει στό φίδι:
― Πήγαινε τώρα, μή μᾶς ἐνοχλῆς, ἔχουμε συζήτηση. Καί τό φίδι κούνησε τό κεφάλι, σηκώθηκε καί πῆγε στήν τρυπούλα του μέσα. Μετά μοῦ λέει:
― Ἔρχεται ἕνας Νίκος. Εἶναι πίσω ἀπό τό βουνό.
― Ποῦ τόν εἴδατε; λέω.
― Ἔ! ἐγώ τά ξέρω τά βουνά, ἐσύ δέν τά ξέρεις.
Μετά ἀπό μισή ὥρα, μοῦ λέει ὁ Γέροντας: “Πᾶνε νά τόν ἀνοίξης, ἔφτασε”. Πάω καί τοῦ λέω:
― Εἶσαι ὁ Νίκος;
― Ποιός ξέρει τό ὄνομά μου;
― Ὁ γέροντας Παΐσιος, εἶπε. Πέρασε μέσα.
― Δέν μπαίνω μέσα, φοβᾶμαι. Πῶς ξέρει τό ὄνομά μου;
»Τόν ἐπέμενα νά φανῆ καί νά δῆ τόν Γέροντα. Τελικά πείστηκε καί μπῆκε. Κάθισε μέ τόν Γέροντα περίπου μία ὥρα. Βγῆκε μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Τοῦ λέω:
― Τί ἔγινε;
― Πώ, πώ, πώ! Ἐγώ ἦρθα ἄπιστος ἐδῶ. Ἦρθα ἀπό περιέργεια νά δῶ, πῶς εἶναι ἕνας ἅγιος σάν τόν πατέρα Παΐσιο. Τώρα κατάλαβα τά πάντα. Μοῦ εἶπε νά πάω νά ἐξομολογηθῶ καί θά πάω νά τό κάνω καί θά ἀλλάξω ζωή.
«Κάποτε, πῆγα στόν π. Παΐσιο νά τόν συμβουλευτῶ γιά ἕνα πολύ σημαντικό θέμα. Μοῦ εἶπε: “Δέν ἔχουμε καιρό γιά χάσιμο. Ὁ Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό Ἱερεῖς. (Δέν εἶχα γίνει ἀκόμη ἱερέας). Πᾶμε στήν Παναγία νά τῆς μιλήσουμε. Καί ᾿κείνη θά μᾶς δώση τήν ἀπάντηση”. Πρόσθεσε: “Πῶς θά πᾶμε; μέ ἄδεια χέρια;”. Καί ἔκοψε μερικά ἀγριολούλουδα ἀπό τήν αὐλή καί εἶπε: “Θά τά πᾶμε στήν Παναγία”.
Τά ἔβαλε στό περβάζι τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στό ναό τοῦ Τ. Σταυροῦ καί μέ δάκρυα τῆς εἶπε: “Μαννούλα μας, πάρε αὐτά τά λουλούδια, ἀπό τόν κῆπο σου τά μαζέψαμε καί δέξου τα μαζί μέ τά δάκρυά μας”. Ἔπειτα, μοῦ εἶπε: “Τώρα θά πῶ τήν παράκληση στήν Παναγία, ἀλλά δέν θά τήν ψάλλω, δέν ἔχουμε καιρό γιά χάσιμο. Πολλές φορές οἱ ψαλμωδίες εἶναι χάσιμο χρόνου, ἄλλοτε χρειάζονται ὅμως. Τώρα δέν θά τήν ψάλλω, ἀλλά θά τήν διαβάσω. Κάθησε ἐσύ ἐδῶ μπροστά καί ᾿γώ θά πάω πίσω. Καί μή γυρίσης νά μέ κοιτάξης”.
»Καί ἄρχισε καί φώναζε στήν Παναγία μέ πόθο: “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ὑμᾶς” (καί νά κλαίη), “Πολλοῖς συνεχόμενος…”, “Πρός Σέ καταφεύγω…”, “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ὑμᾶς” … Καί ἔκλαιγε, ἔκλαιγε.
»Ἐγώ εἶχα λυώσει πραγματικά. Δέν εἶχα ἀκούσει τέτοια προσευχή στήν ζωή μου, ἐνῶ τήν ἤξερα τήν Παράκληση. Στό τέλος, ἔρχεται καί μοῦ λέει: “Μήν στενοχωριέσαι, ἡ Παναγία θά μᾶς ἀπαντήση σέ ἕξι μῆνες. Οὔτε μία μέρα παρακάτω, οὔτε μία μέρα παραπάνω. Ἐσύ στούς ἕξι μῆνες θά προσεύχεσαι, θά ἐξομολογῆσαι, θά κοινωνῆς καί θά περιμένης. Δέν θά ἔχης καμμία ἀγωνία”.
»Καί ἀκριβῶς στούς ἕξι μῆνες, μέ ἄλλο Πνευματικό, ἔρχεται καί μοῦ λέει: “Ἐσύ πρέπει νά γίνης ἄγαμος ἱερεύς”. Καί ἔτσι ἔγινα».
Περιοδικό Ἐρῶ