Ὁ ὅσιος Παΐσιος καί οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος

Δι­ή­γη­ση Ἀρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου Καν­σί­ζο­γλου: α΄. «Ἔ­γρα­ψα τίς πα­ρα­κά­τω σει­ρές κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ή σέ σε­βα­στούς πνευ­μα­τι­κούς πα­τέ­ρες, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὡς ὀ­φει­λό­με­νη εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τό πρό­σω­πο τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, πού κα­τά τά χρό­νια τῆς φοι­τή­σε­ώς μας στήν ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει ἱ­στο­ρι­κή Ἀ­θω­νιά­δα Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἀ­κα­δη­μί­α στά­θη­κε μέ τόν τρό­πο του ἕ­νας ἀ­πό τούς βα­σι­κούς πα­ρά­γον­τες πού στή­ρι­ζαν τήν πνευ­μα­τι­κή πο­ρεί­α τῶν μα­θη­τῶν τῆς Σχο­λῆς μας. Δέν κα­τα­γρά­φω εἰ­δι­κά δι­κές μου προ­σω­πι­κές μνῆ­μες καί ἐμ­πει­ρί­ες. Καί τοῦ­το, δι­ό­τι οἱ εἰ­δι­κά προ­σω­πι­κές ἀ­να­μνή­σεις δέν εἶ­ναι πάν­το­τε δη­μο­σι­εύ­σι­μες καί ἐ­πι­πλέ­ον, δι­ό­τι αἰ­σθά­νο­μαι καί κά­ποι­α ἐ­νο­χή πού ὁ ἴ­διος δέν ἀ­ξι­ο­ποί­η­σα ὅ­πως θά ἤ­θε­λε ὁ κα­λός Θε­ός μας, τήν εὐ­λο­γί­α νά βρι­σκώ­μα­στε ὡς μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς κον­τά σέ αὐ­τόν τόν με­γά­λο Ἅ­γιο τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Ὡ­στό­σο, θά προ­σπα­θή­σω νά ἀ­πο­τυ­πώ­σω με­ρι­κές πτυ­χές τῆς πνευ­μα­τι­κῆς βο­ή­θειας πού εἶ­χαν οἱ μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς μας σχε­δόν μέ­χρι καί τήν κοί­μη­ση τοῦ Ὁ­σί­ου, τό 1994. Εἶ­μαι σχε­δόν σί­γου­ρος ὅ­τι ὅ­σα θά ἀ­κο­λου­θή­σουν, θά συμ­φω­νοῦ­σαν νά τά ὑ­πο­γρά­ψουν πλεῖ­στοι ὅ­σοι ἄλ­λοι συμ­μα­θη­τές μου πού φοί­τη­σαν στή Σχο­λή γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια, δη­λα­δή Γυ­μνά­σιο καί Λύ­κει­ο (ἐ­νῶ ἐ­γώ φοί­τη­σα πρός τό τέ­λος τοῦ Λυ­κεί­ου) καί ὅ­λοι οἱ ἀ­νά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ὁ­μο­γά­λα­κτοι συ­σπου­δα­στές μου, στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή μας τρο­φό τήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή.

