Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψη τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα κάποιων Ἁγίων, τούς καθιέρωσε ὡς προστάτες τῆς γεωργίας καὶ τῆς κτηνοτροφίας, ὅπως:
ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ
Οἱ γονεῖς του, Θεόδοτος καὶ Ρουφίνα, ζοῦσαν στὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας καὶ ἦσαν χριστιανοὶ μὲ μεγάλη κοινωνικὴ θέση.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς ἄρχησε σκληρὸ διωγμὸ ἐνάντια τῶν χριστιανῶν (270-275 μ.Χ.).
Μεταξὺ τῶν πρώτων συνελήφθη ὁ Θεόδοτος καὶ ἀφοῦ ἀνακρίθηκε ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸ Χριστό, ρίχθηκε στὶς φυλακὲς τῆς Καισαρείας. Ἡ σύζυγός του Ραφίνα, μόλις ἔμαθε τὴ φυλάκιση τοῦ συντρόφου της, ἂν καὶ ἦταν ἑτοιμόγενη, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Μὲ παρρησία ὁμολόγησε καὶ αὐτὴ τὴν πίστη της στὸ Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κλεισθεῖ μαζί του στὴ φυλακή.
Ἐκεῖ στὴ σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακὴ μία νύχτα ἡ Ρουφίνα ἔφερε στὸν κόσμο τὸ παιδί της.
Ἡ καρδιὰ της σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ὅταν πῆρε τὸ παιδάκι της νὰ τὸ δείξει στὸ σύζυγό της, τὸν βρῆκε νεκρό. Τὰ πολλὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ, τὸν ὁδήγησαν πρόωρα στὸ θάνατο. Ἡ πονεμένη μάννα μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἔβαλε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του, γονάτισε δίπλα του καὶ ἔκανε μὲ δάκρυα τὴν προσευχή της. Ὕστερα ἔγειρε δίπλα του γιὰ νὰ μὴ σηκωθεῖ ποτέ. Τὴν ἴδια νύκτα παρέδωσε καὶ αὐτὴ τὸ πνεῦμα. Ἡ ψυχὴ της πέταξε κοντὰ στὸν Χριστὸ, ποὺ ἀγάπησε τόσο πολὺ καὶ κοντὰ στὸ μάρτυρα σύζυγό της.
Μία εὐσεβὴς γυναῖκα, ἡ Ἀμμία Ματρώνα, ὁδηγημένη ἀπὸ ἕναν ἄγγελο πηγαίνει στὴ φυλακὴ. Παίρνει τοὺς σωροὺς τῶν μαρτύρων γονιῶν καὶ τοὺς ἐνταφιάζει μὲ σεβασμό.
Παίρνει τὸ παιδὶ στὸ σπίτι καὶ ἀναλαμβάνει μὲ προθυμία καὶ στοργὴ τὴν ἀνατροφή του. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ψελλίσματά του «μάμα-μάμα», τοῦ ἔδωκε τὸ ὄνομα Μάμας. Κοντὰ στὴν καινούργια μαννούλα τὸ παιδὶ μεγάλωσε μὲ τῆς πίστης τὰ νάματα. Ἀπὸ παιδὶ ἀγωνιζόταν νὰ ζεῖ τὴ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ παράλληλα φρόντιζε, ὅσα μάθαινε, νὰ τὰ διδάσκει καὶ στὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του.
Ἡ διαγωγὴ αὐτὴ καὶ ὁ ζῆλος τοῦ μικροῦ ἱεραπόστολου δὲν ἄργησαν νὰ γίνουν γνωστά. Κάποια ἡμέρα μερικοὶ ἐχθροί τῆς πίστεως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν σκληρὸ ἡγεμόνα Δημόκριτο. Ἐκεῖνος προσπάθησε μὲ κολακεῖες στὴν ἀρχὴ καὶ ἀπειλὲς ἀργότερα νὰ τὸν μεταπείσει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὴν πίστη του. Μὰ δὲν μπόρεσε. Ὅλες του οἱ προσπάθειες πῆγαν χαμένες. Τότε ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸ ξύλο, τὸ πλήγωμα τοῦ κορμιοῦ μὲ σιδηρένια νύχια, τὸ κάψιμο τῶν πληγῶν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τέλος τὸ ρίξιμο στὴ θάλασσα μὲ μία σιδηρένια σφαίρα δεμένη στὸν λαιμό.
Οἱ βάρβαρες πράξεις τοῦ χριστομάχου πῆγαν ἄδικα. Ἡ σφαῖρα κόπηκε καὶ τὸ παιδὶ μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς Ἀγγέλου βγῆκε στὴ στεριὰ καὶ ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βουνὸ τῆς Καισάρειας. Στὸ μέρος αὐτὸ ὁ πιστὸς καὶ ἡρωϊκὸς Μάμας ἔζησε μέχρι τὰ δεκαπέντε του χρόνια μὲ συντροφιὰ τὰ λιοντάρια καὶ τὰ ἄλλα ἄγρια ζῶα. Τὰ ἐξημέρωσε, τὰ ἔβοσκε καὶ τὰ ἄρμεγε γιὰ νὰ τρέφεται, μὰ καὶ νὰ φιλοξενεῖ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ νὰ διδαχθοῦν. Ἡ παρουσία τοῦ φλογεροῦ καὶ πιστοῦ νέου ἔγινε γνωστή. Γιὰ μία ἀκόμα φορά οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ πῆγαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Τὰ μαρτύρια αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν σκληρότερα καὶ ἀγριότερα. Ἔμεινε καὶ τώρα ἄκαμπτος. Καμμία δύναμη δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὸν λυγίσει καὶ νὰ τὸν ἀλλάξει. Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν. Ὁ δεκαπεντάχρονος ἔφηβος ἔμεινε ἀλύγιστος. Ταπεινωμένος καὶ ντροπιασμένος ὁ ἀσεβὴς ἡγεμόνας ἀπὸ τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀντοχὴ του, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὁ δήμιος μὲ μία σιδηρένια τρίαινα τὸν κτύπησε στὴν κοιλιά. Ὁ γενναῖος μάρτυρας ἔπεσε κάτω καὶ ἄφησε τὴν ψυχή του νὰ πετάξει κοντὰ σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀγάπησε καὶ λάτρεψε, μὰ καὶ κοντὰ στοὺς μάρτυρες γονεῖς του. Δὲν λύγισε, ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος στὶς ἀρχὲς του μέχρι θανάτου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 2 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝΑΣ
Ὁ Μεγαλομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Τρύφωνας γεννήθηκε στὴν Λάμψακο, ἕνα χωριὸ τῆς Φρυγίας στὰ παράλια τοῦ Ἑλλησπόντου, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἦταν τόσο ἄξιος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ τῶν ποικίλων θείων ἐνεργειῶν καὶ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μετὰ τὸν Γορδιανὸ καὶ τὸν Φίλλιπο, ἀναγορεύθηκε αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων ὁ Δέκιος, ἄνθρωπος σκληρός, θερμὸς στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, κινούμενος μὲ φοβερὴ λύσσα κατὰ τῶν Χριστιανῶν, εὐφραινόταν μὲ τὶς σφαγὲς καὶ τὰ βασανιστήριά τους.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καταγγέλουν τὸν Τρύφωνα στὸν ἔπαρχο τῆς Ἀνατολῆς Ἀκυλλίνο, ὅτι δηλαδὴ ἐκδηλώνει μεγάλη ἀλαζονεία κατὰ τῶν Αὐτοκρατόρων καὶ ἐμπαίζει μὲ τοὺς μεγάλους θεούς, ἰσχυρίζεται δὲ ὅτι μόνο κάποιος Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ἐξαπατᾶ πολλούς.
Ὁ ἔπαρχος στέλνει αὐστηρὲς ἐντολὲς στοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες, ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά του ὁ Τρύφων, ὁ ὁποῖος ὅταν ἄκουσε ὅτι τὸν ἀναζητοῦν οἱ διῶκτες, δὲν ἀναχωρεῖ νὰ κρυφθεῖ στὴν ἔρημο, οὔτε καταφεύγει στὰ πυκνὰ δάση, παρὰ ὁπλίζεται μὲ προσευχὲς καὶ δεήσεις καὶ ἐμφανίζεται μὲ χαρὰ καὶ εὐχαρίστως πορεύεται γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν Ἀκυλλίνο, ὁ ὁποῖος διέμενε τότε στὴν Νίκαια.
Στὴν ἀπολογία του ὁ Ἅγιος Τρύφων εἶπε στὸν ἔπαρχο: «Τὸ ὄνομά μου τὸ γήϊνο εἶναι Τρύφων, πατρίδα μου ἡ κώμη Λάμψακος, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε οὔτε ἀναφερόμαστε στὴν τύχη, πιστεύουμε ὅμως ὅτι κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τάξη γίνονται τὰ πάντα καὶ ἀπὸ τὴ σοφία Του κυβερνῶνται τὰ σύμπαντα. Εἶμαι ἐλεύθερος στὴν ζωή μου καὶ μόνο σὲ ἕναν ὑποτάσσομαι, στὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πίστη μου, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ δόξα μου.
Καὶ πρὸς αὐτὰ ὁ ἔπαρχος εἶπε: «Ὑποθέτω ὅτι δὲν γνωρίζεις τὴ διαταγὴ τοῦ Αὐτοκράτορα, ποὺ ἐπιτάσσει νὰ παραδίνεται σὲ βίαιο θάνατο καθένας ποὺ ἐπιδεικνύει ἀπείθεια στὴν τιμὴ καὶ λατρεία τῶν θεῶν. Θέλω νὰ πεισθεῖς στὰ λόγια μου καὶ νὰ φύγεις ἀπὸ τὴν ἀπάτη, γιὰ νὰ μὴν ὑποστεῖς τὴ φωτιὰ καὶ ἄλλα βασανιστήρια».
Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Μακάρι νὰ ἀναλωθῶ καὶ ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ ἀπὸ ἄλλο βασανιστήριο γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου».
Ὁ ἔπαρχος ἀπάντησε: «Σὲ προτρέπω, Τρύφων, νὰ θυσιάσεις στοὺς θεοὺς καὶ δὲν θέλω νὰ πεθάνεις μὲ ἄσχημο τρόπο».
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἀρνήθηκε ἀκόμη μία φορὰ καὶ εἶπε: «Ἐὰν φέρω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τέλεια καὶ ἀκέραια τὴν ὁμολογίαν καὶ φυλάξω τὴν καλὴ παρακαταθήκη τῆς πίστεως, χωρὶς νὰ τὴν ἀρνηθῶ, προσφέροντας ὁλόκληρο τὸν ἑαυτόν μου σὰν καθαρὴ θυσία στὸ Θεό.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀκυλλίνος ἐξοργίσθηκε καὶ διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Τρύφωνα καὶ νὰ τὸν τρυποῦν μὲ σπαθιά. Τὸν κρέμασαν στὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνες, τοῦ ἔκοπταν μὲ ὁρμὴ τὶς σάρκες.
Ὁ Γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀντιστέκεται στὶς προκλήσεις τοῦ Ἀκυλλίνου, ὑπομένει ὅλα τὰ βασανιστήρια ποὺ ἐπινοεῖ ὁ νοσηρὸς καὶ μοχθηρὸς νοῦς τοῦ τυράννου (πολυήμερη φυλακή, πεζοπορία μὲ καρφιὰ στὰ πόδια, ραβδισμοὶ καί κάψιμο τῶν πλευρῶν μὲ λαμπάδες, σπαθισμοὶ καὶ ἄλλα) καὶ μένει ἀταλάντευτος στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ καρτερία ὑπομένει τὰ φρικτὰ μαρτύρια.
Βλέποντας ὁ Ἀκυλλίνος τὴν ἀνυποχώρητη ἐναντίωση τοῦ Τρύφωνα ἀποφασίζει τελικὰ νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Ἀμέσως οἱ στρατιῶτες τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ σηκώνοντας τά μάτια καὶ τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε καὶ πρὶν πληγωθεῖ ἀπὸ τὸ ξίφος παρέδωσε τὴν ψυχή του.
Οἱ χριστιανοὶ μὲ καθαρὰ σεντόνια καὶ ἀρώματα περιποιήθηκαν τὸ τίμιο ἐκεῖνο Λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴ Λάμψακο, ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐμφανίσθηκε σὲ ὄνειρό τους.
Ἡ Ἁγία του Κάρα βρίσκεται στὴ Ἱ. Μ. Ξενοφῶντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στὸ βιβλίο «Βίος καὶ Μαρτύρια τοῦ Ἁγίου Τρύφωνα περιγράφονται πολλὰ θαύματά του.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη του τὴν 1ην Φεβρουαρίου.
ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΠΑΚΝΑΝΑΣ) Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ Πακνανᾶς (ἢ Μπακνανᾶς), γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ ἐνάρετους γονεῖς περὶ τὸ 1751 μ.Χ. Λόγῳ τῆς πενίας τῶν γονέων του, ἔμεινε ἀγράμματος καὶ ἔγινε κηπουρός.
Κάποια ἡμέρα, ἐνῶ ἐπέστρεφε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ κάποιο χωριὸ ὅπου εἶχε πάει γιὰ δουλειὰ, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους φύλακες καὶ συκοφαντήθηκε ὅτι μετέφερε κρυφὰ μπαρούτι γιὰ τοὺς ἐπαναστάτες Ἕλληνες. Ὁδηγήθηκε στὸν κριτὴ ὅπου διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὴν ἀδικία εἰς βάρος του, ἀλλὰ καταδικάσθηκε εἰς θάνατον ἐκτὸς καὶ ἂν ἐδέχετο νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν Μωαμεθανισμό, ὁπότε καὶ θὰ ἔσωζε τὴν ζωή του. Ὅμως ὁ εὐσεβὴς καὶ ἔντιμος ἐκεῖνος Ἀθηναῖος, ἀπαντοῦσε σὲ ὕφος ἀγέρωχο στὶς συνεχιζόμενες ἀπειλὲς τῶν Τούρκων μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ φράση, «δὲν τουρκεύω».
Ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης χαίρων καὶ εὐχαριστῶν τὸν Κύριο ποὺ τὸν ἀξίωσε τῆς τιμῆς τοῦ μαρτυρίου. Στὴν ἀρχὴ ὁ δήμιος χτύπησε τὸν Ἅγιο μὲ ἀντεστραμμένο ξίφος στὸν λαιμὸ γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσει, προσδοκώντας τὴ μεταστροφή του. Ὅμως ὁ γενναῖος μάρτυρας τὸν παρότρυνε μὲ θάρρος λέγοντας, «χτύπα γιὰ τὴν πίστη». Καὶ ὅταν ὁ δήμιος ἔβαλε τὸ μαχαίρι του στὸν τράχηλο τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν πλήγωσε λίγο, ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου τὴν ἴδια φράση, «χτύπα γιὰ τὴν πίστη». Τελικὰ ὁ δήμιος ἔκοψε τὴ σεπτὴ κεφαλὴ του τὸ 1771 μ.Χ. χαρίζοντάς του τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγειορίτης τοποθετεῖ τὸ μαρτύριό του στὰ 1770 μ.Χ.
Στὴν πρώτη κολώνα τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς στὴν Ἀθήνα, διακρινόταν τὸ ἀκόλουθο ἐπιγραφικὸ χάραγμα «1771 Ἰουλίου 9 ἀπεκεφαλίσθη ὁ Πακνανᾶς Μιχάλης».
Τὸ μοναδικὸ παρεκκλήσι σὲ ὅλη τὴν πρωτεύουσα, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Νεομάρτυρα Μιχαὴλ, βρίσκεται στὸν ἱερὸ ναὸ Ἀναλήψεως Κυρίου Νέου Κόσμου (Λαγουμτζῆ καὶ Ντελακρουά), ὅπου κατὰ τὴν παράδοση στὴν περιοχὴ αὐτὴ βρισκόταν οἱ κῆποι τοῦ Ἁγίου.
Τό 2003 ἀνακυρήχθηκε προστάτης τῶν Διαιτολόγων καὶ Διατροφολόγων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 9ην Ἰουλίου.
ΑΓΙΟΣ ΦΩΚΑΣ Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν Σινώπη, κοντὰ στὴ Μαύρη θάλασσα.
Ἀπὸ νέος ἐξοικονομοῦσε τὰ ἀπαραίτητα ἀπὸ τὸν κῆπο του, ποὺ καλλιεργοῦσε. Τὸ σπίτι του ἦταν κοντὰ στὴν πύλη τοῦ κάστρου ποὺ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ λιμάνι, γι᾿ αὐτὸ ποτὲ δὲν τοῦ ἔλειπαν οἱ φιλοξενούμενοι, ἄλλοτε ξένοι ταξιδιῶτες, ἄλλοτε φτωχοί.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ εἰδωλολάτρες εἶχαν κηρύξει διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τοὺς σκότωναν χωρὶς ἐξέταση καὶ δίκη.
Μαθεύτηκε ὅτι καὶ ὁ Φωκᾶς ὁ κηπουρὸς, ἦταν Χριστιανός. Ἀμέσως οἱ ἄρχοντες ἔστειλαν στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
Ὁ Φωκᾶς δὲν τοὺς ἐγνώρισε, τοὺς δέχθηκε καὶ τοὺς περιποιήθηκε σὰν ξένους. Ἀφοῦ πέρασαν μερικὲς ἡμέρες τοὺς ρώτησε τί σκοπὸ εἶχε τὸ ταξίδι τους σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο. Ἐκεῖνοι, ὑποχρεωμένοι ἀπὸ τὴ φιλοξενία του, φανέρωσαν τὸ μυστικό, ὅτι ζητοῦν τὸ Φωκᾶ τὸ Χριστιανὸ γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τοῦ εἶπαν μάλιστα ὅτι θὰ τοῦ χρωστοῦσαν μεγάλη χάρη ἂν τοὺς τὸν φανέρωνε.
Ὁ Φωκᾶς σκέπτεται, «ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ δείξω μὲ ἔργα ὅτι εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δοῦλος τοῦ Κυρίου». Χωρὶς νὰ χάσει τὸ θάρρος του εἶπε στοὺς στρατιῶτες: «Ἐγὼ, φίλοι μου, θὰ σᾶς βοηθήσω, θὰ σᾶς βρῶ τὸ Φωκᾶ, τὸν γνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ εἶναι εὔκολο νὰ τὸν ἔχετε στὰ χέρια σας». Λέγοντας αὐτὰ τοὺς ἄφησε στὸ σπίτι του καὶ βγῆκε γιὰ νὰ σκάψει καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὸν τάφο του.
Τὸ ἄλλο πρωΐ λέγει στοὺς δημίους του: « Μάθετε, φίλοι, ὅτι τὸν βρῆκα τὸν Φωκᾶ».
Ἐκεῖνοι χαρούμενοι τὸν ρώτησαν, ποῦ βρίσκεται.
«Δὲν εἶναι μακρυὰ, μιλάει μαζί σας. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Φωκᾶς. Κάνετε τὸ ἔργο σας γιὰ τὸ ὁποῖο τόσο ὁδοιπορήσατε καὶ κουρασθήκατε».
Οἱ στρατιῶτες ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ ντροπιάσθηκαν, γιατί μὲ τόση ἀγάπη εἶχαν φιλοξενηθεῖ ἀπὸ τὸν Φωκᾶ. Ὁ Ἅγιος κατάλαβε τὴ δυσκολία τους καὶ τοὺς εἶπε: «Μὴ διστάζετε, φίλοι μου, νὰ κάνετε τὸ ἔργο σας. Δὲν εἶσθε σεῖς αἴτιοι τοῦ φόνου, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ σᾶς ἔστειλαν.
Μὲ τέτοια λόγια ἔπεισε τοὺς στρατιῶτες νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ ψυχὴ του ἔφυγε στὸν οὐρανὸ κοντὰ στὸν πολυπόθητο Δεσπότη καὶ Κύριο.
Οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ Ἐκκλησία μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔβαλαν τὸ σεπτὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ, ποὺ ἔγινε πηγὴ παρηγοριᾶς γιὰ τοὺς θλιβομένους καὶ θεραπεία γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς.
Ὅταν ἐκινδύνευσε ἡ πατρίδα του Σινώπη ἀπὸ πείνα, χάρις στὴν προστασία τοῦ Ἁγίου βρέθηκε σιτάρι.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 22 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Τό ἔτος 1748, στὶς 12 Φεβρουαρίου, μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Χρῆστος ὁ Κηπουρός.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου (ἦταν Ἀρβανίτης) καὶ ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔγινε κηπουρός.
Κάποια ἡμέρα πουλώντας μῆλα στὸ παζάρι, συμφώνησε μὲ ἕναν Τοῦρκο νὰ τοῦ πωλήσει τὰ μῆλα ποὺ εἶχε. Πάνω ὅμως στὴ συμφωνία, ἄρχισαν νὰ φιλονικοῦν μεταξύ τους. Ὁ Τοῦρκος γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ τὸν συκοφάντησε πὼς εἶπε τάχα ὅτι θὰ γίνει τοῦρκος. Ἀπὸ ἐκεῖ παίρνει τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πηγαίνει στὸ δικαστήριο τοῦ τσαούσμπαση, παρουσιάζει καὶ ψευδομάρτυρες, ὅτι τοῦ εἶπε στὰ ἀλήθεια νὰ τουρκέψει.
Ὁ τσαούσμπασης ρώτησε τὸν Ἅγιο ἂν ἀληθεύει καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ μεγάλη γενναιότητα ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ ὅτι τέτοια λόγια δὲν εἶπε, οὔτε ὑπάρχει τρόπος νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, ἀκόμα καὶ ἂν δεχθεῖ χιλιάδες βάσανα.
Τότε ὁ τσαούσμπασης πρόσταξε καὶ τὸν ράβδισαν ἄσχημα. Ἔπειτα δένοντάς του τὸν χτύπησαν στὸ κεφάλι μέχρι ποὺ ἔτρεχαν πολλὰ αἵματα. Στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακὴ καὶ τοῦ ἔσφιξαν τὰ πόδια του στὸ κούτσουρο.
Ἔτυχε νὰ εἶναι μέσα στὴ φυλακὴ καὶ ὁ ὁσιολογιώτατος Καισάριος Δαπόντες (ὁ ὁποῖος περιέγραψε καὶ τὸ μαρτύριο αὐτὸ) καὶ βλέποντας τὸ Μάρτυρα στὸ κούτσουρο τὸν ἔβγαλε κρυφὰ ἀπὸ αὐτὸ καὶ τοῦ ἔφερε νὰ φάει, γιὰ νὰ δυναμώσει, ἀλλὰ ὁ Μάρτυρας δὲν θέλησε οὔτε νὰ δοκιμάσει καὶ εἶπε: «Γιατί νὰ φάω, μήπως πρόκειται νὰ ζήσω, ἂς πεθάνω γιὰ τὸν Χριστό μου πεινασμένος καὶ διψασμένος».
Στὴν συνέχεια ἔβγαλαν τὸ Μάρτυρα ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν τὴν ἴδια ἡμέρα. Ἔτσι ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ Μαρτυρίου, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 12 Φεβρουαρίου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος γεννήθηκε τὸ 702 μ.Χ., στὴν Ἄμνια Παφλαγονίας. Ἦταν ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς τοῦ Πόντου καὶ τῆς Γαλατίας, γυιὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ Φερώνυμου.
Γεννήθηκε τὴν ταραγμένη ἐποχὴ, ὅπου τὸ Βυζάντιο σπαράσσονταν ἀπὸ τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας. Εἶχε μεγάλη περιουσία καὶ στὴν κατοχὴ του ἑκατοντάδες ζῶα, βόδια, ἄλογα καὶ μουλάρια γιὰ τὶς ἐργασίες του, ὅπως ὄργωμα καὶ μεταφορὲς, ἀλλὰ καὶ δώδεκα χιλιάδες πρόβατα. Εἶχε ἀκόμα 48 τεράστια κτήματα εὔφορα μὲ πηγὲς, καθὼς καὶ 250 δυνατὰ μελίσσια καὶ πολλοὺς ὑπηρέτες.
Γυναῖκα του ἦταν ἡ Θεοσσεβώ, ἀπὸ εὐγενικὴ καὶ θεοσεβούμενη οἰκογένεια. Μαζὶ ἀπέκτησαν τρία παιδιὰ, τὸν Ἰωάννη καὶ δύο κόρες, τὴν Ὑπατία καὶ τὴν Εὐανθία. Ὁ ἴδιος ἔμοιαζε τὸν φιλόξενο Ἀβραὰμ καὶ Ἰακὼβ καὶ ὅσο ἔδινε, τόσο πλήθαιναν τὰ ἀγαθά του.
Ὁ Θεὸς ὅμως θέλησε νὰ τὸν δοκιμάσει. Τὰ κτήματά του δὲν ἀπέδιδαν καὶ τοῦ τὰ ἅρπαζαν οἱ γείτονές του, τὴν περιουσία του τὴν διασκόρπισε μὲ τὴν γενναιοδωρία του, τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἰσμαηλιτῶν καὶ μὲ πολλὲς ἄλλες αἰτίες καὶ ὁδηγήθηκε σὲ μεγάλη φτώχεια. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινε χωρὶς ποτὲ νὰ λυπηθεῖ ἢ νὰ ἀγανακτήσει. Στὸ τέλος τοῦ ἔμειναν μόνο τὰ μελίσσια του, 250 κυψέλες.
Ὅταν κάποιος τὸν ἐπισκέπτετο, μὴ ἔχοντας τίποτε ἄλλο νὰ τοῦ δώσει, τρυγοῦσε μία κυψέλη καὶ ἔδινε τὸ μέλι στὸ φτωχὸ γιὰ νὰ χορτάσει. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξάλειψε ὅλα τὰ μελίσσια.
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος εἶχε πολλὰ ἐγγόνια, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴ Μαρία, κόρη τῆς Ὑπατίας, ἡ ὁποία παντρεύτηκε τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν ΣΤ’. Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος καὶ ἡ οἰκογένειά του, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ, ἔζησε στὸ παλάτι τέσσερα χρόνια, χωρὶς νὰ δεχθεῖ νὰ φορέσει μεταξωτὰ ροῦχα καὶ χρυσὴ ζώνη, ἀλλὰ πάντα βοηθοῦσε τοὺς φτωχοὺς καὶ πεινασμένους ἀνθρώπους.
Λίγο πρὶν πεθάνει προέβλεψε τὸ θάνατό του. Κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Παιδιά μου, μὴν ξεχνᾶτε ποτὲ τὴ φιλοξενία, μὴν ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράματα, μὴ λείπετε ποτὲ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες καὶ Λειτουργείες τῆς Ἐκκλησίας». Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ξεψύχησε μὲ τὴ φράση, «Γεννηθήτω τὸ θελημά Σου».
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη του τὴν 1η Δεκεμβρίου.
Ἡ Χάρις καὶ οἱ Δεήσεις αὐτῶν νὰ συντροφεύουν ὅλους τούς Ἕλληνες καὶ ἰδιαίτερα τούς Γεωργοὺς, Κτηνοτρόφους, Ἀμπελοργοὺς καὶ Μελισσοκόμους.