Διήγηση Ἀρχιμ. Νικοδήμου Κανσίζογλου: α΄. «Ἔγραψα τίς παρακάτω σειρές κάνοντας ὑπακοή σέ σεβαστούς πνευματικούς πατέρες, ἀλλά κυρίως ὡς ὀφειλόμενη εὐχαριστία πρός τό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, πού κατά τά χρόνια τῆς φοιτήσεώς μας στήν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἱστορική Ἀθωνιάδα Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία στάθηκε μέ τόν τρόπο του ἕνας ἀπό τούς βασικούς παράγοντες πού στήριζαν τήν πνευματική πορεία τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς μας. Δέν καταγράφω εἰδικά δικές μου προσωπικές μνῆμες καί ἐμπειρίες. Καί τοῦτο, διότι οἱ εἰδικά προσωπικές ἀναμνήσεις δέν εἶναι πάντοτε δημοσιεύσιμες καί ἐπιπλέον, διότι αἰσθάνομαι καί κάποια ἐνοχή πού ὁ ἴδιος δέν ἀξιοποίησα ὅπως θά ἤθελε ὁ καλός Θεός μας, τήν εὐλογία νά βρισκώμαστε ὡς μαθητές τῆς Σχολῆς κοντά σέ αὐτόν τόν μεγάλο Ἅγιο τῆς ἐποχῆς μας. Ὡστόσο, θά προσπαθήσω νά ἀποτυπώσω μερικές πτυχές τῆς πνευματικῆς βοήθειας πού εἶχαν οἱ μαθητές τῆς Σχολῆς μας σχεδόν μέχρι καί τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, τό 1994. Εἶμαι σχεδόν σίγουρος ὅτι ὅσα θά ἀκολουθήσουν, θά συμφωνοῦσαν νά τά ὑπογράψουν πλεῖστοι ὅσοι ἄλλοι συμμαθητές μου πού φοίτησαν στή Σχολή γιά περισσότερα χρόνια, δηλαδή Γυμνάσιο καί Λύκειο (ἐνῶ ἐγώ φοίτησα πρός τό τέλος τοῦ Λυκείου) καί ὅλοι οἱ ἀνά τίς τελευταῖες δεκαετίες ὁμογάλακτοι συσπουδαστές μου, στήν ἀγαπημένη πνευματική μας τροφό τήν Ἀθωνιάδα Σχολή.
β΄. »Γράφτηκα στήν Ἀθωνιάδα Σχολή τή σχολική χρονιά 1987–1988. Ὅταν βρέθηκα γιά πρώτη φορά στό περιβάλλον τῆς Σχολῆς, πίστεψα πραγματικά πώς ἡ Ἀθωνιάδα εἶναι τό καλύτερο σχολεῖο σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Πεποίθηση πού διατηρῶ μέχρι σήμερα, γιά τά χρόνια βέβαια ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Τήν ἄποψη, πεποίθηση αὐτή συνύφαναν πολλοί παράγοντες. Ἐν πρώτοις τό χιλιοευλογημένο ἁγιορείτικο περιβάλλον (δέν χορταίνω νά λέω αὐτές τίς λέξεις τίς γλυκύτερες “ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον”), τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου ὡσάν μικρή ζεστή φωλίτσα νεοσσῶν ἐπήγνυτο ἡ πολυαγαπημένη μας Σχολή. Κατόπιν ὁ σοφότατος, διακριτικός καί καλογερικότατος Σχολάρχης μας, ὁ Ἐπίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, οἱ καλοί μας καθηγητές, οἱ ἱερομόναχοι Νικηφόρος, Ἀβραάμ, Μελέτιος, Νεκτάριος, Παΐσιος (ὁ ἐγγύτερος μαθητής τοῦ ὁσίου Παϊσίου), ὁ μοναχός Νικόδημος, ὁ χαρισματοῦχος μουσικός καί ἁγιογράφος γέρων Μελέτιος Συκεώτης καί οἱ εὐλαβεῖς λαϊκοί καθηγητές φιλόλογοι Β. Βενετάκης καί Θ. Τσιρώνης. Σοβαρότατη παρουσία πνευματικῆς ἐγγύησης τῆς πορείας μας, ὁ Πνευματικός μας ἱερομόναχος Ἰσαάκ, πού διορίστηκε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα ὡς Πνευματικός τῆς Σχολῆς μας.
γ΄. »Θυμᾶμαι, λοιπόν, πώς ὅταν πρωτοπῆγα στή Σχολή (ἕως τότε δέν εἶχα ἀκούσει κἄν τό ὄνομα τοῦ Γέροντος καί νῦν ὁσίου Παϊσίου), ὅλοι οἱ συμμαθητές μου πολύ συχνά ἀναφέρονταν στό πρόσωπο τοῦ γέροντος Παϊσίου: “Τό Σαββατοκύριακο θά πᾶμε στόν γέροντα Παΐσιο τόν ἀσκητή”, “Θέλω νά ζητήσω εὐλογία ἀπό τόν ἅγιο Σχολάρχη νά πάω στόν γέροντα Παΐσιο”, “Ὁ γέροντας Παΐσιος εἶπε αὐτό, ἐκεῖνο, τό ἄλλο…”. Τά παιδιά στά σχολεῖα στόν κόσμο, περίμεναν τό Σαββατοκύριακο γιά νά “τό ρίξουν ἔξω”, νά διασκεδάσουν στά μαγαζιά μέ τά ἠλεκτρονικά παιχνίδια, στίς καφετέριες καί στίς ντισκοτέκ ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ἐνῶ οἱ συμμαθητές μου περίμεναν τήν Παρασκευή μετά τά μαθήματα νά τρέξουν στόν Γέροντα καί νά μή σταματοῦν νά ἀνεβοκατεβαίνουν γιά ὅλο τό τριήμερο (ΠΣΚ ὅπως λένε σήμερα) στόν ἐλεύθερό τους χρόνο στήν “Παναγούδα”. Ἡ “Παναγούδα” τοῦ γέροντος Παϊσίου εἶχε γίνει γιά χρόνια πολλά ἡ δεύτερη ζεστή, ζεστότερη φωλίτσα γιά τούς συμμαθητές μου, ἀπό τούς μικρούς τῆς Α΄ Γυμνασίου μέχρι καί τούς μεγαλύτερους τῆς Γ΄ Λυκείου. Πάρα πολλοί ἀπό τούς μαθητές τῆς Σχολῆς μας προερχόμασταν ἀπό φτωχές, πολύτεκνες, ὑπερπολύτεκνες, ὀρφανές ἤ καί μέ ἄλλα ποικίλα προβλήματα οἰκογένειες. Ἴσως δέν θά ἀστοχοῦσα, ἄν ἔλεγα “φτωχά κυνηγημένα πουλάκια” ἀπό τό πολύβουο, σκληρό, ἄδικο καί δίχως ὑγιῆ πνευματικό προσανατολισμό κόσμο. “Εὐλογητὸς Κύριος, ὅς οὐκ ἔδωκεν ἡμᾶς εἰς θήραν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν”. Ὁ γέροντας Παΐσιος γιά αὐτά τά φοβισμένα πουλάκια πῆρε τό ρόλο πατέρα, μητέρας, ὁδηγοῦ, συμπαραστάτη. Στάθηκε τό στιβαρό στήριγμα γιά πάρα πολλούς ἀπό ἐμᾶς πού τό θέλαμε. Τά παραπάνω τά καταλαβαίνουν μέ συναίσθηση ὅσοι ἔμειναν γιά λιγότερο ἤ περισσότερο δίχως πατρική ἀσφάλεια, δίχως μητρική στοργή, δίχως πνευματικό στήριγμα. Τότε βλέπαμε τούς γονεῖς μας Χριστούγεννα, Πάσχα καί καλοκαίρι. Μερικοί οὔτε καί τότε, διότι ἦταν ἑλληνόπουλα ἀπό τήν Αὐστραλία, τή Γερμανία καί ἀπό μικρά καί φτωχά ἀπομακρυσμένα ἑλληνικά νησιά. Πολλοί στά σπίτια τους δέν εἶχαν καί τηλέφωνο. Τά καραβάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν μόνο μία φορά τή μέρα καί ἡ θάλασσα συχνά ἄγρια. Οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος ὁσάκις τά σκέπτονται, τά ὑπογράφουν μέ δάκρυα συγκίνησης καί εὐγνωμοσύνης. Σέ φτωχούς συμμαθητές μας, ὁ Γέροντας ἔδινε ὅ,τι εἶχε: χρήματα, παπούτσια, ροῦχα, γλυκά. Τότε μᾶς λείπανε καί τά ἐκτιμούσαμε. Ἐκτιμούσαμε μία φανέλλα ἄς ἦταν καί μεγαλύτερη στό νούμερο, ἕνα ζευγάρι παπούτσια ἄς ἦταν καλογερικά, μιά ζακέτα ἄς ἦταν μαύρη, ἕνα σοκολατάκι κι ἄς ἦταν λυωμένο ἀπό τόν ἥλιο. Στήν πραγματικότητα μᾶς χρειαζόταν ἀγάπη, στοργή, ἀσφάλεια, προσανατολισμός καί ἐνῶ βέβαια χρειαζόμασταν καί παπούτσια καί ροῦχα καί κάνα γλυκό πού μᾶς ἐφοδίαζε ὁ ἅγιος Γέροντας, μέσα ἀπό αὐτά θηλάζαμε τήν πνευματική του ἀγάπη καί τή βαθύτατη δίψα νά ἔχουμε ἄνθρωπο νά μᾶς δείχνη τό δρόμο στό λαβύρινθο τῆς ζωῆς πού ἀδυσώπητα πρόβαλε μπροστά μας.
δ’. »Κάποια φορά, πού τόν ἐπισκέφθηκα, μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο κουτί πέντε κιλῶν σταφίδες γιά νά τίς μοιράσω στούς συμμαθητές μου στή Σχολή. Αὐτός, γιά νά ἔτρωγε αὐτές τίς σταφίδες θά ἤθελε δέκα χρόνια. Στά σημερινά παιδιά αὐτό δέν εἶναι κάτι σπουδαῖο. Εἴμαστε ἀκόμη (…) σέ περίοδο πλησμονῆς καί πληθωρισμοῦ σέ ὅλα καί δέν μποροῦμε νά ἐκτιμήσουμε τά μικρά καί ταπεινά, πού ὅμως κρύβουν μέσα τους ὑγεία ψυχῆς καί σώματος. Φυσικά, δέν ἦταν τότε οἱ σταφίδες πού μᾶς ἔκαναν εὐτυχισμένους, ἀλλά ἡ σκέψη πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μᾶς σκέπτεται, μᾶς ἀγαπάει, τόν ἔχουμε δίπλα μας νά μᾶς εὔχεται καί νά μᾶς χαιρετάη στέλνοντας τό μήνυμά του ἀκόμη καί μέ λίγες σταφίδες. Ἄλλη φορά, ἦρθε ἕνας προσκυνητής στή Σχολή καί μέ ἔψαξε. Ἔφευγε ἀπό τήν “Παναγούδα” καί τόν ἔστειλε ὁ Γέροντας. Ὅταν πῆγα, μοῦ ἔδωσε μία τεράστια σακκούλα, λέγοντάς μου πώς τήν στέλνει ὁ γέρων Παΐσιος γιά μένα. Τήν ἄνοιξα καί εἶχε μέσα ἕνα σημείωμα πιασμένο μέ μία χοντρή παραμάνα πού ἔγραφε: “Μέ αὐτά νά οἰκονομήσης τά παιδιά” καί ἀπό κάτω τήν ὑπογραφή του: “Μοναχός Παΐσιος”. Ἡ σακκούλα εἶχε σοκολάτες, παστέλια, λουκούμια, καραμέλλες, διάφορα ἄλλα γλυκίσματα. Τά μοίρασα στούς συμμαθητές μου, ὅπως μοῦ ἔγραψε, κι ἐγώ κράτησα τό καλύτερο ἀπό ὅλα πού τό διατηρῶ ἕως σήμερα, τό χαρτάκι μέ τό σημείωμα καί τήν ὑπογραφή του! Ὅποιος διαβάζει αὐτά, σίγουρα καταλαβαίνει πώς ἡ γλύκα δέν προέρχονταν ἀπό τίς σοκολάτες καί τά λουκούμια, ἀλλά ἀπό τή γλυκιά ἀγάπη τοῦ ἁγίου Γέροντος, πού τόσο πολύ εἴχαμε ἀνάγκη ἐκεῖνο τόν καιρό καί συνεχίζουμε, ἄν καί μεγαλώσαμε πιά, νά ἔχουμε καί τώρα… Μιά φορά, πού τόν ἐπισκέφθηκα, μιλοῦσε μέ ἕναν κύριο γύρω στά 50 χρονῶν. Ἐκείνη τήν στιγμή τόν ἀποχαιρετοῦσε. Ἐκεῖνος ὁ κύριος φεύγοντας, τοῦ ἔδωσε ἕνα ὀγκῶδες κουτί. Ὅταν ἔφυγε, μοῦ λέει: “Τόν ξέρεις αὐτόν;”, λέω: “Ὄχι, Γέροντα”. “Εἶναι ὁ τραγουδιστής Γ. Κοινούσης”. Ἐγώ τόν εἶχα λίγο ἀκουστά, σάν ὄνομα μονάχα. Λέει ὁ Γέροντας, δείχνοντας τό κουτί καί γελώντας παιδικά, ξεκαρδιστικά καί πανέμορφα: “Μοῦ ἔφερε δῶρο αὐτό τό ραδιοκασσετόφωνο· νά τό πάρετε στή Σχολή γιά νά ἀκοῦτε μόνο Βυζαντινή μουσική”. Θυμᾶμαι, τόνισε: “Μόνο Βυζαντινή μουσική”. Ἐνδιαφερόταν γιά τά πάντα πού ἀφοροῦσαν στήν διαπαιδαγώγησή μας καί στήν προφύλαξή μας ἀπό ὕπουλους κινδύνους.
ε΄. »”Ἅγιε Σχολάρχα, ἔχω εὐλογία νά πάω στόν γέροντα Παΐσιο τόν ἀσκητή;”. Ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, ἀπό Παρασκευή ἀπόγευμα μέχρι Κυριακή τό μεσημέρι, αὐτή ἡ αἴτηση ἀκουγόταν στούς διαδρόμους τῆς Σχολῆς, ὅπου μποροῦσε κανείς νά συναντήση τόν καλό μας Σχολάρχη. Τότε γιά θέρμανση στή Σχολή καίγαμε κάτι τεράστιους κορμούς καυσόξυλα πού ἦταν στιβαγμένοι 50 μέτρα ἔξω ἀπό τή Σχολή καί ἀπό ἐκεῖ ἔπρεπε νά μεταφερθοῦν στούς λέβητες στό ὑπόγειο. Ὁ Σχολάρχης γιά νά μᾶς ἐκπαιδεύση σωματικά καί πνευματικά, ἔλεγε: “Ἔχει εὐλογία, ἀλλά ἀφοῦ κουβαλήσης τρία καρότσια ξύλα στούς λέβητες”. Θυμᾶμαι, μέ πόση προθυμία ἔσπευδαν, σχεδόν πετοῦσαν τά παιδιά νά κουβαλήσουν τά ξύλα γιά νά “πετάξουν” στήν “Παναγούδα”, στό Κελλί τοῦ Γέροντος, νά πάρουν τήν εὐχή καί νά ἀκούσουν τά γλυκύτατα λόγια του, τά ἁγνότατα καί διδακτικά ἀστεῖα του καί νά μεταλάβουν τήν πολύτιμη ἀγάπη του.
ς΄. »Πόσες φορές, ἄλλοτε μέ χιόνια καί μέ βροχές, ἄλλοτε μέ γλυκό καιρό ἤ μέ ἥλιο καυτερό, τά συχνά τρύπια παπούτσια τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς δέν ὄργωναν καί ἴσιαζαν ἐκεῖνο τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στήν “Παναγούδα” τοῦ γέροντος Παϊσίου, γιά νά φθάσουν ἐκεῖ καί νά σπείρη στίς νεανικές τους ψυχές ὁ ὅσιος ἀσκητής τό πνευματικό σιτάρι πού θά γινόταν κατόπιν γιά μᾶς ὁ πνευματικός ἄρτος τῆς ζωῆς μας. Εἶδα συμμαθητές μου χαρούμενους νά τρέχουν νά τοῦ ποῦν κάτι χαρούμενο πού τούς συνέβη. Σέ ποιόν νά τό ἔλεγαν καλύτερα; Τό ἴδιο ἔκανα κι ἐγώ ὅταν πέρασα στή Θεολογική Σχολή. Ἔτρεξα –ἄν καί σουρούπωνε ἤδη– νά τό πῶ στόν Γέροντα. Ἤθελα νά εἶναι ὁ πρῶτος πού θά τό μάθαινε. Θυμᾶμαι, πώς μέ φίλησε πολλές φορές καί μοῦ εἶπε: “Εἶναι τό πρῶτο εὐχάριστο πράγμα πού ἄκουσα σήμερα”. Εἶδα ὅμως καί συμμαθητές μου μέ δάκρυα στά μάτια νά τρέχουν νά τοῦ ποῦν γιά κάποια στενοχώρια τους, κάποιο πειρασμό τους, κάποιο φόβο τους, κάποια δοκιμασία τῆς οἰκογένειάς τους. Ὅλοι φεύγαν ἀναπτερωμένοι, γεμάτοι ἐλπίδα καί σιγουριά. Κάποτε, ἤμουν στενοχωρημένος μέ τόν ἑαυτό μου, ἔνοιωθα πώς δέν προοδεύω στά πνευματικά, πώς εἶμαι ἕνας ἄχρηστος πού δέν μπορῶ νά καταφέρω κάτι καλό. Πῆγα καί τοῦ τά εἶπα. Ἔτυχε νά μήν ἔχη κανέναν ἐπισκέπτη. Μέ πῆρε πολύ κοντά του καί μοῦ εἶπε: “Μή στενοχωριέσαι, τώρα πρέπει νά ἀρχίζης νά βγάζης φτερά”. Οὔτε πολλά κηρύγματα, οὔτε παραχαϊδεύματα, οὔτε ψυχανάλυση, ὅπως δηλαδή κάνουμε σήμερα οἱ περισσότεροι Πνευματικοί, ἀλλά πέντε λέξεις πού γέμισαν τήν ψυχή μου. Ἔτυχε στ᾿ ἀλήθεια νά δοῦμε καί θαύματα κοντά του. Ὅμως, ἐπειδή σκοπός τῶν ὅσων γράφουμε ἐδῶ δέν εἶναι νά δείξουμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν θαυματουργός –αὐτό ἔχει φανῆ ἀπό ἀναρίθμητο πλῆθος μαρτυριῶν πού δημοσιεύτηκαν σέ πολλά βιβλία– δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ θαύματα πού εἴδαμε στήν αὐλή τῆς Καλύβης του, σέ θαύματα πού ἔκανε σέ συμμαθητές μας πού διέτρεξαν θανάσιμες περιστάσεις, σέ θαύματα πού δέν ἔπαυσαν νά διηγοῦνται ὅσοι πονεμένοι ζήτησαν τή βοήθειά του. Ἄλλωστε, τό μεγάλο θαῦμα γιά μᾶς ἦταν τότε καί πιστεύουμε πώς καί σήμερα εἶναι γιά τόν κόσμο μας, ἰδιαίτερα γιά τίς εὐαίσθητες νεανικές ψυχές, ὁ στηριγμός τῶν ψυχῶν μας στήν πίστη, ἡ ἐλπίδα γιά τή ζωή, ἡ ἔμπνευση γιά ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία μας. Τό μεγάλο θαῦμα πού ζοῦσαν οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας πού τούς ἔδειξε καί δίδαξε τόν καλό μοναχό, τόν εὐλαβή κληρικό, τόν θεοφοβούμενο λαϊκό, τόν ἐν παντί ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τό μεγάλο θαῦμα γιά ἐμᾶς τούς φτωχούς μαθητές τῆς ἱστορικῆς μας Σχολῆς, ὑπῆρξε ἡ ἀγαθή ἐπίδραση τοῦ ὁσίου Παϊσίου στή ζωή μας μέχρι καί σήμερα. Ἕνα θαῦμα διαρκείας, πού ἀπό μόνο του θά ἄξιζε νά ἀποτελέση καί τόν λόγο τῆς ἀναγνώρισής του ὡς μεγάλου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά μεγάλα θαύματα τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ πνευματική γέννηση εὐλαβῶν κληρικῶν, ἁγιασμένων μοναχῶν, εὐσεβῶν οἰκογενειαρχῶν. Μετά ἔρχονται οἱ προφητεῖες, οἱ θεραπεῖες καί τά λοιπά σημεῖα.
ζ΄. »Δέν μπορῶ νά ἀντισταθῶ σέ μία ἐσωτερική παρόρμηση πού ἔχω τώρα, νά ἀναφερθῶ γιά λίγο στά χρόνια πού ἀκολούθησαν γιά τή Σχολή καί πιό συγκεκριμένα 15 χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντος Παϊσίου, ὅταν γιά ἕνα χρόνο διετέλεσα Σχολαρχεύων στήν Ἀθωνιάδα. Κανένας ἀπό τούς καθηγητές καί τούς μαθητές τῆς Σχολῆς δέν τόν εἶχε γνωρίσει. Πείσθηκα ἀκόμη περισσότερο, πόσο σημαντική γιά τή Σχολή μας ἦταν ἡ παρουσία του καί οἱ πνευματικές εὐλογίες πού ἔστελνε μέ τήν προσευχή του καί τίς γεμάτες ἀγάπη μικρές ὑλικές εὐλογίες στά παιδιά. Ὁ γέρων Παΐσιος κοιμήθηκε. Οἱ καθηγητές σχεδόν ὅλοι λαϊκοί, οἱ μαθητές μέ mobile phone, mp3, laptop, tablet, οἱ καθημερινές ἀνέσεις περισσότερες, τό φαγητό καλύτερο, οἱ ἔξοδοι συχνότερες, οἱ στοχοθεσίες νεφελώδεις, τό ἐπίπεδο
ἀπελπιστικό. Βεβαίως, ὅλοι οἱ ὑπεύθυνοι, κυρίως ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα, βοηθοῦσαν ὅπως μποροῦσαν γιά νά προσανατολισθοῦμε. Ὡστόσο ἐγώ, αἰσθάνθηκα πώς ἄν λείψουν πολικοί ἀστέρες, ὅπως ὁ ὅσιος Παΐσιος, εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ περιπλάνησή μας σέ πελάγη σκοτεινά καί ἡ πρόσκρουσή μας σέ ἐπικίνδυνους ὑφάλους. Καί ὡς ἄλλος νοσταλγός Παπαδιαμάντης, ἐπιγράφω: Γλυκιά Ἀθωνιάδα, ἡ ἐνσάρκωσις τότε τῆς χαρᾶς. Γλυκύτατε γέροντα Παΐσιε τῆς χαρᾶς μας τότε ἡ ἐνσάρκωσις. Εἶθε νά φτάση ἡ ὥρα ὁ Κύριος, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Παϊσίου, πού τόσο ἀγάπησε καί στήριξε τούς μικρούς μαθητές, νά ἐπιβλέψη καί πάλι στή γλυκύτατη τροφό μας, ὥστε νά μποροῦν οἱ ὑμνωδοί καί πάλι νά ψάλλουν: “Ἀθωνιάδα ξακουστή τοῦ Ἄθωνος τό κλέος, σέ σένα μαθητεύουμε μ᾿ εὐλάβεια καί δέος”».
Περιοδικό Ἐρῶ