Προζύμι! Σήματα ελπίδας στις αγωνίες των ανθρώπων

Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»! Ήτανε διαπίστωση, κι έγινε ευχή!

 Η ζωή μας κάτω απ’ το χώμα! Και ξαφνικά ένα πρωί βρεθήκαμε να επιλέγουν άλλοι για μας. Να αποφασίζουν άλλοι για μας. Να νοιάζονται

να εκσυγχρονίσουν όχι τη ζωή, αλλά τον θάνατό μας.

Ξαφνικά ένα πρωί βρεθήκαμε υπό ζυγόν. Περικυκλωμένοι από «σωτήρες», που ψάχναν με σπουδή να βρουν τρόπους εξόντωσης, ώστε από την κατηγορία των όντων να περάσουμε σ’ εκείνη των μη όντων· των απαθών και ανέραστων και άβουλων πλασμάτων, που πρώτα τα τρομοκρατείς και μετά τα χειρίζεσαι και τα διαχειρίζεσαι όπως θέλεις.

Ξαφνικά, χωρίς να ακουστούν έκτακτα δελτία ειδήσεων, χωρίς να φανούν εχθροί, χωρίς υποψία πολέμου, διαπιστώσαμε ότι είμαστε υπό κατοχή. Είχαν επιλέξει για μας τον αργό θάνατο. Είχαν επιλέξει για μας μια σωρεία εντολών, απειλών, συμβιβασμών, περικοπών πάσης φύσεως, ικανών να πλήξουν αποτελεσματικά το κέντρο της ζωής, δηλαδή την καρδιά μας. Έτσι έγινε: ένα πρωί, με εωσφορική αλαζονεία μας φορέσανε το εωσφορικό σχέδιο: από την τάξη των υγιών να περάσουμε στην άλλη, των κλινικά νεκρών.

Έτσι τους βόλευε: κλινικά νεκροί οι πολίτες, κλινικά νεκρή η χώρα. Και η ζωή μας στα σκοτεινά σκοτεινιασμένη, στα ευτελή εξευτελισμένη. Κι εμείς, φοβισμένοι και μουγγοί…, να τρώμε χώμα και να δοξάζουμε αυτούς που μας εξασφαλίζουν το έδεσμα: χώμα χωρίς ουρανό, χώμα έως θανάτου. Αυτός ήταν ο στόχος: η ζωή μας κάτω απ᾽ το χώμα! Εκεί την οδηγούν και περιμένουν χαιρέκακα την εκ του φόβου γενική παραλυσία, την εκ του φόβου πλήρη αδράνεια, την εκ του φόβου υποταγή.

Είναι αλήθεια ότι περάσαμε όλοι ένα σοκ. Όμως λειτούργησε γρήγορα ο νους, ο μέσα νους. Κι ανοίξανε τα μάτια, τα μέσα μάτια:

Ποιος να φοβηθεί; Και γιατί να φοβηθεί; Οι «σωτήρες» μας δεν ξέρουν την αληθινή καταγωγή μας. Δεν ξέρουν ότι είμαστε από κείνη τη γενιά των αθανάτων, που το χώμα δεν το λέει χώμα που το χώμα δεν το λέει μνήμα. Είμαστε από κείνη τη γενιά, που το λέει Μήτρα: τα δικά μας χώματα γεννάνε και γεννοβολάνε και βλαστάνουν ζωή ισχυρότερη απ’ την πρώτη. Ικανή να τινάξει στον αέρα όλες τις ταφόπετρες που βάλαν στα κεφάλια μας οι ευρωφαρισαίοι και οι ευρωυποκριτές. Οι «σωτήρες» μας δεν ξέρουν ότι για μας το χώμα έχει φωνή. Για μας το χώμα έχει ψυχή…

Μιλάει…Κλαίει…Εξιστορεί την αληθινή μας ιστορία. Εξιστορεί πώς γίναν τα βουνά και πώς μείναν αδούλωτα. Με πόσα δάκρυα και με πόσα αίματα! Οι «σωτήρες» μας δεν ξέρουν ότι τα δικά μας χώματα είναι ζωντανά. Φυλάνε κατακόμβες, κρησφύγετα, κρυφά σχολειά, τόπους λατρείας, βημόθυρα, θεμέλιους λίθους ναών, ανώνυμους ήρωες, ανώνυμους μάρτυρες, άγια σώματα που μυροβλύζουν, άγια λείψανα που θεραπεύουν. Εμείς δεν τα λέμε χώματα αυτά. Τα λέμε Προζύμι! Που σου ενεργοποιεί όλο το φύραμα.

Που σου ευωδιάζει όλο το φύραμα. Που σου το αγιάζει. Που από κει τρώνε και θα τρώνε οι επερχόμενες γενιές και θα αθανατίζονται: θα ξέρουν δηλαδή ότι από τον Θεό ήρθαν και στον Θεό πηγαίνουν και τον Θεό μόνο προσκυνούν. Αυτός ήταν ο στόχος: η ζωή μας κάτω απ’ το χώμα! Όμως ποιος θα φοβηθεί; Και γιατί να φοβηθεί; Οι «σωτήρες» μας δεν ξέρουν ότι είμαστε από κείνη τη γενιά των αθανάτων που βγαίνει ζωντανή από τις συμφορές, γιατί ξέρει να μετανοεί, γιατί ξέρει να ομολογεί: έφταιξα και ξαναρχίζω πάλι.

Οι «σωτήρες» μας δεν ξέρουν ότι ο ενταφιασμός μας δεν συνεπάγεται τον θάνατό μας. Είμαστε από κείνη τη γενιά που δεν πεθαίνει όταν ενταφιάζεται. Ο ενταφιασμός μας δεν είναι τέλος. Είναι αρχή. Κυοφορία είναι…Προσμονή επερχόμενης άνοιξης…Προσδοκία ζωής αθανάτου! Τα δικά μας χώματα είναι ζυμωμένα με ουρανό. Είναι ραντισμένα με αγιασμό. Και γι’ αυτό δεν πεθαίνουν τους ζωντανούς. Ζωντανεύουν τους νεκρούς! Φυτεύεις σπόρο και παίρνεις δένδρο! Δύει ένας και αναδύεται Έθνος!

Το τούνελ που μας βάλανε αλλού θα μας βγάλει…Διαμετρικά αλλού! Δεν το φαντάζονται όμως. Γιατί δεν ξέρουν πόσο επικίνδυνη είναι η σπίθα που φυλάγεται αθόρυβα κάτω απ’ τη στάχτη! Γιατί δεν ξέρουν πόσο πανίσχυρη είναι η άνοιξη που κυοφορείται αθόρυβα κάτω απ’ τα μάρμαρα! Δεν υπάρχει περίπτωση! Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, θα ραγίσει το μάρμαρο ραγίσματα χίλια και η άνοιξη θα ‘ρθει! Θ᾽ ανατείλει ο ήλιος απ’ τα χώματα! Και θα μάθουν αυτοί που δεν ξέρουν ότι δεν μπορούν να διαφεντέψουν τη ζωή λαού απροσκύνητου! Δεν μπορούν να σκοτώσουν την ψυχή λαού απροσκύνητου! Ό,τι κι αν κάνουν, δεν μπορούν να πειράξουν την ψυχή μας!

Θα το μάθουν κι αυτοί που δεν ξέρουν πόσο αλώβητος είναι ο άνθρωπος ο βαπτισμένος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος!

Η ζωή μας ανδρώνεται στα δύσκολα! Η ζωή μας φωτίζεται στα σκοτεινά!

Η ζωή μας μεγαλύνεται στα αντίξοα! Και ποιος θα φοβηθεί;

Και γιατί να φοβηθεί; Και θα ‘ρθει η Ανάσταση!

Εκεί που προς στιγμήν μένουμε ενεοί και αποσβολωμένοι. Εκεί που κόβουμε ταχύτητα, χαμηλώνουμε τους τόνους και ρωτάμε: Γιατί; Πώς έγινε και φτάσαμε στου γκρεμού το χείλος; Ποιος ευθύνεται για τη στραβοτιμονιά; Ποιος θα χρεωθεί το ατύχημα; Ποιος θα χρεωθεί την εθνική συμφορά;

Κοιτάς και λες: πού είναι η Ελλάδα; πού είναι οι Έλληνες; ποιοι μας πούλησαν; ποιοι μας αγόρασαν; ποιοι θα δώσουν λόγο για την αγοραπωλησία; Χιλιάδες απελπισμένες κραυγές σαν σεισμικές δονήσεις…

– Προεόρτια μεγάλου σεισμού; – Διατελούμεν εν μέσω κρίσης, βιώνοντας ένα σκληρό παιχνίδι πίσω απ’ την πλάτη μας και πάντα σε βάρος μας. Εισπράττουμε την προδοσία σαν γεύση από χώμα, σαν οργή και σαν απελπιστική διαπίστωση: Είμαστε ήδη υπό ζυγόν!

Και ο πόνος του ζυγού είναι τόσο δυνατός, ώστε – άλλος γρήγορα κι άλλος αργά – ξυπνάμε!

Ξυπνάμε σαν από βαρύ ύπνο. Μας ξυπνάει ο ήλιος της νύχτας… Το φως που γεννιέται αμέσως μετά απ’ το πυκνότερο σκοτάδι. Μας ξυπνάει και βλέπουμε πως δεν είμαστε άμοιροι της τύχης μας.

Πως σαφώς έχουμε κι εμείς, ο καθένας, τη δική του ευθύνη. Έχουμε κι εμείς, ο καθένας, το δικό του μερίδιο στη συμφορά. Και φωτίζεται ο νους μας και μας γίνεται ορατό πως δε φταίνε μόνο οι εχθροί που μπήκαν απ’ την κερκόπορτα.

Φταίμε κι εμείς που απαξιώσαμε την κερκόπορτα και εν γνώσει μας την αφήσαμε αφύλαχτη…Φταίμε όλοι…και οι άνθρωποι της Πολιτείας και οι άνθρωποι της Εκκλησίας και ο λαός.

Διαπράξαμε όλοι το ίδιο λάθος, της ύβρης: καταργήσαμε τον Θεό.

Είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε δε θέλουμε, από κει μπήκαν οι εχθροί: από την κερκόπορτα της υπεροψίας μας…

Που στη θέση της Εκκλησίας έβαλε τις στοές. Που αντικατέστησε τον γάμο με συμβολαιογραφική πράξη. Που αντικατέστησε τη μάνα με την τηλεόραση. Που αντικατέστησε τα παιδιά με τα σκυλιά. Από κει μπήκαν οι εχθροί: από την κερκόπορτα της υπεροψίας μας, που αντικατέστησε τον Πνευματικό με τα μέντιουμ· που αντικατέστησε τη Λειτουργία με κολυμβητήρια, με φροντιστήρια και εκδρομές· που αντικατέστησε την προσευχή με γιόγκα· τη νηστεία με δίαιτες· και τον Χριστό με τον χρυσό…

Αδελφοί μου, η κρίση η βαθιά και η οδυνηρή δεν είναι που αδειάσαν τα ταμεία μας Είναι που άδειασε η ψυχή μας. Αδειάσαν τα σπίτια μας. Ξεκρεμάσαμε τις εικόνες, σβήσαμε το καντήλι κι ανοίξαμε τις πόρτες. Τώρα μπορεί ελεύθερα να μπαινοβγαίνει όποιος θέλει ό,τι ώρα θέλει. Για όποια σχέση θέλει.

Αδελφοί μου, η κρίση η βαθιά και η οδυνηρή είναι το κλάμα των παιδιών που δεν αφήσαμε να γεννηθούν και το κλάμα των παιδιών που εγκαταλείψαμε.

Η κρίση η βαθιά και η οδυνηρή είναι που γεμίσαμε παιδιά που δεν έχουν κατά πού να κοιτάξουν. Γεμίσαμε παιδιά-τορπίλες! Έτοιμα να εκραγούν. Παιδιά γνωστής η αγνώστου πατρότητας, που δεν τα θέλει κανείς, παρά μόνον αυτοί που θα τα εμπορευτούν. Αδελφοί μου, γεμίσαμε εμπόρους, πού μαζεύουν αργύρια τριάκοντα – αλίμονο, για να αγοράσουν τον αγρό του Κεραμέως;

Κρύο…Τόσο πολύ κρύο…Κι αυτή η κρίση…η βαθιά και επώδυνη μας μαζεύει απ’ τους δρόμους και γυρίζουμε μέσα μας. Εκεί που αρχίζει να πάλλεται η καρδιά μας η πέτρινη και να δίνει ξανά σημεία ζωής.

Ζωής άλλης, Ζωής αληθινής. Εκεί που δυναμώνει λίγο-λίγο η φωνή της χαμένης συνείδησης κι αρχίζεις να διακρίνεις ανάμεσα στις χιλιάδες φωνές τη φωνή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!

Κι αρχίζει η ψυχή μας να ψάχνει τρόπους αποκατάστασης: ποια «αυθαίρετα» να γκρεμίσουμε και ποια «νόμιμα» να ξαναχτίσουμε…Αρχίζει η ψυχή μας και διψάει την άφεση. Αφήνει τις χώρες των αλλοφύλων, τις αλλότριες συμπεριφορές, και ξαναπαίρνει η πολύπαθη ψυχή μας τους πατροπαράδοτους δρόμους…για το πετραχήλι το άγιο, για την Εκκλησία του Χριστού.

Αδελφοί μου, η κρίση η βαθιά και επώδυνη είναι και σωτήρια και ιαματική. Αρχίζεις και νοιάζεσαι και μοιράζεσαι το τριμμένο παλτό σου μ᾽ αυτόν που κρυώνει. Αρχίζεις και πονάς και συμπονάς…

Και ο άλλος άνθρωπος γίνεται συνάνθρωπος. Ο κάτοικος, συγκάτοικος. Ο πατριώτης, συμπατριώτης. Και ο άλλος Έλληνας γίνεται συνέλληνας, εγγενής και συγγενής και όμαιμος και αδελφός.

Αδελφοί μου, ομοιοπαθείς και συμπένητες, η κρίση η βαθιά και η οδυνηρή είναι γι’ άλλους η ασωτία και γι’ άλλους η υποκρισία. Η στείρα θρησκευτικότητά μας. Η ηθική μας αυτάρκεια…Κανείς δεν κλαίει…Και η κρίση εντείνεται.

Και κάνει κρύο. Πολύ κρύο! Χωρίς μετάνοια πώς να το διαχειριστείς; Χωρίς την ελπίδα στο αμέτρητο έλεος του αγαπώντος Θεού, χωρίς την εμπειρία της Παρουσίας Του πώς να βγουν οι χειμώνες; Πώς να βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο χωρίς θύρα εξόδου;

Αδελφοί μου, ομοιοπαθείς και συμπένητες, η κρίση η μεγάλη δεν είναι που δεν ευημερούμε. Είναι που δεν μετανοούμε. Η κρίση η μεγάλη δεν είναι που αλώσανε την ψυχή μας. Είναι που την παραδώσαμε μόνοι μας. Πρέπει να περάσει καλά και για πάντα στον πυρήνα τού είναι μας: η κρίση η μεγάλη, η μέγιστη των συμφορών, δεν είναι η οφειλή των δανείων. Είναι η οφειλή των δακρύων…

Αδελφοί μου, έτσι παραγράφονται όλα τα χρέη: με δάκρυα!

Και θα δούμε την άνοιξη να πετάγεται κάτω απ’ τα μάρμαρα…Και τα δέντρα ν᾽ ανθίζουν…Και θα ‘ρθει η Ανάσταση!

Πάμε ολοταχώς προς τα πίσω…Είναι αλήθεια αδιάσειστη πια. Και τρομάζουμε όλοι στην πορεία της όπισθεν. Στην πορεία την καθοδική και μη αναμενόμενη. Με ταχύτητες που δεν τις είχαμε δοκιμάσει ποτέ. Πάμε με σπουδή προς τα πίσω…Εκεί που ήμασταν πριν πενήντα και πριν εξήντα χρόνια. Στα λιγοστά, στα φτωχά και στα δύσκολα. Εκεί που ζούσανε οι γιαγιάδες μας και οι παππούδες μας…

Όμως εκεί στα ταπεινά, εκεί στα στερημένα, εκεί με τα μετρημένα κουκιά, ήταν και τα πλούσια…Ήταν και τα τίμια κι ανεκτίμητα και δυσεύρετα πια: η αγάπη η αληθινή· η φιλοξενία η καρδιακή· οι άνθρωποι με το ένα πρόσωπο, με τα ίσια λόγια, με την ανοιχτή καρδιά.

Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»!

Όχι εκεί που μας σπρώχνουν, στα εξευτελιστικά, στα προδοτικά και στα άνανδρα. Επιστρέφουμε στη Ζωή την αυθεντική. Στων αθάνατων πατεράδων τη ζωή και των αγίων προπαππούδων μας. Εκεί που η στέρηση, η θυσία, κι ο θάνατος ήταν επιλογή σου. Εκεί που οι άνθρωποι είχαν ένα δωμάτιο και φιλοξενούσαν δώδεκα νοματαίους. Είχαν ένα ψωμί και το μοιράζονταν με τα παιδιά της γειτόνισσας.

Είχαν ένα φορτίο ξύλα και το μοιράζονταν με τον εχθρό τους. Εκεί που οι άνθρωποι είχαν ένα ποτήρι λάδι και το φυλάγανε για το καντήλι.

Εκεί που οι άνθρωποι έχτιζαν πρώτα τις εκκλησιές και μετά τα σπίτια τους. Έστηναν πρώτα τα εικονίσματα και μετά τις φωτογραφίες τους. Εκεί που έβρεχε ευλογίες. Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»! Εκεί, στο κατώι του παππού του Γιώργου που το κιούπι του λαδιού το ξαναγέμιζαν Άγγελοι! Εκεί που οι πατεράδες μας βάζανε στην τσέπη μια δραχμή κι έβγαζαν δύο! Γιατί δανείζαν στον φτωχό, γιατί δανείζαν στον Θεό και ο Θεός τ’ αβγάτιζε.

Εκεί που η κυρα-Δόμνα δε φοβότανε να τρώνε απ’ το ίδιο πιάτο τα παιδιά της και του δρόμου τα ορφανά, που είχαν προσβληθεί από τύφο. Πάμε με σπουδή προς τα Πίσω! Εκεί που αρρωστήσανε από τύφο όλα τα παιδιά της γειτονιάς, εκτός απ’ τα παιδιά της Δόμνας! Εκεί που η κυρα-Σοφία η μανάβισσα άφησε στον σοφρά της χήρας κυρα-Άννας τριάντα χρυσές λίρες, για να τελειώσει το σπίτι που έχτιζε.

Εκεί που η χήρα κυρα-Άννα μοιραζόταν το ψωμί των παιδιών της με την εγκαταλειμμένη κυρα-Ευθαλία. Εκεί που κάθε φθινόπωρο οι παππούδες μας γέμιζαν το κάρο με αλεύρι και λάδι και σταφίδες και κρασί και τα πήγαιναν στα Μοναστήρια της περιοχής. Γιατί ήξεραν πως, αν το Μοναστήρι είναι καλά, θάναι καλά όλοι τους.

Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»! Εκεί που οι άνθρωποι τιμούσαν το στεφάνι τους. Εκεί που οι γυναίκες ύφαιναν χρυσά παπλώματα και σκέπαζαν τους αμαρτάνοντες. Εκεί που οι άνθρωποι είχαν κλειστά στόματα έως θανάτου και γι’ αυτό ευωδιάζαν τα οστά τους μετά θάνατον!

Εκεί που ζώντες και νεκροί είχαν στον ήλιο μοίρα. Είχανε πρόσφορο. Είχαν καντήλι. Είχαν σαρανταλείτουργα. Είχαν μερίδα στην Προσκομιδή…

Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»! Ήτανε διαπίστωση κι έγινε προτροπή!

Γιατί αργούμε τόσο; Τι περιμένουμε; Πόσους δεκαπεντάχρονους ναρκομανείς, πόσους ενήλικες ναυαγισμένους, πόσους νεκρούς ακόμα να θρηνήσουμε; Πόσους θανάτους να υποστούμε; Η όπισθεν, σωτήριος μονόδρομος πια!

Πριν φάμε κι άλλα ραδιενεργά απόβλητα του δυτικού πολιτισμού μας. Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»! Στον αέρα τον καθαρό, που μυρίζει λιβάνι….Στα νερά τα αγιασμένα από τα Θεοφάνεια…Στις πόρτες τις ασφαλισμένες με το σημείο του Σταυρού απ’ τη λαμπάδα της Ανάστασης.

Στις αναμμένες σόμπες της Εκκλησίας: στον παπα-Νικόλα τον Πλανά, στον παπα-Δημήτρη τον Γκαγκαστάθη, στον πατέρα Αθανάσιο τον Χαμακιώτη, στον πατέρα Ευσέβιο τον Ματθόπουλο, στον πατέρα Νικηφόρο τον λεπρό, στον πατέρα Σωφρόνιο, στον άγιο Άνθιμο της Χίου, στον άγιο Σάββα της Καλύμνου, στον γερο-Εφραίμ, στον γερο-Ιάκωβο, στον γερο-Παΐσιο, στον γερο-Πορφύριο.

Στης Μικρασιάτισσας γιαγιάς το εικονοστάσι, στα παλιά εικονίσματα του Χριστού και της Θεοτόκου. Στην Εκκλησία…

Εκεί που οι πατεράδες μας, ειρηνικοί και κοινωνημένοι, από το πετραχήλι του παπά περνούσαν στον Παράδεισο!

Πάμε ολοταχώς προς τα «Πίσω»!

Ήτανε διαπίστωση κι έγινε ευχή!

 

Μαρία Μουρζά, Δασκάλα, Αθήνα

Τίτλος βιβλίου ‘’Σὲ καιροὺς χαλεπούς’’

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ

 

 

 

 

 

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου