Σε αναζήτηση ελληνικότητος για το σήμερα και το αύριο; / Αρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος, B.A. Hist., Th.M., Ph.D.

Ενώ διανύουμε και ολοκληρώνουμε την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνος, στη σημερινή Ελλάδα παρατηρείται μία γενικευμένη και σε πολυεπίπεδη κρίση ηθική, ιδεολογική, κοινωνική και πνευματική παρακμή. Ο σύγχρονος ελληνισμός εμφανίζει μία διχασμένη ταυτότητα, υποφέρει από κρίση του εθνικού κράτους, σύγχιση εθνικής αυτοσυνειδησίας, έλλειμμα ιστορικής αυτογνωσίας και αβεβαιότητα για το μέλλον του ελληνισμού.

Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και μιας νεωτερικής αντιλήψεως, θα την χαρακτηρίζαμε ίσως και μετανεωτερική, μεταμοντέρνα, εμφανίζεται μία νέα ερμηνεία ελληνικότητας, που εκφράζεται από τους εκσυγχρονιστές υποστηρικτές της νέας παγκόσμιας τάξεως, που αναιρεί την ίδια την ταυτότητα και ουσία του ελληνισμού και επιδιώκει την αποϊδεολογικοποίηση και αποεθνοποίηση της  ελληνικής κοινωνίας. Οι κύριοι εκφραστές της είναι καθηγητές πανεπιστημίων, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αναλυτές όλοι τους σπουδασμένοι ή γεννημένοι στο εξωτερικό, και αποτελούν μία μικρή μειοψηφική ελίτ  αποεθνοποιημένη και ευρισκόμενη σε πλήρη αναντιστοιχία  με τον λαό.

Όλοι αυτοί προωθούν μία ελληνικότητα ουδέτερη, άχρωμη, που δεν στηρίζεται σε προγονικές αξίες, ρίζες, πολιτισμό, αλλά δέχεται με απλά λόγια πως όσοι κατοικούν στην ελληνική επικράτεια αυτομάτως πρέπει να θεωρούνται ΄΄Ελληνες΄΄, πολίτες και μη του κράτους, νόμιμοι ή παράνομοι μετανάστες. Όλοι αυτοί, ασχέτως του εάν έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία και έχουν αποδεχθεί βασικές αξίες του πολιτισμού της χώρας που τους φιλοξενεί, που μπορεί να αισθάνονται προσωρινοί και περαστικοί από την Ελλάδα, που αρνούνται να αποδεχθούν κοινά αποδεκτές αξίες και συμπεριφορές της ελληνικής κοινωνίας, σύμφωνα με αυτήν την εκσυγχρονιστική λογική που είναι σύμφωνη με ένα παγκόσμιο πολιτιστικό παγκοσμιοποιητικό μοντέλο, θεωρούνται πως μπορούν να ενταχθούν και να συνεισφέρουν με τις δικές τους ιδιαίτερες αξίες και εθνικές παραδόσεις των χωρών καταγωγής τους στην διαμόρφωση ενός νέου τύπου ΄΄ελληνικότητας΄΄΄, μεταμοντέρνας, μετα-εθνικής.

Σύμφωνα με τους κύκλους αυτούς, τα εθνικά κράτη θεωρούνται ξεπερασμένα και παρωχημένο μοντέλο κρατικής και εθνικής οργάνωσης των κοινωνιών, και οφείλουμε στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού να υπερβούμε τα παραδοσιακά και εθνικά χαρακτηριστικά και να εισέλθουμε σε μία κοινωνία ανεκτική, πολυεθνική, πολυπολιτισμική, όπου τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη και κάθε λογής μειοψηφίας θα είναι σεβαστά υπεράνω ακόμη και αυτών της πλειοψηφίας. Ο κάθε άνθρωπος εκλαμβάνεται ως άτομο, ως μονάδα, που υπάγεται σε μία παγκόσμια κοινότητα που κυριαρχούν οι  αρχές μίας διεθνοποιημένης άκρατης φιλελεύθερης κερδοσκοπικής οικονομίας και υπερτεχνολογίας.

Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή αυτού του μοντέλου σε διεθνές επίπεδο απέδειξαν πως περισσότερο αποτελεί μία μεταμοντέρνα φαντασιακή κατασκευή, και όπου εφαρμόσθηκε λειτούργησε αλλοτριωτικά και καταπιεστικά για κάθε άνθρωπο που θέλει να αισθάνεται ότι έχει ρίζες, καταγωγή, ότι είναι ενταγμένος κάπου. Με την λογική αυτή η ανθρώπινη προσωπικότητα και αυτοσυνειδησία σε εθνικό και προσωπικό επίπεδο παραχωρεί την θέση της σε άτομα, οικονομικές και παραγωγικές μονάδες, ανά πάσα εκμεταλλεύσεις και ελεγχόμενες από ευρύτερες υπερεθνικές εξουσίες και παγκόσμια κέντρα λήψης αποφάσεων. Και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για ανθρώπους και κοινωνίες. Η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, η παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση από τραπεζίτες και πολυεθνικές εταιρείες αυτό ακριβώς επιδιώκει, να διαμορφώσει άτομα χωρίς ρίζες, χωρίς ιδιαίτερο πολιτισμό, χωρίς θρησκεία και εθνική ταυτότητα, για να καταστεί εύκολο υποχείριο εκμετάλλευσης και μετακινούμενων πληθυσμών σε μία παγκόσμια μεταναστευτική κίνηση που ξερριζώνει λαούς από τις πατρίδες τους, προωθεί την εκμετάλλευση εξαθλιωμένων και δυστυχισμένων μεταναστών και προσφύγων σε ένα πρωτοφανές ανακάτεμα λαών και πληθυσμών.

Εάν εξετάσουμε την εμπειρία δεκαετιών σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Βρετανία, Βέλγιο, Γερμανία, Ολλανδία) και της Βορείου Αμερικής (Η.Π.Α., Καναδάς) θα δούμε ότι όπου εφαρμόσθηκε το πολυπολισμικό μοντέλο, απέτυχε. Οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες προσαρμογής στις χώρες φιλοξενίας, και παρ’ όλα τα κίνητρα και τις ευεργετικές ρυθμίσεις υπέρ αυτών, αντί να ενταχθούν ομαλά στις κυρίαρχες πολιτισμικές κοινωνίες των κατά τόπους κρατών, αυτοί δημιούργησαν αυτόνομους και αυτοαπομονωμένους θύλακες, γκέτο μεταναστών, δικές τους παράλληλες μικροκοινωνίες που αναπτύσσονται παράλληλα, ανεξάρτητα και πολλές φορές ανταγωνιστικά προς τις κατά τόπους κυρίαρχες εθνικές και πολιτισμικές αξίες. Συχνά είναι τα φαινόμενα  βιαίων εξεγέρσεων και συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων μεταναστευτικών ομάδων σε υποβαθμισμένες συνοικίες γκέτο (βλ. Γαλλία, Βρετανία), ενώ πολλοί μετανάστες ιδίως μουσουλμάνοι παραμένουν προσκολλημένοι στις εθνικές και θρησκευτικές τους παραδόσεις αρνούμενοι πεισματικά να ενταχθούν ή να αφομοιωθούν, και πολλές αναπτύσσουν συμπεριφορές εχθρικές και απορριπτικές των κοινωνιών που τους υποδέχθησαν. Για παράδειγμα, σε Γαλλία, Βρετανία, Ολλανδία, Βέλγιο,  έρευνες έδειξαν ότι οι μουσουλμάνοι μετανάστες πρώτον θεωρούν εαυτούς ως μουσουλμάνους και λιγότερο Βρετανούς, Γάλλους κ.ο.κ. και εκφράζουν ακραίες φονταμενταλιστικές ισλαμικές θέσεις που φθάνουν μέχρι την διάπραξη τρομοκρατικών επιθέσεων.