β΄. »Γρά­φτη­κα στήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή τή σχο­λι­κή χρο­νιά 1987–1988. Ὅ­ταν βρέ­θη­κα γιά πρώ­τη φο­ρά στό πε­ρι­βάλ­λον τῆς Σχο­λῆς, πί­στε­ψα πραγ­μα­τι­κά πώς ἡ Ἀ­θω­νιά­δα εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο σχο­λεῖ­ο σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο. Πε­ποί­θη­ση πού δι­α­τη­ρῶ μέ­χρι σή­με­ρα, γιά τά χρό­νια βέ­βαι­α ἐ­κεί­νου τοῦ και­ροῦ. Τήν ἄ­πο­ψη, πε­ποί­θη­ση αὐ­τή συ­νύ­φα­ναν πολ­λοί πα­ρά­γον­τες. Ἐν πρώ­τοις τό χι­λι­ο­ευ­λο­γη­μέ­νο ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κο πε­ρι­βάλ­λον (δέν χορ­ταί­νω νά λέ­ω αὐ­τές τίς λέ­ξεις τίς γλυ­κύ­τε­ρες “ὑ­πὲρ μέ­λι καὶ κη­ρί­ον”), τό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας, στήν καρ­διά τοῦ ὁ­ποί­ου ὡ­σάν μι­κρή ζε­στή φω­λί­τσα νε­οσ­σῶν ἐ­πή­γνυ­το ἡ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νη μας Σχο­λή. Κα­τό­πιν ὁ σο­φό­τα­τος, δι­α­κρι­τι­κός καί κα­λο­γε­ρι­κό­τα­τος Σχο­λάρ­χης μας, ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Ρο­δο­στό­λου Χρυ­σό­στο­μος, οἱ κα­λοί μας κα­θη­γη­τές, οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Νι­κη­φό­ρος, Ἀ­βρα­άμ, Με­λέ­τιος, Νε­κτά­ριος, Πα­ΐ­σιος (ὁ ἐγ­γύ­τε­ρος μα­θη­τής τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου), ὁ μο­να­χός Νι­κό­δη­μος, ὁ χα­ρι­σμα­τοῦ­χος μου­σι­κός καί ἁ­γι­ο­γρά­φος γέ­ρων Με­λέ­τιος Συ­κε­ώ­της καί οἱ εὐ­λα­βεῖς λα­ϊ­κοί κα­θη­γη­τές φι­λό­λο­γοι Β. Βε­νε­τά­κης καί Θ. Τσι­ρώ­νης. Σο­βα­ρό­τα­τη πα­ρου­σί­α πνευ­μα­τι­κῆς ἐγ­γύ­η­σης τῆς πο­ρεί­ας μας, ὁ Πνευ­μα­τι­κός μας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­σα­άκ, πού δι­ο­ρί­στη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα ὡς Πνευ­μα­τι­κός τῆς Σχο­λῆς μας.

γ΄. »Θυ­μᾶ­μαι, λοι­πόν, πώς ὅ­ταν πρω­το­πῆ­γα στή Σχο­λή (ἕ­ως τό­τε δέν εἶ­χα ἀ­κού­σει κἄν τό ὄ­νο­μα τοῦ Γέ­ρον­τος καί νῦν ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου), ὅ­λοι οἱ συμ­μα­θη­τές μου πο­λύ συ­χνά ἀ­να­φέ­ρον­ταν στό πρό­σω­πο τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου: “Τό Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο θά πᾶ­με στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο τόν ἀ­σκη­τή”, “Θέ­λω νά ζη­τή­σω εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν ἅ­γιο Σχο­λάρ­χη νά πά­ω στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο”, “Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­πε αὐ­τό, ἐ­κεῖ­νο, τό ἄλ­λο…”. Τά παι­διά στά σχο­λεῖ­α στόν κό­σμο, πε­ρί­με­ναν τό Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο γιά νά “τό ρί­ξουν ἔ­ξω”, νά δι­α­σκε­δά­σουν στά μα­γα­ζιά μέ τά ἠ­λε­κτρο­νι­κά παι­χνί­δια, στίς κα­φε­τέ­ρι­ες καί στίς ντι­σκο­τέκ ἐ­κεί­νου τοῦ και­ροῦ, ἐ­νῶ οἱ συμ­μα­θη­τές μου πε­ρί­με­ναν τήν Πα­ρα­σκευ­ή με­τά τά μα­θή­μα­τα νά τρέ­ξουν στόν Γέ­ρον­τα καί νά μή στα­μα­τοῦν νά ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν γιά ὅ­λο τό τρι­ή­με­ρο (ΠΣΚ ὅ­πως λέ­νε σή­με­ρα) στόν ἐ­λεύ­θε­ρό τους χρό­νο στήν “Πα­να­γού­δα”. Ἡ “Πα­να­γού­δα” τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου εἶ­χε γί­νει γιά χρό­νια πολ­λά ἡ δεύ­τε­ρη ζε­στή, ζε­στό­τε­ρη φω­λί­τσα γιά τούς συμ­μα­θη­τές μου, ἀ­πό τούς μι­κρούς τῆς Α΄ Γυ­μνα­σί­ου μέ­χρι καί τούς με­γα­λύ­τε­ρους τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου. Πά­ρα πολ­λοί ἀ­πό τούς μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς μας προ­ερ­χό­μα­σταν ἀ­πό φτω­χές, πο­λύ­τε­κνες, ὑ­περ­πο­λύ­τε­κνες, ὀρ­φα­νές ἤ καί μέ ἄλ­λα ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τα οἰ­κο­γέ­νει­ες. Ἴ­σως δέν θά ἀ­στο­χοῦ­σα, ἄν ἔ­λε­γα “φτω­χά κυ­νη­γη­μέ­να που­λά­κια” ἀ­πό τό πο­λύ­βου­ο, σκλη­ρό, ἄ­δι­κο καί δί­χως ὑ­γι­ῆ πνευ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό κό­σμο. “Εὐ­λο­γη­τὸς Κύ­ριος, ὅς οὐκ ἔ­δω­κεν ἡ­μᾶς εἰς θή­ραν τοῖς ὀ­δοῦ­σιν αὐ­τῶν”. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος γιά αὐ­τά τά φο­βι­σμέ­να που­λά­κια πῆ­ρε τό ρό­λο πα­τέ­ρα, μη­τέ­ρας, ὁ­δη­γοῦ, συμ­πα­ρα­στά­τη. Στά­θη­κε τό στι­βα­ρό στή­ριγ­μα γιά πά­ρα πολ­λούς ἀ­πό ἐ­μᾶς πού τό θέ­λα­με. Τά πα­ρα­πά­νω τά κα­τα­λα­βαί­νουν μέ συ­ναί­σθη­ση ὅ­σοι ἔ­μει­ναν γιά λι­γό­τε­ρο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρο δί­χως πα­τρι­κή ἀ­σφά­λεια, δί­χως μη­τρι­κή στορ­γή, δί­χως πνευ­μα­τι­κό στή­ριγ­μα. Τό­τε βλέ­πα­με τούς γο­νεῖς μας Χρι­στού­γεν­να, Πά­σχα καί κα­λο­καί­ρι. Με­ρι­κοί οὔ­τε καί τό­τε, δι­ό­τι ἦ­ταν ἑλ­λη­νό­που­λα ἀ­πό τήν Αὐ­στρα­λί­α, τή Γερ­μα­νί­α καί ἀ­πό μι­κρά καί φτω­χά ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να ἑλ­λη­νι­κά νη­σιά. Πολ­λοί στά σπί­τια τους δέν εἶ­χαν καί τη­λέ­φω­νο. Τά κα­ρα­βά­κια τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ἔμ­παι­ναν καί ἔ­βγαι­ναν μό­νο μί­α φο­ρά τή μέ­ρα καί ἡ θά­λασ­σα συ­χνά ἄ­γρια. Οἱ μα­θη­τές τῆς Ἀ­θω­νιά­δος ὁ­σά­κις τά σκέ­πτον­ται, τά ὑ­πο­γρά­φουν μέ δά­κρυ­α συγ­κί­νη­σης καί εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Σέ φτω­χούς συμ­μα­θη­τές μας, ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­δι­νε ὅ,τι εἶ­χε: χρή­μα­τα, πα­πού­τσια, ροῦ­χα, γλυ­κά. Τό­τε μᾶς λεί­πα­νε καί τά ἐ­κτι­μού­σα­με. Ἐ­κτι­μού­σα­με μί­α φα­νέλ­λα ἄς ἦ­ταν καί με­γα­λύ­τε­ρη στό νού­με­ρο, ἕ­να ζευ­γά­ρι πα­πού­τσια ἄς ἦ­ταν κα­λο­γε­ρι­κά, μιά ζα­κέ­τα ἄς ἦ­ταν μαύ­ρη, ἕ­να σο­κο­λα­τά­κι κι ἄς ἦ­ταν λυ­ω­μέ­νο ἀ­πό τόν ἥ­λιο. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μᾶς χρει­α­ζό­ταν ἀ­γά­πη, στορ­γή, ἀ­σφά­λεια, προ­σα­να­το­λι­σμός καί ἐ­νῶ βέ­βαι­α χρει­α­ζό­μα­σταν καί πα­πού­τσια καί ροῦ­χα καί κά­να γλυ­κό πού μᾶς ἐ­φο­δί­α­ζε ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας, μέ­σα ἀ­πό αὐ­τά θη­λά­ζα­με τήν πνευ­μα­τι­κή του ἀ­γά­πη καί τή βα­θύ­τα­τη δί­ψα νά ἔ­χου­με ἄν­θρω­πο νά μᾶς δεί­χνη τό δρό­μο στό λα­βύ­ριν­θο τῆς ζω­ῆς πού ἀ­δυ­σώ­πη­τα πρό­βα­λε μπρο­στά μας.

δ’. »Κά­ποι­α φο­ρά, πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κα, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να με­γά­λο κου­τί πέν­τε κι­λῶν στα­φί­δες γιά νά τίς μοι­ρά­σω στούς συμ­μα­θη­τές μου στή Σχο­λή. Αὐ­τός, γιά νά ἔ­τρω­γε αὐ­τές τίς στα­φί­δες θά ἤ­θε­λε δέ­κα χρό­νια. Στά ση­με­ρι­νά παι­διά αὐ­τό δέν εἶ­ναι κά­τι σπου­δαῖ­ο. Εἴ­μα­στε ἀ­κό­μη (…) σέ πε­ρί­ο­δο πλη­σμο­νῆς καί πλη­θω­ρι­σμοῦ σέ ὅ­λα καί δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­κτι­μή­σου­με τά μι­κρά καί τα­πει­νά, πού ὅ­μως κρύ­βουν μέ­σα τους ὑ­γεί­α ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος. Φυ­σι­κά, δέν ἦ­ταν τό­τε οἱ στα­φί­δες πού μᾶς ἔ­κα­ναν εὐ­τυ­χι­σμέ­νους, ἀλ­λά ἡ σκέ­ψη πώς ἕ­νας ἅ­γιος ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ μᾶς σκέ­πτε­ται, μᾶς ἀ­γα­πά­ει, τόν ἔ­χου­με δί­πλα μας νά μᾶς εὔ­χε­ται καί νά μᾶς χαι­ρε­τά­η στέλ­νον­τας τό μή­νυ­μά του ἀ­κό­μη καί μέ λί­γες στα­φί­δες. Ἄλ­λη φο­ρά, ἦρ­θε ἕ­νας προ­σκυ­νη­τής στή Σχο­λή καί μέ ἔ­ψα­ξε. Ἔ­φευ­γε ἀ­πό τήν “Πα­να­γού­δα” καί τόν ἔ­στει­λε ὁ Γέ­ρον­τας. Ὅ­ταν πῆ­γα, μοῦ ἔ­δω­σε μί­α τε­ρά­στια σακ­κού­λα, λέ­γον­τάς μου πώς τήν στέλ­νει ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος γιά μέ­να. Τήν ἄ­νοι­ξα καί εἶ­χε μέ­σα ἕ­να ση­μεί­ω­μα πι­α­σμέ­νο μέ μί­α χον­τρή πα­ρα­μά­να πού ἔ­γρα­φε: “Μέ αὐ­τά νά οἰ­κο­νο­μή­σης τά παι­διά” καί ἀ­πό κά­τω τήν ὑ­πο­γρα­φή του: “Μο­να­χός Πα­ΐ­σιος”. Ἡ σακ­κού­λα εἶ­χε σο­κο­λά­τες, πα­στέ­λια, λου­κού­μια, κα­ρα­μέλ­λες, δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα γλυ­κί­σμα­τα. Τά μοί­ρα­σα στούς συμ­μα­θη­τές μου, ὅ­πως μοῦ ἔ­γρα­ψε, κι ἐ­γώ κρά­τη­σα τό κα­λύ­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα πού τό δι­α­τη­ρῶ ἕ­ως σή­με­ρα, τό χαρ­τά­κι μέ τό ση­μεί­ω­μα καί τήν ὑ­πο­γρα­φή του! Ὅ­ποι­ος δι­α­βά­ζει αὐ­τά, σί­γου­ρα κα­τα­λα­βαί­νει πώς ἡ γλύ­κα δέν προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τίς σο­κο­λά­τες καί τά λου­κού­μια, ἀλ­λά ἀ­πό τή γλυ­κιά ἀ­γά­πη τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος, πού τό­σο πο­λύ εἴ­χα­με ἀ­νάγ­κη ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό καί συ­νε­χί­ζου­με, ἄν καί με­γα­λώ­σα­με πιά, νά ἔ­χου­με καί τώ­ρα… Μιά φο­ρά, πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κα, μι­λοῦ­σε μέ ἕ­ναν κύ­ριο γύ­ρω στά 50 χρο­νῶν. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή τόν ἀ­πο­χαι­ρε­τοῦ­σε. Ἐ­κεῖ­νος ὁ κύ­ριος φεύ­γον­τας, τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ὀγ­κῶ­δες κου­τί. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε, μοῦ λέ­ει: “Τόν ξέ­ρεις αὐ­τόν;”, λέ­ω: “Ὄ­χι, Γέ­ρον­τα”. “Εἶ­ναι ὁ τρα­γου­δι­στής Γ. Κοι­νού­σης”. Ἐ­γώ τόν εἶ­χα λί­γο ἀ­κου­στά, σάν ὄ­νο­μα μο­νά­χα. Λέ­ει ὁ Γέ­ρον­τας, δεί­χνον­τας τό κου­τί καί γε­λών­τας παι­δι­κά, ξε­καρ­δι­στι­κά καί πα­νέ­μορ­φα: “Μοῦ ἔ­φε­ρε δῶ­ρο αὐ­τό τό ρα­δι­ο­κασ­σε­τό­φω­νο· νά τό πά­ρε­τε στή Σχο­λή γιά νά ἀ­κοῦ­τε μό­νο Βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή”. Θυ­μᾶ­μαι, τό­νι­σε: “Μό­νο Βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή”. Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τά πάν­τα πού ἀ­φο­ροῦ­σαν στήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­σή μας καί στήν προ­φύ­λα­ξή μας ἀ­πό ὕ­που­λους κιν­δύ­νους.

ε΄. »”Ἅ­γι­ε Σχο­λάρ­χα, ἔ­χω εὐ­λο­γί­α νά πά­ω στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο τόν ἀ­σκη­τή;”. Ὅ­πως εἴ­πα­με καί πα­ρα­πά­νω, ἀ­πό Πα­ρα­σκευ­ή ἀ­πό­γευ­μα μέ­χρι Κυ­ρια­κή τό με­ση­μέ­ρι, αὐ­τή ἡ αἴ­τη­ση ἀ­κου­γό­ταν στούς δι­α­δρό­μους τῆς Σχο­λῆς, ὅ­που μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά συ­ναν­τή­ση τόν κα­λό μας Σχο­λάρ­χη. Τό­τε γιά θέρ­μαν­ση στή Σχο­λή καί­γα­με κά­τι τε­ρά­στιους κορ­μούς καυ­σό­ξυ­λα πού ἦ­ταν στι­βαγ­μέ­νοι 50 μέ­τρα ἔ­ξω ἀ­πό τή Σχο­λή καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­πρε­πε νά με­τα­φερ­θοῦν στούς λέ­βη­τες στό ὑ­πό­γει­ο. Ὁ Σχο­λάρ­χης γιά νά μᾶς ἐκ­παι­δεύ­ση σω­μα­τι­κά καί πνευ­μα­τι­κά, ἔ­λε­γε: “Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α, ἀλ­λά ἀ­φοῦ κου­βα­λή­σης τρί­α κα­ρό­τσια ξύ­λα στούς λέ­βη­τες”. Θυ­μᾶ­μαι, μέ πό­ση προ­θυ­μί­α ἔ­σπευ­δαν, σχε­δόν πε­τοῦ­σαν τά παι­διά νά κου­βα­λή­σουν τά ξύ­λα γιά νά “πε­τά­ξουν” στήν “Πα­να­γού­δα”, στό Κελ­λί τοῦ Γέ­ρον­τος, νά πά­ρουν τήν εὐ­χή καί νά ἀ­κού­σουν τά γλυ­κύ­τα­τα λό­για του, τά ἁ­γνό­τα­τα καί δι­δα­κτι­κά ἀ­στεῖ­α του καί νά με­τα­λά­βουν τήν πο­λύ­τι­μη ἀ­γά­πη του.

ς΄. »Πό­σες φο­ρές, ἄλ­λο­τε μέ χι­ό­νια καί μέ βρο­χές, ἄλ­λο­τε μέ γλυ­κό και­ρό ἤ μέ ἥ­λιο καυ­τε­ρό, τά συ­χνά τρύ­πια πα­πού­τσια τῶν μα­θη­τῶν τῆς Σχο­λῆς δέν ὄρ­γω­ναν καί ἴ­σια­ζαν ἐ­κεῖ­νο τό μο­νο­πά­τι πού ὁ­δη­γοῦ­σε στήν “Πα­να­γού­δα” τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, γιά νά φθά­σουν ἐ­κεῖ καί νά σπεί­ρη στίς νε­α­νι­κές τους ψυ­χές ὁ ὅ­σιος ἀ­σκη­τής τό πνευ­μα­τι­κό σι­τά­ρι πού θά γι­νό­ταν κα­τό­πιν γιά μᾶς ὁ πνευ­μα­τι­κός ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς μας. Εἶ­δα συμ­μα­θη­τές μου χα­ρού­με­νους νά τρέ­χουν νά τοῦ ποῦν κά­τι χα­ρού­με­νο πού τούς συ­νέ­βη. Σέ ποι­όν νά τό ἔ­λε­γαν κα­λύ­τε­ρα; Τό ἴ­διο ἔ­κα­να κι ἐ­γώ ὅ­ταν πέ­ρα­σα στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή. Ἔ­τρε­ξα –ἄν καί σου­ρού­πω­νε ἤ­δη– νά τό πῶ στόν Γέ­ρον­τα. Ἤ­θε­λα νά εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού θά τό μά­θαι­νε. Θυ­μᾶ­μαι, πώς μέ φί­λη­σε πολ­λές φο­ρές καί μοῦ εἶ­πε: “Εἶ­ναι τό πρῶ­το εὐ­χά­ρι­στο πράγ­μα πού ἄ­κου­σα σή­με­ρα”. Εἶ­δα ὅ­μως καί συμ­μα­θη­τές μου μέ δά­κρυ­α στά μά­τια νά τρέ­χουν νά τοῦ ποῦν γιά κά­ποι­α στε­νο­χώ­ρια τους, κά­ποι­ο πει­ρα­σμό τους, κά­ποι­ο φό­βο τους, κά­ποι­α δο­κι­μα­σί­α τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους. Ὅ­λοι φεύ­γαν ἀ­να­πτε­ρω­μέ­νοι, γε­μά­τοι ἐλ­πί­δα καί σι­γου­ριά. Κά­πο­τε, ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νος μέ τόν ἑ­αυ­τό μου, ἔ­νοι­ω­θα πώς δέν προ­ο­δεύ­ω στά πνευ­μα­τι­κά, πώς εἶ­μαι ἕ­νας ἄ­χρη­στος πού δέν μπο­ρῶ νά κα­τα­φέ­ρω κά­τι κα­λό. Πῆ­γα καί τοῦ τά εἶ­πα. Ἔ­τυ­χε νά μήν ἔ­χη κα­νέ­ναν ἐ­πι­σκέ­πτη. Μέ πῆ­ρε πο­λύ κον­τά του καί μοῦ εἶ­πε: “Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, τώ­ρα πρέ­πει νά ἀρ­χί­ζης νά βγά­ζης φτε­ρά”. Οὔ­τε πολ­λά κη­ρύγ­μα­τα, οὔ­τε πα­ρα­χα­ϊ­δεύ­μα­τα, οὔ­τε ψυ­χα­νά­λυ­ση, ὅ­πως δη­λα­δή κά­νου­με σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Πνευ­μα­τι­κοί, ἀλ­λά πέν­τε λέ­ξεις πού γέ­μι­σαν τήν ψυ­χή μου. Ἔ­τυ­χε στ᾿ ἀ­λή­θεια νά δοῦ­με καί θαύ­μα­τα κον­τά του. Ὅ­μως, ἐ­πει­δή σκο­πός τῶν ὅ­σων γρά­φου­με ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι νά δεί­ξου­με ὅ­τι ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν θαυ­μα­τουρ­γός –αὐ­τό ἔ­χει φα­νῆ ἀ­πό ἀ­να­ρίθ­μη­το πλῆ­θος μαρ­τυ­ρι­ῶν πού δη­μο­σι­εύ­τη­καν σέ πολ­λά βι­βλί­α– δέν θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με σέ θαύ­μα­τα πού εἴ­δα­με στήν αὐ­λή τῆς Κα­λύ­βης του, σέ θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε σέ συμ­μα­θη­τές μας πού δι­έ­τρε­ξαν θα­νά­σι­μες πε­ρι­στά­σεις, σέ θαύ­μα­τα πού δέν ἔ­παυ­σαν νά δι­η­γοῦν­ται ὅ­σοι πο­νε­μέ­νοι ζή­τη­σαν τή βο­ή­θειά του. Ἄλ­λω­στε, τό με­γά­λο θαῦ­μα γιά μᾶς ἦ­ταν τό­τε καί πι­στεύ­ου­με πώς καί σή­με­ρα εἶ­ναι γιά τόν κό­σμο μας, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τίς εὐ­αί­σθη­τες νε­α­νι­κές ψυ­χές, ὁ στη­ριγ­μός τῶν ψυ­χῶν μας στήν πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα γιά τή ζω­ή, ἡ ἔμ­πνευ­ση γιά ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Τό με­γά­λο θαῦ­μα πού ζοῦ­σαν οἱ μα­θη­τές τῆς Ἀ­θω­νιά­δος Σχο­λῆς ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­τας πού τούς ἔ­δει­ξε καί δί­δα­ξε τόν κα­λό μο­να­χό, τόν εὐ­λα­βή κλη­ρι­κό, τόν θε­ο­φο­βού­με­νο λα­ϊ­κό, τόν ἐν παν­τί ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ. Τό με­γά­λο θαῦ­μα γιά ἐ­μᾶς τούς φτω­χούς μα­θη­τές τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας Σχο­λῆς, ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἀ­γα­θή ἐ­πί­δρα­ση τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου στή ζω­ή μας μέ­χρι καί σή­με­ρα. Ἕ­να θαῦ­μα δι­αρ­κεί­ας, πού ἀ­πό μό­νο του θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­πο­τε­λέ­ση καί τόν λό­γο τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σής του ὡς με­γά­λου Ἁ­γί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τά με­γά­λα θαύ­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων εἶ­ναι ἡ πνευ­μα­τι­κή γέν­νη­ση εὐ­λα­βῶν κλη­ρι­κῶν, ἁ­γι­α­σμέ­νων μο­να­χῶν, εὐ­σε­βῶν οἰ­κο­γε­νεια­ρχῶν. Με­τά ἔρ­χον­ται οἱ προ­φη­τεῖ­ες, οἱ θε­ρα­πεῖ­ες καί τά λοι­πά ση­μεῖ­α.

ζ΄. »Δέν μπο­ρῶ νά ἀν­τι­στα­θῶ σέ μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση πού ἔ­χω τώ­ρα, νά ἀ­να­φερ­θῶ γιά λί­γο στά χρό­νια πού ἀ­κο­λού­θη­σαν γιά τή Σχο­λή καί πιό συγ­κε­κρι­μέ­να 15 χρό­νια με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ὅ­ταν γιά ἕ­να χρό­νο δι­ε­τέ­λε­σα Σχο­λαρ­χεύ­ων στήν Ἀ­θω­νιά­δα. Κα­νέ­νας ἀ­πό τούς κα­θη­γη­τές καί τούς μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς δέν τόν εἶ­χε γνω­ρί­σει. Πεί­σθη­κα ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, πό­σο ση­μαν­τι­κή γιά τή Σχο­λή μας ἦ­ταν ἡ πα­ρου­σί­α του καί οἱ πνευ­μα­τι­κές εὐ­λο­γί­ες πού ἔ­στελ­νε μέ τήν προ­σευ­χή του καί τίς γε­μά­τες ἀ­γά­πη μι­κρές ὑ­λι­κές εὐ­λο­γί­ες στά παι­διά. Ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος κοι­μή­θη­κε. Οἱ κα­θη­γη­τές σχε­δόν ὅ­λοι λα­ϊ­κοί, οἱ μα­θη­τές μέ mobile phone, mp3, laptop, tablet, οἱ κα­θη­με­ρι­νές ἀ­νέ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρες, τό φα­γη­τό κα­λύ­τε­ρο, οἱ ἔ­ξο­δοι συ­χνό­τε­ρες, οἱ στο­χο­θε­σί­ες νε­φε­λώ­δεις, τό ἐ­πί­πε­δο

ἀ­πελ­πι­στι­κό. Βε­βαί­ως, ὅ­λοι οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι, κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα, βο­η­θοῦ­σαν ὅ­πως μπο­ροῦ­σαν γιά νά προ­σα­να­το­λι­σθοῦ­με. Ὡ­στό­σο ἐ­γώ, αἰ­σθάν­θη­κα πώς ἄν λεί­ψουν πο­λι­κοί ἀ­στέ­ρες, ὅ­πως ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος, εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτη ἡ πε­ρι­πλά­νη­σή μας σέ πε­λά­γη σκο­τει­νά καί ἡ πρό­σκρου­σή μας σέ ἐ­πι­κίν­δυ­νους ὑ­φά­λους. Καί ὡς ἄλ­λος νο­σταλ­γός Πα­πα­δι­α­μάν­της, ἐ­πι­γρά­φω: Γλυ­κιά Ἀ­θω­νιά­δα, ἡ ἐν­σάρ­κω­σις τό­τε τῆς χα­ρᾶς. Γλυ­κύ­τα­τε γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σι­ε τῆς χα­ρᾶς μας τό­τε ἡ ἐν­σάρ­κω­σις. Εἶ­θε νά φτά­ση ἡ ὥ­ρα ὁ Κύ­ριος, μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου, πού τό­σο ἀ­γά­πη­σε καί στή­ρι­ξε τούς μι­κρούς μα­θη­τές, νά ἐ­πι­βλέ­ψη καί πά­λι στή γλυ­κύ­τα­τη τρο­φό μας, ὥ­στε νά μπο­ροῦν οἱ ὑ­μνω­δοί καί πά­λι νά ψάλ­λουν: “Ἀ­θω­νιά­δα ξα­κου­στή τοῦ Ἄ­θω­νος τό κλέ­ος, σέ σέ­να μα­θη­τεύ­ου­με μ᾿ εὐ­λά­βεια καί δέ­ος”».

 

Περιοδικό Ἐρῶ

 

Ετικέτες:

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου