Συναξάρι Ἁγίων προστατῶν τῆς Γεωργίας καὶ Κτηνοτροφίας

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α λαμ­βά­νον­τας ὑ­π᾿ ὄ­ψη τὴν ζω­ὴ καὶ τὰ ἔρ­γα κά­ποι­ων Ἁ­γί­ων, τούς κα­θι­έ­ρω­σε ὡς προ­στά­τες τῆς γε­ωρ­γί­ας καὶ τῆς κτη­νο­τρο­φί­ας, ὅ­πως:

  ΑΓΙΟΣ  ΜΑΜΑΣ

Οἱ γο­νεῖς του, Θε­ό­δο­τος καὶ Ρου­φί­να, ζοῦ­σαν στὴ Γάγ­γρα τῆς Πα­φλα­γο­νί­ας καὶ ἦσαν χρι­στια­νοὶ μὲ με­γά­λη κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση.

Τὴν ἐ­πο­χὴ αὐ­τὴ ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Αὐ­ρη­λια­νὸς ἄρ­χη­σε σκλη­ρὸ δι­ωγ­μὸ ἐ­νάν­τια τῶν χρι­στια­νῶν (270-275 μ.Χ.).

Με­τα­ξὺ τῶν πρώ­των συ­νε­λή­φθη ὁ Θε­όδο­τος καὶ ἀ­φοῦ ἀ­να­κρί­θη­κε ὁ­μο­λό­γη­σε τὴν πί­στη του στὸ  Χρι­στό, ρί­χθη­κε στὶς φυ­λα­κὲς τῆς Και­σα­ρεί­ας.  Ἡ σύ­ζυ­γός του Ρα­φί­να, μό­λις ἔ­μα­θε τὴ φυ­λά­κι­ση τοῦ συν­τρό­φου της, ἂν καὶ ἦ­ταν ἑτοι­μό­γε­νη, ἔ­τρε­ξε νὰ τὸν συ­ναν­τή­σει. Μὲ πα­ρρη­σί­α ὁ­μο­λό­γη­σε καὶ αὐ­τὴ τὴν πί­στη της στὸ Χρι­στό, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ κλει­σθεῖ μα­ζί του στὴ φυ­λα­κή.

Ἐ­κεῖ στὴ σκο­τει­νὴ καὶ ὑ­γρὴ φυ­λα­κὴ μί­α νύ­χτα ἡ Ρου­φί­να ἔ­φε­ρε στὸν κό­σμο τὸ παι­δί της.

Ἡ καρ­διὰ της σκίρ­τη­σε ἀ­πὸ χα­ρά. Ὅ­ταν πῆ­ρε τὸ παι­δά­κι της νὰ τὸ δεί­ξει στὸ σύ­ζυ­γό της, τὸν βρῆ­κε νε­κρό. Τὰ πολ­λὰ μαρ­τύ­ρια ποὺ ὑ­πέ­στη γιὰ τὴν πί­στη του στὸ Χρι­στὸ, τὸν ὁ­δή­γη­σαν πρό­ω­ρα στὸ θά­να­το. Ἡ πο­νε­μέ­νη μάν­να μὲ συν­τρι­βὴ ψυ­χῆς ἔ­βα­λε τὸ παι­δὶ στὴν ἀγ­κα­λιά του, γο­νά­τισε δί­πλα του καὶ ἔ­κα­νε μὲ δά­κρυ­α τὴν προ­σευ­χή της. Ὕ­στε­ρα ἔ­γει­ρε δί­πλα του γιὰ νὰ μὴ ση­κω­θεῖ πο­τέ. Τὴν ἴ­δια νύ­κτα πα­ρέ­δω­σε καὶ αὐ­τὴ τὸ πνεῦ­μα. Ἡ ψυ­χὴ της πέ­τα­ξε κον­τὰ στὸν Χρι­στὸ, ποὺ ἀ­γά­πη­σε τό­σο πο­λὺ καὶ κον­τὰ στὸ μάρ­τυ­ρα σύ­ζυ­γό της.

Μί­α εὐ­σε­βὴς γυ­ναῖ­κα, ἡ Ἀμ­μί­α Μα­τρώ­να, ὁ­δη­γη­μέ­νη ἀ­πὸ ἕ­ναν ἄγ­γε­λο πη­γαί­νει στὴ φυ­λα­κὴ. Παίρ­νει τοὺς σω­ροὺς τῶν μαρ­τύ­ρων γο­νι­ῶν καὶ τοὺς ἐν­τα­φιά­ζει μὲ σε­βα­σμό.

Παίρ­νει τὸ παι­δὶ στὸ σπί­τι καὶ ἀ­να­λαμ­βά­νει μὲ προ­θυ­μί­α καὶ στορ­γὴ τὴν ἀ­να­τρο­φή του. Ἀ­πὸ τὰ πρῶ­τα ψελ­λί­σμα­τά του «μά­μα-μά­μα», τοῦ ἔ­δω­κε τὸ ὄ­νο­μα Μά­μας. Κον­τὰ στὴν και­νούρ­για μα­ννού­λα τὸ παι­δὶ με­γά­λω­σε μὲ τῆς πί­στης τὰ νά­μα­τα. Ἀ­πὸ παι­δὶ ἀ­γω­νι­ζόταν νὰ ζεῖ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ καὶ πα­ράλ­λη­λα φρόν­τιζε, ὅ­σα μά­θαι­νε, νὰ τὰ δι­δά­σκει καὶ στὰ παι­διὰ τῆς ἡ­λι­κί­ας του.

Ἡ  δι­α­γω­γὴ αὐ­τὴ καὶ ὁ ζῆ­λος τοῦ μι­κροῦ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λου δὲν ἄρ­γη­σαν νὰ γί­νουν γνω­στά. Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα με­ρι­κοὶ ἐ­χθροί τῆς πί­στε­ως τὸν ἔπια­σαν καὶ τὸν ὁ­δή­γη­σαν στὸν σκλη­ρὸ ἡ­γεμό­να Δη­μόκρι­το. Ἐ­κεῖ­νος προ­σπά­θη­σε μὲ κο­λα­κεῖ­ες στὴν ἀρ­χὴ καὶ ἀ­πει­λὲς ἀρ­γό­τε­ρα νὰ τὸν με­τα­πεί­σει ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς καὶ τὴν πί­στη του. Μὰ δὲν μπό­ρε­σε. Ὅ­λες του οἱ προ­σπά­θει­ες πῆ­γαν χα­μέ­νες. Τό­τε ἄρ­χι­σαν τὰ βα­σα­νι­στή­ρια. Τὸ ξύ­λο, τὸ πλή­γω­μα τοῦ κορ­μιοῦ μὲ σι­δη­ρέ­νια νύ­χια, τὸ κά­ψι­μο τῶν πλη­γῶν μὲ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες καὶ τέ­λος τὸ ρί­ξι­μο στὴ θά­λασ­σα μὲ μί­α σι­δη­ρέ­νια σφαί­ρα δε­μέ­νη στὸν λαι­μό.

Οἱ βάρ­βα­ρες πρά­ξεις τοῦ χρι­στο­μά­χου πῆ­γαν ἄ­δι­κα. Ἡ σφαῖρα κό­πη­κε καὶ τὸ παι­δὶ μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­νὸς Ἀγ­γέ­λου βγῆ­κε στὴ στε­ριὰ καὶ ἀ­νέ­βη­κε σ᾿ ἕ­να βου­νὸ τῆς Και­σά­ρειας. Στὸ μέ­ρος αὐ­τὸ ὁ πι­στὸς καὶ ἡ­ρω­ϊ­κὸς Μά­μας ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὰ δε­κα­πέν­τε του χρό­νια μὲ συν­τρο­φιὰ τὰ λι­ον­τά­ρια καὶ τὰ ἄλ­λα ἄ­γρια ζῶ­α. Τὰ ἐ­ξη­μέ­ρω­σε, τὰ ἔ­βο­σκε καὶ τὰ ἄρ­με­γε γιὰ νὰ τρέ­φε­ται, μὰ καὶ νὰ φι­λο­ξε­νεῖ ἐ­κεί­νους ποὺ τὸν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν, γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὰ λό­για του καὶ νὰ δι­δα­χθοῦν. Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ φλο­γε­ροῦ καὶ πι­στοῦ νέ­ου ἔ­γι­νε γνω­στή. Γιὰ μί­α ἀ­κό­μα φο­ρά οἱ ἐ­χθροί τοῦ Χρι­στοῦ πῆ­γαν καὶ τὸν συ­νέ­λα­βαν. Τὰ μαρ­τύ­ρια αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ ἦ­ταν σκλη­ρό­τε­ρα καὶ ἀ­γρι­ό­τε­ρα. Ἔ­μει­νε καὶ τώ­ρα ἄ­καμ­πτος. Κα­μμί­α δύ­να­μη δὲν στά­θη­κε ἱ­κα­νὴ νὰ τὸν λυ­γί­σει καὶ νὰ τὸν ἀλ­λά­ξει. Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια συ­νε­χί­στη­καν. Ὁ δε­κα­πεν­τά­χρο­νος ἔ­φη­βος ἔ­μει­νε ἀ­λύ­γι­στος. Τα­πει­νω­μέ­νος καὶ ντρο­πι­α­σμέ­νος ὁ ἀ­σε­βὴς ἡ­γε­μό­νας ἀ­πὸ τὸ θάρ­ρος καὶ τὴν ἀν­το­χὴ του, ἔ­δω­σε δι­α­τα­γὴ νὰ τὸν θα­να­τώ­σουν. Ὁ δή­μιος μὲ μί­α σι­δη­ρέ­νια τρί­αι­να τὸν κτύ­πη­σε στὴν κοι­λιά. Ὁ γεν­ναῖ­ος μάρ­τυ­ρας ἔ­πε­σε κά­τω καὶ ἄ­φη­σε τὴν ψυ­χή του νὰ πε­τά­ξει κον­τὰ σὲ Ἐ­κεῖ­νον, ποὺ ἀ­γά­πη­σε καὶ λά­τρε­ψε, μὰ καὶ κον­τὰ στοὺς μάρ­τυ­ρες γο­νεῖς του. Δὲν λύ­γι­σε, ἔ­μει­νε πι­στὸς καὶ ἀ­κλό­νη­τος στὶς ἀρ­χὲς του μέ­χρι θα­νά­του.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ τὴν μνή­μη του στὶς 2 Σε­πτεμ­βρί­ου.

ΑΓΙΟΣ  ΤΡΥΦΩΝΑΣ

Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ Τρύ­φω­νας γεν­νή­θη­κε στὴν Λάμ­ψα­κο, ἕ­να χω­ριὸ τῆς Φρυ­γί­ας στὰ πα­ρά­λια τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του, ἀ­πὸ γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς. Ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α ἦ­ταν τό­σο ἄ­ξιος τοῦ Θε­οῦ, ὥ­στε νὰ ἀ­ξι­ω­θεῖ τῶν ποι­κί­λων θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν καὶ τῆς χά­ρι­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Με­τὰ τὸν Γορ­δια­νὸ καὶ τὸν Φίλ­λι­πο, ἀ­να­γο­ρεύ­θη­κε αὐ­το­κρά­το­ρας τῶν Ρω­μαί­ων ὁ Δέ­κιος, ἄν­θρω­πος σκλη­ρός, θερ­μὸς στὴ λα­τρεί­α τῶν εἰ­δώ­λων, κι­νού­με­νος μὲ φο­βε­ρὴ λύσ­σα κα­τὰ τῶν Χρι­στια­νῶν, εὐ­φραι­νό­ταν μὲ τὶς σφα­γὲς καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ριά τους.

Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ κα­ταγ­γέ­λουν τὸν Τρύ­φω­να στὸν ἔ­παρ­χο τῆς Ἀ­να­το­λῆς Ἀ­κυλ­λί­νο, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐκ­δη­λώ­νει με­γά­λη ἀ­λα­ζο­νεί­α κα­τὰ τῶν Αὐ­το­κρα­τό­ρων καὶ ἐμ­παί­ζει μὲ τοὺς με­γά­λους θε­ούς, ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται δὲ ὅ­τι μό­νο κά­ποι­ος Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ὸς καὶ ἐ­ξα­πα­τᾶ πολ­λούς.

Ὁ ἔπαρ­χος στέλ­νει αὐ­στη­ρὲς ἐν­το­λὲς στοὺς το­πι­κοὺς ἄρ­χον­τες, ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν γρη­γο­ρό­τε­ρα νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ μπρο­στά του ὁ Τρύ­φων, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὅ­τι τὸν ἀ­να­ζη­τοῦν οἱ δι­ῶ­κτες, δὲν ἀ­να­χω­ρεῖ νὰ κρυ­φθεῖ στὴν ἔ­ρη­μο, οὔ­τε κα­τα­φεύ­γει στὰ πυ­κνὰ δά­ση, πα­ρὰ ὁ­πλί­ζε­ται μὲ προ­σευ­χὲς καὶ δε­ή­σεις καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται μὲ χα­ρὰ καὶ εὐ­χα­ρί­στως πο­ρεύεται γιὰ νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ στὸν Ἀ­κυλ­λί­νο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­έ­με­νε τό­τε στὴν Νί­και­α.

Στὴν ἀ­πο­λο­γί­α του ὁ Ἅ­γιος Τρύ­φων εἶ­πε στὸν ἔ­παρ­χο: «Τὸ ὄ­νο­μά μου τὸ γή­ϊνο εἶ­ναι Τρύ­φων, πα­τρί­δα μου ἡ κώ­μη Λάμ­ψα­κος, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς δὲν πι­στεύ­ου­με οὔ­τε ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στὴν τύ­χη, πι­στεύ­ου­με ὅ­μως ὅ­τι κα­τὰ τὴν πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν τά­ξη γί­νον­ται τὰ πάν­τα καὶ ἀ­πὸ τὴ σο­φί­α Του κυ­βερ­νῶν­ται τὰ σύμ­παν­τα. Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος στὴν ζω­ή μου καὶ μό­νο σὲ ἕ­ναν ὑ­πο­τάσ­σο­μαι, στὸ Χρι­στό. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ πί­στη μου, ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ δό­ξα μου.

Καὶ πρὸς αὐ­τὰ ὁ ἔ­παρ­χος εἶ­πε: «Ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι δὲν γνω­ρί­ζεις τὴ δι­α­τα­γὴ τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρα, ποὺ ἐ­πι­τάσ­σει νὰ πα­ρα­δί­νε­ται σὲ βί­αι­ο θά­να­το κα­θέ­νας ποὺ ἐ­πι­δει­κνύ­ει ἀ­πεί­θεια στὴν τι­μὴ καὶ λα­τρεί­α τῶν θε­ῶν. Θέ­λω νὰ πει­σθεῖς στὰ λό­για μου καὶ νὰ φύ­γεις ἀ­πὸ τὴν ἀ­πά­τη, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πο­στεῖς τὴ φω­τιὰ καὶ ἄλ­λα βα­σα­νι­στή­ρια».

Ὁ Ἅ­γιος ἀ­πάν­τη­σε: «Μα­κά­ρι νὰ ἀ­να­λω­θῶ καὶ ἀ­πὸ τὴ φω­τιὰ καὶ ἀ­πὸ ἄλ­λο βα­σα­νι­στή­ριο γιὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ Θε­οῦ μου».

Ὁ ἔ­παρ­χος ἀ­πάν­τη­σε: «Σὲ προ­τρέ­πω, Τρύ­φων, νὰ θυ­σιά­σεις στοὺς θε­οὺς καὶ δὲν θέ­λω νὰ πε­θά­νεις μὲ ἄ­σχη­μο τρό­πο».

Ὁ  Ἅ­γιος Τρύ­φων ἀρ­νή­θη­κε ἀ­κό­μη μί­α φο­ρὰ καὶ εἶ­πε: «Ἐ­ὰν φέ­ρω ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ τέ­λεια καὶ ἀ­κέ­ραι­α τὴν ὁ­μο­λο­γί­αν καὶ φυ­λά­ξω τὴν κα­λὴ πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς πί­στε­ως, χω­ρὶς νὰ τὴν ἀρ­νη­θῶ, προ­σφέ­ρον­τας ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ἑ­αυ­τόν μου σὰν κα­θα­ρὴ θυ­σί­α στὸ Θε­ό.

Ὅ­ταν ἄ­κου­σε αὐ­τὰ ὁ Ἀ­κυ­λλί­νος ἐ­ξορ­γί­σθη­κε καὶ δι­έ­τα­ξε νὰ κρε­μά­σουν τὸν Τρύ­φω­να καὶ νὰ τὸν τρυ­ποῦν μὲ σπα­θιά. Τὸν κρέ­μα­σαν στὸ ξύ­λο καὶ ἀ­φοῦ τοῦ ἔ­δε­σαν τὰ χέ­ρια ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­κῶ­νες, τοῦ ἔ­κο­πταν μὲ ὁρ­μὴ τὶς σάρ­κες.

Ὁ Γεν­ναῖ­ος ἀ­θλη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ ἀν­τι­στέ­κε­ται στὶς προ­κλή­σεις τοῦ Ἀ­κυ­λλί­νου, ὑ­πο­μέ­νει ὅ­λα τὰ βα­σα­νι­στή­ρια ποὺ ἐ­πι­νο­εῖ ὁ νο­ση­ρὸς καὶ μο­χθη­ρὸς νοῦς τοῦ τυ­ράν­νου (πο­λυ­ή­με­ρη φυ­λα­κή, πε­ζο­πο­ρί­α μὲ καρ­φιὰ στὰ πό­δια, ρα­βδι­σμοὶ καί ­κά­ψι­μο τῶν πλευ­ρῶν μὲ λαμ­πά­δες, σπα­θι­σμοὶ καὶ ἄλ­λα) καὶ μέ­νει ἀ­τα­λάν­τευ­τος στὴν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μὲ καρ­τε­ρί­α ὑ­πο­μέ­νει τὰ φρικτὰ μαρ­τύ­ρια.

Βλέ­πον­τας ὁ Ἀ­κυ­λλί­νος τὴν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη ἐ­ναν­τί­ω­ση τοῦ Τρύ­φω­να ἀ­πο­φα­σί­ζει τε­λι­κὰ νὰ ἀ­πο­κε­φα­λι­σθεῖ. Ἀ­μέ­σως οἱ στρα­τι­ῶ­τες τὸν ὁ­δή­γη­σαν στὸν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Ὁ Ἅ­γιος Τρύ­φων στρά­φη­κε πρὸς τὴν ἀ­να­το­λὴ καὶ ση­κώ­νον­τας τά ­μά­τια καὶ τὰ χέ­ρια στὸν οὐ­ρα­νὸ προ­σευ­χή­θη­κε καὶ πρὶν πλη­γω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ ξί­φος πα­ρέ­δω­σε τὴν ψυ­χή του.

Οἱ χρι­στια­νοὶ μὲ κα­θα­ρὰ σεν­τό­νια καὶ ἀ­ρώ­μα­τα πε­ρι­ποι­ή­θη­καν τὸ τί­μιο ἐ­κεῖ­νο Λεί­ψα­νο καὶ τὸ ἐν­τα­φί­α­σαν στὴ Λάμ­ψα­κο, ὑ­πα­κού­ον­τας στὸ θέ­λη­μα τοῦ Ἁ­γί­ου ποὺ ἐμ­φα­νί­σθη­κε σὲ ὄνει­ρό τους.

Ἡ Ἁ­γί­α του Κά­ρα βρί­σκε­ται στὴ Ἱ. Μ. Ξε­νο­φῶν­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄρους. Στὸ βι­βλί­ο «Βί­ος καὶ Μαρ­τύ­ρια τοῦ Ἁ­γί­ου Τρύ­φω­να πε­ρι­γρά­φον­ται πολ­λὰ θαύ­μα­τά του.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τι­μᾶ τὴν μνή­μη του τὴν 1ην Φε­βρου­α­ρί­ου.

ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΠΑΚΝΑΝΑΣ) Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ

Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ Πα­κνα­νᾶς (ἢ  Μπα­κνα­νᾶς), γεν­νή­θη­κε στὴν Ἀ­θή­να ἀ­πὸ ἐ­νά­ρε­τους γο­νεῖς πε­ρὶ τὸ 1751 μ.Χ. Λό­γῳ τῆς πε­νί­ας τῶν γο­νέ­ων του, ἔ­μει­νε ἀ­γράμ­μα­τος καὶ ἔ­γι­νε κη­που­ρός.

Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα, ἐ­νῶ ἐ­πέ­στρε­φε στὴν Ἀ­θή­να ἀ­πὸ κά­ποι­ο χω­ριὸ ὅ­που εἶ­χε πά­ει γιὰ δου­λειὰ, συ­νε­λή­φθη ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους φύ­λα­κες καὶ συ­κο­φαν­τή­θη­κε ὅ­τι με­τέ­φε­ρε κρυ­φὰ μπα­ρού­τι γιὰ τοὺς ἐ­πα­να­στά­τες Ἕλ­λη­νες. Ὁ­δη­γή­θη­κε στὸν κρι­τὴ ὅ­που δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­δι­κί­α εἰς βά­ρος του, ἀλ­λὰ κα­τα­δι­κά­σθη­κε εἰς θά­να­τον ἐ­κτὸς καὶ ἂν ἐ­δέ­χε­το νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πί­στη του καὶ νὰ ἀ­σπα­σθεῖ τὸν Μω­α­με­θα­νι­σμό, ὁ­πότε καὶ θὰ ἔ­σω­ζε τὴν ζω­ή του. Ὅ­μως ὁ εὐ­σε­βὴς καὶ ἔν­τι­μος ἐ­κεῖ­νος Ἀ­θη­ναῖ­ος, ἀ­παν­τοῦ­σε σὲ ὕ­φος ἀ­γέ­ρω­χο στὶς συ­νε­χι­ζό­με­νες ἀ­πει­λὲς τῶν Τούρ­κων μὲ τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ φρά­ση, «δὲν τουρ­κεύ­ω».

Ὁ­δη­γή­θη­κε στὸν τό­πο τῆς ἐ­κτέ­λε­σης χαί­ρων καὶ εὐ­χα­ρι­στῶν τὸν Κύ­ριο ποὺ τὸν ἀ­ξί­ω­σε τῆς τι­μῆς τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Στὴν ἀρ­χὴ ὁ δή­μιος χτύ­πη­σε τὸν Ἅ­γιο μὲ ἀν­τε­στραμ­μέ­νο ξί­φος στὸν λαι­μὸ γιὰ νὰ τὸν ἐκ­φο­βί­σει, προσ­δο­κών­τας τὴ με­τα­στρο­φή του. Ὅ­μως ὁ γεν­ναῖ­ος μάρ­τυ­ρας τὸν πα­ρό­τρυ­νε μὲ θάρ­ρος λέ­γον­τας, «χτύ­πα γιὰ τὴν πί­στη». Καὶ ὅ­ταν ὁ δή­μιος ἔ­βα­λε τὸ μα­χαί­ρι του στὸν τρά­χη­λο τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ τὸν πλή­γω­σε λί­γο, ἄ­κου­σε ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Ἁ­γί­ου τὴν ἴ­δια φρά­ση, «χτύ­πα γιὰ τὴν πί­στη». Τε­λι­κὰ ὁ δή­μιος ἔ­κο­ψε τὴ σε­πτὴ κε­φα­λὴ του τὸ 1771 μ.Χ. χα­ρί­ζον­τάς του τὸ ἀ­μά­ραν­το στε­φά­νι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γει­ο­ρί­της το­πο­θε­τεῖ τὸ μαρ­τύ­ριό του στὰ 1770 μ.Χ.

Στὴν πρώ­τη κο­λώ­να τοῦ Ὀ­λυμ­πί­ου Διὸς στὴν Ἀ­θή­να, δι­α­κρι­νό­ταν τὸ ἀ­κό­λου­θο ἐ­πι­γρα­φι­κὸ χά­ραγ­μα «1771 Ἰ­ου­λί­ου 9 ἀ­πε­κε­φα­λί­σθη ὁ Πα­κνα­νᾶς Μι­χά­λης».

Τὸ μο­να­δι­κὸ πα­ρεκ­κλή­σι σὲ ὅ­λη τὴν πρω­τεύ­ου­σα, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸν Ἅ­γιο Νε­ο­μάρ­τυ­ρα Μι­χα­ὴλ, βρί­σκε­ται στὸν ἱ­ε­ρὸ να­ὸ Ἀ­να­λή­ψε­ως Κυ­ρί­ου Νέ­ου Κό­σμου (Λα­γουμ­τζῆ καὶ Ντε­λα­κρου­ά), ὅ­που κα­τὰ τὴν πα­ρά­δο­ση στὴν πε­ρι­ο­χὴ αὐ­τὴ βρι­σκό­ταν οἱ κῆ­ποι τοῦ Ἁ­γί­ου.

Τό 2003 ἀ­να­κυ­ρή­χθη­κε προ­στά­της τῶν Δι­αι­το­λό­γων καὶ Δι­α­τρο­φο­λό­γων.

Ἡ μνή­μη του τι­μᾶ­ται τὴν 9ην Ἰ­ου­λί­ου.

ΑΓΙΟΣ ΦΩΚΑΣ Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ

Ἅ­γιος Φω­κᾶς γεν­νή­θη­κε καὶ ἀ­να­τρά­φη­κε στὴν Σι­νώ­πη, κον­τὰ στὴ Μαύ­ρη θά­λασ­σα.

Ἀ­πὸ νέ­ος ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σε τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο του, ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­σε. Τὸ σπί­τι του ἦ­ταν κον­τὰ στὴν πύ­λη τοῦ κά­στρου ποὺ ἐ­πι­κοι­νωνοῦ­σε μὲ τὸ λι­μά­νι, γι­᾿ αὐ­τὸ πο­τὲ δὲν τοῦ ἔ­λει­παν οἱ φι­λο­ξε­νού­με­νοι, ἄλ­λο­τε ξέ­νοι τα­ξι­δι­ῶ­τες, ἄλ­λο­τε φτω­χοί.

Ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες εἶ­χαν κη­ρύ­ξει δι­ωγ­μὸ κα­τὰ τῶν Χρι­στια­νῶν καὶ τοὺς σκό­τω­ναν χω­ρὶς ἐ­ξέ­τα­ση καὶ δί­κη.

Μα­θεύ­τη­κε ὅ­τι καὶ ὁ Φω­κᾶς ὁ κη­που­ρὸς, ἦ­ταν Χρι­στια­νός. Ἀ­μέ­σως οἱ ἄρ­χον­τες ἔ­στει­λαν στρα­τι­ῶ­τες γιὰ νὰ τὸν συλ­λά­βουν.

Ὁ Φω­κᾶς δὲν τοὺς ἐ­γνώ­ρι­σε, τοὺς δέ­χθη­κε καὶ τοὺς πε­ρι­ποι­ή­θη­κε σὰν ξέ­νους. Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν με­ρι­κὲς ἡ­μέ­ρες τοὺς ρώ­τη­σε τί σκο­πὸ εἶ­χε τὸ τα­ξί­δι τους σ᾿ ­αὐ­τὸν τὸν τό­πο. Ἐ­κεῖ­νοι, ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴ φι­λο­ξε­νί­α του, φα­νέ­ρω­σαν τὸ μυ­στι­κό, ὅ­τι ζη­τοῦν τὸ Φω­κᾶ τὸ Χρι­στια­νὸ γιὰ νὰ τὸν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν, τοῦ εἶ­παν μά­λι­στα ὅ­τι θὰ τοῦ χρω­στοῦ­σαν με­γά­λη χά­ρη ἂν τοὺς τὸν φα­νέ­ρω­νε.

Ὁ Φω­κᾶς σκέ­πτε­ται, «ὅ­τι ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα νὰ δεί­ξω μὲ ἔρ­γα ὅτι εἶ­μαι Χρι­στια­νὸς καὶ δοῦ­λος τοῦ Κυ­ρί­ου». Χω­ρὶς νὰ χά­σει τὸ θάρ­ρος του εἶ­πε στοὺς στρα­τι­ῶ­τες: «Ἐ­γὼ, φί­λοι μου, θὰ σᾶς βο­η­θή­σω, θὰ σᾶς βρῶ τὸ Φω­κᾶ, τὸν γνω­ρί­ζω πο­λὺ κα­λὰ καὶ εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τὸν ἔ­χε­τε στὰ χέ­ρια σας». Λέ­γον­τας αὐ­τὰ τοὺς ἄ­φη­σε στὸ σπί­τι του καὶ βγῆ­κε γιὰ νὰ σκά­ψει καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὸν τά­φο του.

Τὸ ἄλ­λο πρω­ΐ λέ­γει στοὺς δη­μί­ους του: « Μά­θε­τε, φί­λοι, ὅ­τι τὸν βρῆ­κα τὸν Φω­κᾶ».

Ἐ­κεῖ­νοι χα­ρού­με­νοι τὸν ρώ­τη­σαν, ποῦ βρί­σκε­ται.

«Δὲν εἶ­ναι μα­κρυ­ὰ, μι­λά­ει μα­ζί σας. Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ Φω­κᾶς. Κά­νε­τε τὸ ἔρ­γο σας γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο τό­σο ὁ­δοι­πο­ρή­σα­τε καὶ κου­ρα­σθή­κα­τε».

Οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἔ­μει­ναν κα­τά­πλη­κτοι καὶ ντρο­πι­ά­σθη­καν, για­τί μὲ τό­ση ἀ­γά­πη εἶ­χαν φι­λο­ξε­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Φω­κᾶ. Ὁ Ἅ­γιος κα­τά­λα­βε τὴ δυ­σκο­λί­α τους καὶ τοὺς εἶ­πε: «Μὴ δι­στά­ζε­τε, φί­λοι μου, νὰ κά­νε­τε τὸ ἔρ­γο σας. Δὲν εἶ­σθε σεῖς αἴ­τιοι τοῦ φό­νου, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ σᾶς ἔ­στει­λαν.

Μὲ τέ­τοι­α λό­για ἔ­πει­σε τοὺς στρα­τι­ῶ­τες νὰ τὸν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν. Ἡ ψυ­χὴ του ἔ­φυ­γε στὸν οὐ­ρα­νὸ κον­τὰ στὸν πο­λυ­πό­θη­το Δε­σπό­τη καὶ Κύ­ριο.

Οἱ Χρι­στια­νοὶ ἔ­κτι­σαν στὸν τό­πο τοῦ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμοῦ Ἐκ­κλη­σί­α με­γα­λο­πρε­πῆ καὶ ἔ­βα­λαν τὸ σε­πτὸ Λεί­ψα­νο τοῦ Ἁ­γί­ου Φω­κᾶ, ποὺ ἔ­γι­νε πη­γὴ πα­ρη­γο­ριᾶς γιὰ τοὺς θλι­βο­μέ­νους καὶ θε­ρα­πεί­α γιὰ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς.

Ὅ­ταν ἐ­κιν­δύ­νευ­σε ἡ πα­τρί­δα του Σι­νώ­πη ἀ­πὸ πεί­να, χά­ρις στὴν προ­στα­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου βρέ­θη­κε σι­τά­ρι.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει καὶ τι­μᾶ τὴν μνή­μη του στὶς 22 Σε­πτεμ­βρί­ου.

ΑΓΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ

Τό ἔ­τος 1748, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, μαρ­τύ­ρη­σε ὁ  Ἅ­γιος Χρῆ­στος ὁ Κη­που­ρός.

Καταγόταν ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Βο­ρεί­ου Ἠ­πεί­ρου (ἦ­ταν Ἀρ­βα­νί­της) καὶ ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στὴν ἡ­λι­κί­α τῶν σα­ράν­τα ἐ­τῶν, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν πα­τρί­δα του καὶ πῆ­γε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὅ­που ἔ­γι­νε κη­που­ρός.

Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα που­λών­τας μῆ­λα στὸ πα­ζά­ρι, συμ­φώ­νη­σε μὲ ἕ­ναν Τοῦρ­κο νὰ τοῦ πω­λή­σει τὰ μῆ­λα ποὺ εἶ­χε. Πά­νω ὅ­μως στὴ συμ­φω­νί­α, ἄρ­χι­σαν νὰ φι­λο­νι­κοῦν με­τα­ξύ τους. Ὁ Τοῦρ­κος γιὰ νὰ τὸν ἐκ­δι­κη­θεῖ τὸν συ­κο­φάν­τη­σε πὼς εἶ­πε τά­χα ὅ­τι θὰ γί­νει τοῦρ­κος. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ παίρ­νει τὸν Ἅ­γιο καὶ τὸν πη­γαί­νει στὸ δι­κα­στή­ριο τοῦ τσα­ούσ­μπα­ση, πα­ρου­σιά­ζει καὶ ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες, ὅ­τι τοῦ εἶ­πε στὰ ἀ­λή­θεια νὰ τουρ­κέ­ψει.

Ὁ  τσα­ούσ­μπα­σης ρώ­τη­σε τὸν  Ἅ­γιο ἂν ἀ­λη­θεύ­ει καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε μὲ με­γά­λη γεν­ναι­ό­τη­τα ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νὸς καὶ ὅ­τι τέ­τοι­α λό­για δὲν εἶ­πε, οὔ­τε ὑ­πάρ­χει τρό­πος νὰ ἀλ­λά­ξει τὴν πί­στη του, ἀ­κό­μα καὶ ἂν δε­χθεῖ χι­λιά­δες βά­σα­να.

Τό­τε ὁ τσα­ούσ­μπα­σης πρό­στα­ξε καὶ τὸν ρά­βδι­σαν ἄ­σχη­μα. Ἔ­πει­τα δέ­νον­τάς του τὸν χτύ­πη­σαν στὸ κε­φά­λι μέ­χρι ποὺ ἔ­τρε­χαν πολ­λὰ αἵ­μα­τα. Στὴ συ­νέ­χεια τὸν ἔ­βα­λαν στὴ φυ­λα­κὴ καὶ τοῦ ἔσφι­ξαν τὰ πό­δια του στὸ  κού­τσου­ρο.

Ἔ­τυ­χε νὰ εἶ­ναι μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ καὶ ὁ ὁσι­ο­λο­γι­ώ­τα­τος Και­σά­ριος Δα­πόν­τες (ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρι­έ­γρα­ψε καὶ τὸ μαρ­τύ­ριο αὐ­τὸ)  καὶ βλέ­πον­τας τὸ Μάρ­τυ­ρα στὸ κού­τσου­ρο τὸν ἔ­βγα­λε κρυ­φὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ καὶ τοῦ ἔ­φε­ρε νὰ φά­ει, γιὰ νὰ δυ­να­μώ­σει, ἀλ­λὰ ὁ Μάρ­τυ­ρας δὲν θέ­λη­σε οὔ­τε νὰ δο­κι­μά­σει καὶ εἶ­πε:  «Για­τί νὰ φά­ω, μή­πως πρό­κει­ται νὰ ζή­σω, ἂς πε­θά­νω γιὰ τὸν Χρι­στό μου πει­να­σμέ­νος καὶ δι­ψα­σμέ­νος».

Στὴν συ­νέ­χεια ἔ­βγα­λαν τὸ Μάρ­τυ­ρα ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ καὶ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν τὴν ἴ­δια ἡ­μέ­ρα. Ἔ­τσι ἔ­λα­βε τὸ στέ­φα­νο τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.

Ἡ  Ἐκ­κλη­σί­α μας τι­μᾶ τὴν μνή­μη του στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

Ἅ­γιος Φι­λά­ρε­τος γεν­νή­θη­κε τὸ 702 μ.Χ., στὴν Ἄ­μνια Πα­φλα­γο­νί­ας. Ἦ­ταν ἀ­πὸ τοὺς εὐ­γε­νεῖς τοῦ Πόν­του καὶ τῆς Γα­λα­τί­ας, γυιὸς τοῦ Γε­ωρ­γί­ου τοῦ Φε­ρώ­νυ­μου.

Γεν­νή­θη­κε τὴν τα­ραγ­μέ­νη ἐ­πο­χὴ, ὅ­που τὸ Βυ­ζάν­τιο σπα­ράσ­σον­ταν ἀ­πὸ τὴν αἵ­ρε­ση τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χί­ας. Εἶ­χε με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α καὶ στὴν κα­το­χὴ του ἑ­κα­τον­τά­δες ζῶ­α, βό­δια, ἄ­λο­γα καὶ μου­λά­ρια γιὰ τὶς ἐρ­γα­σί­ες του, ὅ­πως ὄρ­γω­μα καὶ με­τα­φο­ρὲς, ἀλ­λὰ καὶ δώ­δε­κα χι­λιά­δες πρό­βα­τα. Εἶ­χε ἀ­κό­μα 48 τε­ρά­στια κτή­μα­τα εὔ­φο­ρα μὲ πη­γὲς, κα­θὼς καὶ 250 δυ­να­τὰ με­λίσ­σια καὶ πολ­λοὺς ὑ­πη­ρέ­τες.

Γυ­ναῖκα του ἦ­ταν ἡ Θε­οσ­σε­βώ, ἀ­πὸ εὐ­γε­νι­κὴ καὶ θε­ο­σε­βού­με­νη οἰ­κο­γέ­νεια. Μα­ζὶ ἀ­πέ­κτη­σαν τρί­α παι­διὰ, τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ δύ­ο κό­ρες, τὴν Ὑ­πα­τί­α καὶ τὴν Εὐ­αν­θί­α. Ὁ ἴ­διος ἔμοια­ζε τὸν φι­λό­ξε­νο Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Ἰ­α­κὼβ καὶ ὅ­σο ἔ­δι­νε, τό­σο πλή­θαι­ναν τὰ ἀ­γα­θά του.

Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως θέ­λη­σε νὰ τὸν δο­κι­μά­σει. Τὰ κτή­μα­τά του δὲν ἀ­πέ­δι­δαν καὶ τοῦ τὰ ἅρ­πα­ζαν οἱ γεί­το­νές του, τὴν πε­ρι­ου­σί­α του τὴν δι­α­σκόρ­πι­σε μὲ τὴν γεν­ναι­ο­δω­ρί­α του, τὶς ἐ­πι­δρο­μὲς τῶν Ἰ­σμα­η­λι­τῶν καὶ μὲ πολ­λὲς ἄλ­λες αἰ­τί­ες καὶ ὁ­δη­γή­θη­κε σὲ με­γά­λη φτώ­χεια. Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ὑ­πέ­μει­νε χω­ρὶς πο­τὲ νὰ λυ­πη­θεῖ ἢ νὰ ἀ­γα­να­κτή­σει. Στὸ τέ­λος τοῦ ἔ­μει­ναν μό­νο τὰ με­λίσ­σια του, 250 κυ­ψέ­λες.

Ὅ­ταν κά­ποι­ος τὸν ἐ­πι­σκέ­πτε­το, μὴ ἔ­χον­τας τί­πο­τε ἄλ­λο νὰ τοῦ δώ­σει, τρυ­γοῦ­σε μί­α κυ­ψέ­λη καὶ ἔ­δι­νε τὸ μέ­λι στὸ φτω­χὸ γιὰ νὰ χορ­τά­σει. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἐ­ξά­λει­ψε ὅ­λα τὰ με­λίσ­σια.

Ὁ Ἅ­γιος Φι­λά­ρε­τος εἶ­χε πολ­λὰ ἐγ­γό­νια, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων τὴ Μα­ρί­α, κό­ρη τῆς Ὑ­πα­τί­ας, ἡ ὁ­ποί­α παν­τρεύ­τη­κε τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τῖ­νο τὸν ΣΤ’. Ὁ  Ἅ­γιος Φι­λά­ρε­τος καὶ ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του, με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ, ἔ­ζη­σε στὸ πα­λά­τι τέσ­σε­ρα χρό­νια, χω­ρὶς νὰ δε­χθεῖ νὰ φο­ρέ­σει με­τα­ξω­τὰ ροῦ­χα καὶ χρυ­σὴ ζώ­νη, ἀλ­λὰ πάν­τα βο­η­θοῦ­σε τοὺς φτω­χοὺς καὶ πει­να­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους.

Λί­γο πρὶν πε­θά­νει προ­έ­βλε­ψε τὸ θά­να­τό του. Κά­λε­σε τοὺς συγ­γε­νεῖς του καὶ εἶ­πε τὰ ἑ­ξῆς:

«Παι­διά μου, μὴν ξε­χνᾶ­τε πο­τὲ τὴ φι­λο­ξε­νί­α, μὴν ἐ­πι­θυ­μεῖ­τε τὰ ξέ­να πρά­μα­τα, μὴ λεί­πε­τε πο­τὲ ἀ­πὸ τὶς ἀ­κο­λου­θίες καὶ Λει­τουρ­γεί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἀ­φοῦ εἶ­πε αὐ­τὰ ξε­ψύ­χη­σε μὲ τὴ φρά­ση, «Γε­ννη­θήτω τὸ θε­λη­μά Σου».

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ τὴ μνή­μη του τὴν 1η Δε­κεμ­βρί­ου.

Ἡ Χά­ρις καὶ οἱ Δε­ή­σεις αὐ­τῶν νὰ συν­τρο­φεύ­ουν ὅ­λους το­ύς Ἕλ­λη­νες καὶ  ἰ­δι­αί­τε­ρα το­ύς Γε­ωρ­γοὺς, Κτη­νο­τρό­φους, Ἀμ­πε­λορ­γοὺς καὶ Με­λισ­σο­κό­μους.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου