Μετά τη υιοθέτηση του ως αυτοκρατορικό έμβλημα από τον Ισαάκιο Κομνηνό (1057-1059) ο δικέφαλος αετός ταυτίστηκε πλήρως με τη Ρωμανία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και το ρωμαίικο πολιτισμό. Κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μέχρι τις μέρες μας, η Εκκλησία θα προσλάβει το σύμβολο αυτό και σήμερα είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα στον τόπο μας. Εκφράζοντας όμως και την κοινή ρωμαίικη παράδοση των βαλκανικών και σλαβικών λαών ο δικέφαλος αετός απαντάται σήμερα στα εθνόσημα και στις σημαίες της Ρωσίας, της Σερβίας, της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου.
Ανέκαθεν ο δικέφαλος αετός υπήρξε σύμβολο υπέρτατης δύναμης και κυριαρχίας. Κατά καιρούς εξέφρασε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα της Ρωμανίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, αλλά και τη διαφοροποίηση και τους συνεχείς αγώνες της Ρωμανίας τόσο με τη Δύση όσο και την Ανατολή αναδεικνύοντας έτσι και εκφράζοντας ζωντανά την ιδιοπροσωπία του γένους των Ρωμηών. Συχνά επίσης θέλησε να εκφράσει τη διπλή εξουσία του φέροντος το έμβλημα τόσο δηλαδή την πνευματική όσο και την κοσμική εξουσία.
Βαθύτερα, θέλησε να εκφράσει το δισυπόστατο της Θεανθρωπότητας. Της νέας οντολογικής κατάστασης που ξεκίνησε ο Χριστός, της εν ταυτώ δηλαδή ενώσεως της ανθρωπίνης και θείας φύσεως. Αυτός, ο πρώτος Θεάνθρωπος ανοίγοντας και για μάς το δρόμο της Θεανθρωπίας ως δώρο, ως χάρη. Περαιτέρω, με την πάροδο του χρόνου και των αλλεπάλληλων πληγών που υπέστη το γένος ο δικέφαλος αετός εδραιώθηκε στις συνειδήσεις ως το αδιαμφισβήτητο σύμβολο της συνέχειας του γένους μας, της διατήρησης και πιστότητας των παραδόσεων του, της αγωνιστικότητας και αποφασιστικότητάς του, ενώ συνεχώς υπομιμνήσκει και θέτει το αδιαπραγμάτευτο αίτημα βιώσεως του ρωμαίικου πολιτισμού στο τώρα.
Η αγαπητική σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, των τριών υποστάσεων μεταξύ τους είναι ένα μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο. Μόνο προσεγγίσεις μπορούν να γίνουν και μάλιστα από θεοφόρους πατέρες που έχουν τα εχέγγυα και φυσικά, πάντα μέχρι τα όρια της δικής τους χωρητικής, υπαρξιακής δυνατότητας αντοχής ως προς τη θεία αποκάλυψη. Από τις βασικές προσεγγίσεις που μάς έχουν δοθεί από τους Αγίους Πατέρες μας αναφορικά με τις σχέσεις των προσώπων στην Αγία Τριάδα είναι και η βασική θέση της Ορθοδοξίας του «ασυγχήτως και αδιαιρέτως». Δηλαδή τα πρόσωπα στην Αγία Τριάδα είναι εν ταυτώ ασύγχητα και αδιαίρετα. Το «αδιαιρέτως» εκφράζει τη συνεχή αγαπητική ενότητα, το ένα, ενώ το «ασυγχήτως» εκφράζει το ίδιο, την ετερότητα και την ελευθερία του κάθε προσώπου. Το «ασυγχήτως και αδιαιρέτως» παραδίδεται από την Εκκλησία μας σε όλους τους ανθρώπους ως ερμηνευτικό κλειδί και ανυπέρβλητο πρότυπο όλων των σχέσεων προσώπων, όλων των ανθρωπίνων σχέσεων. Από τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας, από τις σχέσεις των αγαπημένων και των φίλων έως τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων ή ακόμα και των λαών. Υπάρχομε δηλαδή σε μια αγαπητική σχέση ως ενότητα, αλλά χωρίς να αφομοιωνόμαστε και διατηρώντας συνεχώς την ιδιοπροσωπία και ελευθερία μας. Αυτό είναι το πρότυπο του καθ’ ημάς τρόπου ζωής.
Και αυτό το πρότυπο νομίζω ότι το εκφράζει και το σχηματοποιεί με τον καλύτερο τρόπο το σύμβολο του δικέφαλου αετού. Αφενός υπάρχει το κοινό σώμα, η ενότητα, η αγαπητική σχέση που μετεξελίσσει τα άλλως διεστώτα μέρη στο οντολογικό (και όχι φανταζόμενο ή νοητό) υπαρξιακό ένα, ενώ από την άλλη υπάρχουν τα ρωμαλαία δύο πρόσωπα των αετών ως εκφραστές των προσώπων που τόλμησαν γενναίω το τρόπω τη σχέση. Πρόσωπα δύο, πρόσωπα διαφορετικά, πρόσωπα αδιαπραγμάτευτης ετερότητας και συνεχούς ελευθερίας. Η ενότητα και η ιδιοπροσωπία εν ταυτώ, σε μιαν ολότητα, σε μια νέα, καινή, εδραία, οντολογία πληρότητας, ολοκλήρωσης και τέλους. Με τα κεφάλια στραμμένα σε διαφορετικές κατευθύνσεις ένδειξη του ησυχασμού, αναστοχασμού και συνεχούς εσωτερικού αγώνα για τη διασφάλιση και πιστότητα της αγαπητικής σχέσης και της διατήρησης της ελευθερίας, αλλά ταυτοχρόνως και ως ένδειξη συνεχούς διεύρυνσης, αιώνιας κίνησης από δόξης εις δόξαν, πρόσληψης και συμπερίληψης του σύμπαντος κόσμου.