Επειδή τα τελευταία χρόνια και η ελληνική κοινωνία βιώνει μία παρόμοια εμπειρία, μία αιφνιδιαστική και ραγδαία αλλαγή και πληθυσμιακή αλλοίωση από την είσοδο στην χώρα εκατομμυρίων ξένων μεταναστών, αρχίζουν να εμφανίζονται παρόμοια προβλήματα όπως αυτά που περιγράψαμε προηγουμένως.  Το ζητούμενο για τον ελληνισμό σήμερα είναι κατά πόσον έχει ισχυρή εθνική ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, κατά πόσον οι πολιτισμικές αξίες του ελληνισμού έχουν σήμερα τέτοιον δυναμισμό ώστε να μπορέσουν να εντάξουν ομαλά όλες αυτές τις μεταναστευτικές κοινότητες, διασφαλίζοντάς τους αξιοπρεπή διαβίωση, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, και παράλληλα να τις αφομοιώσουν στον ελληνικό πολιτισμό. Επειδή δυστυχώς σήμερα ο ελληνισμός διέρχεται περίοδο παρακμής δεν διαθέτει ούτε δυναμισμό ούτε κρατική βούληση για κάτι τέτοιο και πολύ πιθανώς σε μία δύο δεκαετίες ο ελλαδικός χώρος να κατοικείται όχι από Έλληνες αλλά από ελληνοφώνους πολίτες με διαφορετικές εθνικές καταγωγές και παραδόσεις, ξένες και ασύμβατες προς την ελληνική ταυτότητα.

Για να επανέλθουμε στο μετανεωτερικό και μετά- εθνικό μοντέλο το οποίο με πολύ έντονο τρόπο επιχειρήθηκε να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1990 έως σήμερα από εκσυγχρονιστές πολιτικούς (βλ. κυβέρνηση Σημίτη), μέρος της φιλελεύθερης δεξιάς και της αριστεράς των ακτιβιστικών κινημάτων, οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του θα είναι τεράστιες και ανατρεπτικές των όσων θεωρούμε ως στοιχείων που συνθέτουν την ελληνικότητά μας. Για παράδειγμα, συνεχώς επανέρχονται στο προσκήνιο του δημοσίου λόγου προτάσεις όπως  κατάργηση εθνικών παρελάσεων και εορτών, δημοσίων λατρευτικών εκδηλώσεων (λ.χ. λιτανείες, ορκωμοσίες, κατάργηση προστατών αγίων από τον στρατό, κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, απομάκρυνση θρησκευτικών συμβόλων, εικόνων και σταυρών από δημόσια κτίρια και υπηρεσίες, αλλαγή της ελληνικής σημαίας διότι έχει τον σταυρό και κάποιοι ενοχλούνται (!), αλλαγή του περιεχομένου της εκπαίδευσης με υποβάθμιση και περιορισμό των ωρών διδασκαλίας ελληνικών και ιστορίας, αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας και της συλλογικής εθνικής μνήμης με την κατά παραγγελίαν συγγραφή ιστορικών βιβλίων από ανιστόρήτους συγγραφείς και φθηνούς προπαγανδιστές της νεοταξικής παγκοσμιοποίησης (βλ. βιβλίο ΣΤ΄ Δημοτικού της κ. Ρεπούση) και ποιος ξέρει τι άλλο θα ακούσουμε και θα δούμε στο μέλλον…

Ειδικότερα υπάρχει ενδιαφέρον και σχεδιασμός από πανεπιστημιακούς και μη καθηγητές, αναθεωρητές της ιστορίας, νέους και μετανεωτερικούς ιστορικούς, κοσμοπολίτες και εθνομηδενιστές διανοουμένους, που μέσα από τα κείμενά τους επιχειρούν να αποδομήσουν την εθνική ταυτότητα και να αμφισβητήσουν την αδιάσπαστη ιστορική διαχρονική συνέχεια και παρουσία του ελληνικού έθνους. Σύμφωνα με αυτούς τους ιστορικούς δεν υπήρχε ελληνικό έθνος πριν τον 18ο αι., και μόλις μετά την δημιουργία του ελλαδικού κράτους το 1829 άρχισε να διαμορφώνεται τεχνητά από την επίσημη κρατική ιδεολογία μία κατασκευασμένη εθνική ελληνική ταυτότητα για να εντάξει διαφορετικές φυλετικές ομάδες, λαούς, γλωσσικές και εθνικές μειονότητες, σε ένα ομοιογενές εθνικό κράτος. Όπως καταλαβαίνετε σε αυτό το σχήμα δεν υπάρχει χώρος για την αρχαία Ελλάδα (οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν καμία σχέση πνευματική ή φυλετική καταγωγή με τους αρχαίους Έλληνες ! το Βυζάντιο δεν είναι ελληνικό αλλά μια μεσαιωνική σκοταδιστική πολυεθνική αυτοκρατορία, και οι εθνικοί μας ιστοριογράφοι , όπως ο Κων. Παπαρρηγόπουλος, θεωρούνται ΄΄εθνικιστές΄΄ ! Όπως κάθε λογικός άνθρωπος με βασικές γνώσεις ιστορίας, αυτή η θεωρία είναι αντιεπιστημονική, αβάσιμη, ανθελληνική, ΄΄τραβηγμένη από τα μαλλιά΄΄, και όμως διδάσκεται σε ελληνικά πανεπιστήμια από συγκεκριμένους καθηγητές παρόμοιων αντιλήψεων που επιχειρούν να βιάσουν την εθνική ταυτότητα και να διαστρέψουν κάθε ίχνος ελληνικότητας.

Ως αντίδραση σε αυτήν την απροκάλυπτα συντονισμένη πανταχόθεν προσπάθεια αποδομήσεως της εθνικής ταυτότητας και κάθε είδους ελληνικής αυτοσυνειδησίας εμφανίσθηκαν δύο ξεχωριστά και εν μέρει άνευ ουσιαστικής βάσεως αντιτιθέμενα μεταξύ τους, ρεύματα εθνικής αυτογνωσίας και υπερασπίσεως της ελληνικότητας, οι νέο-ρωμιοί, και οι νεοπαγανιστές αρχαιολάτρες.

Η πρώτη τάση των νέο-ρωμιών, με κύριους εκφραστές της τους ορθοδόξεις ιερείς και πανεπιστημιακούς καθηγητές π. Ιω. Ρωμανίδη και π.Γ. Μεταλληνό, και ανθρώπους από τον χώρο της Εκκλησίας, όχι κατ’ ανάγκην κληρικούς, όπως ο πολιτικός επιστήμων και αρθρογράφος Κων. Χολέβας, που συνδέουν την ελληνικότητα με την ελληνορθοδοξία και το ιδανικό της ΄΄Ρωμιοσύνης΄΄, που ανατρέχει ιστορικά στο Βυζάντιο, την μεγάλη ανατολική ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία, προσβλέπει στην Βασιλεύουσα Κων/πολη ως πνευματική πρωτεύουσα ενός οικουμενικού ελληνισμού που συμπεριλαμβάνει τις ανθρωπιστικές αξίες της αρχαίας Ελλάδας, τις συνδυάζει με την ορθόδοξο πίστη, και έχει τάσεις ησυχαστικές, μυστικιστικές, και σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο εμφανίζεται αντιδυτικό, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, και θα επιθυμούσε μία πιο στενή συνεργασία μεταξύ των ορθοδόξων λαών και κρατών, με μία πιθανή συγκρότηση ενός διαβαλκανικού ορθοδόξου τόξου με την συμμετοχή της Ρωσίας. Σε αυτήν την εκδοχή μιας οικουμενικής ελληνικότητας μπορούν εύκολα να ενταχθούν οι ορθόδοξοι Σλάβοι και οι Αραβοορθόδοξοι.

Στο ίδιο ευρύτερο ρεύμα θα μπορούσαμε να εντάξουμε και όσους επιθυμούν ένα ισχυρό εθνικό κράτος με σαφή προσανατολισμό προς την ΄΄καθ΄ημάς Ανατολή΄΄, με ταυτόχρονα αντιδυτικά και αντιτουρκικά χαρακτηριστικά και αντιστρατεύονται την νέα τάση νέο-οθωμανισμού που θέλει να εντάξει την Ελλάδα ως υποτελές δορυφόρο κράτος στην σφαίρα οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Τουρκίας . Κύριοι εκφραστές αυτής της τάσης ελληνικότητας είναι άνθρωποι  προοδευτικοί και αριστεροί όπως ο ιστορικός και κοινωνικός αναλυτής και αρθρογράφος Γ. Καραμπελιάς, ο καθηγητής στο Πάντειο Νεοκλής Σαρρής κ.ά.

Στον αντίποδα αυτής της ελληνικότητας βρίσκονται οι εκφραστές του νεοπαγανισμού και ομάδων αρχαιολατρών και ελληνοκεντρικών, μέσα από περιοδικά και εκδόσεις βιβλίων που ασχολούνται με την μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ( όχι πάντοτε με την απαραίτητη σοβαρότητα και επιστημονική αντικειμενικότητα) . Η τάση αυτή έχει τις πνευματικές της αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και υποστηρίζει ότι σήμερα υπάρχει ανάγκη επανελλήνισης με την επάνοδο στην αρχαία θρησκεία, το δωδεκάθεο και τις πανανθρώπινες οικουμενικές αξίες του κλασσικού ελληνισμού. Στα πλαίσια αυτής της ερμηνείας της ελληνικότητας θεωρείται ότι πρέπει η εθνική ταυτότητα να καθαρθεί από ΄΄ξένα στοιχεία΄΄, όπως την χριστιανική πίστη που χαρακτηρίζεται απαξιωτικά ως ιουδαιοχριστιανισμός, και από την κληρονομιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας που εκλαμβάνεται ως εχθρική και επιβλαβής για τις αξίες του ελληνισμού. Μία τέτοια αντίληψη όμως περιορίζει και στενεύει τα όρια της ελληνικότητας, αφήνει έξω από την ελληνική διαχρονία το Βυζάντιο, διατηρεί όμως στοιχεία μίας εν δυνάμει οικουμενικότητας καθώς σε αυτήν την προσέγγιση της ταυτότητας των Ελλήνων μπορούν να ενταχθούν θεωρητικά και οι φιλέλληνες κλασσικιστές και ελληνιστές του εξωτερικού που μελετούν την αρχαία Ελλάδα. Ωστόσο, στα κείμενά τους διαπιστώνεται μία έκδηλη αντιπάθεια και εχθρότητα προς κάθε τι χριστιανικό που αγγίζει τα όρια της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού, στοιχείων ολοσδιόλου ξένα προς το ελληνικό πνεύμα.

Η προσωπική τοποθέτηση του γράφοντος, όπως αυτή προκύπτει από την μελέτη της ελληνικής ιστορίας στην καθολική της διαχρονία είναι ότι στην σημερινή εποχή την τόσο δύσκολη για τον ελληνισμό, σε μία φάση παρακμής και εθνικής σύγχισης, οφείλουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του ελληνισμού στις διάφορες ιστορικές περιόδους, και να αξιοποιήσουμε την πολύτιμη παρακαταθήκη του παρελθόντος αξιοποιώντας την για το παρόν και το μέλλον. Επειδή ο ελληνισμός κατά το παρελθόν έχει πληρώσει πολύ ακριβά τους εθνικούς διχασμούς και τις λογικούς που διχοτομούν και διασπούν την ενιαία ταυτότητα της ελληνικότητας, έχει διαιρεθεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις και έχει οδηγηθεί σε καταστροφές, σήμερα δεν έχουμε αυτήν την ΄΄πολυτέλεια΄΄ να παραμένουμε χωρισμένοι. Όλα τα στοιχεία της ελληνικότητάς μας είναι πολύτιμα, όλες οι ιστορικές περίοδοι ανήκουν στους Έλληνες και δεν εκχωρούμε καμία από αυτές σε ξένους ούτε τις απαρνιόμαστε.

1 Σχόλιο
  1. […] Αρχιμ. Κύριλλος Κεφαλόπουλος, B.A. Hist., Th.M., Ph.D. – 10/07/2024 – ΤΟ ΡΩΜΑΙΙΚΟ […]

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου