Τα Άγια Πάθη του Χριστού, με λίγα λόγια από έναν μαθητή Δημοτικού

Ο Ιησούς από την αρχή γνώριζε ότι τα σημαντικά γεγονότα θα διαδραματίζονταν στα Ιεροσόλυμα. Γνώριζε επίσης ότι στην πόλη εκείνη ραδιουργούσαν εναντίον του οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που ήθελαν να τον αφανίσουν.

Διέδιδαν τις χειρότερες φήμες σε βάρος του: ότι συγχωρούσε τους φοροσυλλέκτες και τους κλέφτες, ότι ήταν ψευδοπροφήτης. Ο Ιησούς είχε πει ότι μπορούσε να γκρεμίσει τον Ναό και να τον ξαναχτίσει σε τρεις μέρες. Οι εχθροί του υποκρίνονταν ότι δεν καταλάβαιναν το μήνυμα αγάπης στα λόγια του. Αρκετοί είχαν θελήσει πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν, κι αυτός γνώριζε πολύ καλά τους κινδύνους. Μα είχε αποφασίσει να πάει στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα και δεν άλλαξε τα σχέδιά του.

Έφτασε καθισμένος σε ένα γαϊδουράκι, κι ο κόσμος επιφημούσε: κουνούσαν βάγια στο πέρασμά Του και πανηγύριζαν. Έπειτα ο Ιησούς χάθηκε για μερικές μέρες πριν εμφανιστεί πάλι στον Ναό. Φτάνοντας εκεί έκανε μεγάλη φασαρία και έδιωξε τους εμπόρους που συναθροίζονταν εκεί, αναποδογυρίζοντας τα τραπέζια τους.

Απεχθανόταν το γεγονός ότι ο Ναός είχε γίνει λημέρι κερδοσκόπων. Έπειτα ένιωσε ένα τεράστιο κύμα κόπωσης να τον πλημμυρίζει. Περιπλανήθηκε. Προαισθανόταν ότι η ραδιουργία που θα τον οδηγούσε στο σταυρό είχε στηθεί για τα καλά. Ξαναβρήκε εκείνους που τον συντρόφευαν στο ταξίδι και στα κηρύγματά του και γευμάτισε μαζί τους μια τελευταία φορά. Ο προδότης που θα τον κατέδιδε βρισκόταν εκεί, ανάμεσά τους. Ο Ιησούς τον πλησίασε και του έπλυνε τα πόδια, σαν να μη διέφερε από τους άλλους μαθητές. Ορισμένοι, όπως ο Πέτρος έκλαψαν με λυγμούς, τόσο πολύ τους συντάραξα αυτή η κίνηση ταπεινοφροσύνης. Ο Ιησούς έκοψε το ψωμί και έδωσε το κύπελλο γεμάτο με κρασί να περάσει σε όλους. Ζήτησε να επαναλαμβάνουν αυτές τις κινήσεις σε ανάμνησή του. Ξαφνικά τον κατέλαβε θλίψη. Είπε ότι γνώριζε πως ένας από τους μαθητές του θα τον κατέδιδε. Στράφηκε στον Ιούδα και είπε: αυτό που έχεις να κάνεις, να το κάνεις γρήγορα. Ο Ιούδας τότε έφυγε τρέχοντας. Ο Ιησούς είπε τους καθιερωμένους ψαλμούς και έπειτα κατευθύνθηκε προς το όρος των Ελαίων. Η Σελήνη έριχνε στον κήπο φως γαλάζιο και παγερό. Ο Ιησούς θέλησε να προσευχηθεί μια τελευταία φορά. Ίσως μπορούσε να αποφύγει τη σκληρή θυσία. Ξάφνου  εμφανίστηκαν φρουροί και οπλισμένοι άντρες. Τους είχε οδηγήσει εκεί ο Ιούδας, που τώρα τον φιλούσε, για να τους τον υποδείξει. Ο Ιησούς δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση. Τον οδήγησαν στο σπίτι του Άννα, του αρχιερέα, ο οποίος τον ανέκρινε σχετικά μα τη διδασκαλία του και τους μαθητές του. Ο Ιησούς αρκέστηκε να πει ότι μιλούσε πάντοτε δημόσια και ότι δεν υπήρχε τίποτα κρυφό στο κήρυγμά του. Ο αρχιερέας έχασε την υπομονή του και διέταξε να τον οδηγήσουν στο γαμπρό του τον Καϊάφα. Εκείνος τον ρώτησε αν ήταν ο Χριστός.

-Εσύ το είπες, απάντησε ο Ιησούς.

Ακούγοντας τα λόγια αυτά, ο αρχιραβίνος έσκισε τα ρούχα του, συγκλονισμένος από την βλασφημία. Τελικά έπεισε ολόκληρο το συνέδριο πως στον Ιησού έπρεπε να επιβληθεί η ποινή του θανάτου. Οι φρουροί τον άρπαξαν. Ο κόσμος άρχισε να τον βλασφημεί και κάποιοι θέλησαν να τον μαστιγώσουν.

Εκείνη την ώρα, ο Πέτρος, που ήταν κάτω στην αυλή, αρνήθηκε ότι γνώριζε τον Ιησού. Η υπηρέτρια επέμεινε. Ο Πέτρος τον αρνήθηκε τρεις φορές. Την ίδια στιγμή, ένας πετεινός λάλησε, κι ο Πέτρος άρχισε να κλαίει, γιατί θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει ο δάσκαλος λίγες ώρες νωρίτερα: “Πριν λαλήσει ο πετεινός, τρεις φορές θα αρνηθείς πως με γνωρίζεις”.

Νωρίς το πρωί, το συνέδριο αποφάσισε να μεταφέρει το θέμα στον Ρωμαίο κυβερνήτη. Ο Ιησούς, με δεμένα τα χέρια, οδηγήθηκε μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος όμως δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτή την υπόθεση. Οι σύνεδροι το κατάλαβαν και του ψιθύρισαν στο αυτί: Αυτός ο άνθρωπος ξεσηκώνει το λαό, λέει σε όλους να μην πληρώνουν το φόρο υποτέλειας στον Καίσαρα, και ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς – Μεσσίας. Ο Πιλάτος ρώτησε τον Ιησού:

-Είσαι βασιλιάς των Εβραίων;

-Το σκέφτηκες μόνος σου ή σου το είπαν άλλοι; τον αντιρώτησε ο Ιησούς.

-Οι δικοί σου ιερείς σε παρέδωσαν σε εμένα ως παράνομο. Ποιο είναι το έγκλημά σου ;

-Το βασίλειό μου δε βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον κόσμο, είπε ο Ιησούς με καθαρή φωνή.

-Άρα είσαι βασιλιάς; συνέχισε ο Πιλάτος, που είχε αρχίσει να κουράζεται με την υπόθεση.

-Εσύ το λες. Δεν ήρθα σε αυτόν τον κόσμο για να δίνω αποδείξεις.

Ύστερ’ από αυτή την αντιπαράθεση, ο Πιλάτος κάλεσε τα μέλη του Συνεδρίου και τους είπε ότι ο Ιησούς δεν αποτελούσε εχθρό της Ρώμης. Έτσι κατάφερε να μην πάρει θέση στα εσωτερικά τους. Σύμφωνα με το έθιμο όμως, λόγω της γιορτής του Πάσχα ο κυβερνήτης έπρεπε να δώσει χάρη σε ένα κατάδικο. Ο Πιλάτος κάλεσε το πλήθος να διαλέξει: τον Ιησού ή τον Βαραββά ; Ο κόσμος, κραυγάζοντας, ζήτησε την απελευθέρωση του Βαραββά.

Οι στρατιώτες μαστίγωσαν τον Ιησού και του φόρεσαν κόκκινο μανδύα. Του έβαλαν στο κεφάλι αγκάθινο στεφάνι και του έδωσαν να κρατάει ένα σκήπτρο από καλάμι. Ο Πιλάτος θέλησε να τον σώσει. Μα του απάντησαν ότι με βάση τον δικό τους νόμο ο Ιησούς έπρεπε να θανατωθεί, γιατί είχε ανακηρύξει τον εαυτό του Υιό του Θεού. Ο Πιλάτος φοβήθηκε κι έδωσε την άδεια να τον σταυρώσουν. Η αναμονή είχε φτάσει σε σημείο παροξυσμού. Κάποιοι πέρασαν στο λαιμό του Ιησού μια επιγραφή που δήλωνε: ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ, ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΙΟΥΔΑΙΩΝ. Και σύμφωνα με τον ρωμαϊκό νόμο ο κατάδικος έπρεπε να μεταφέρει ο ίδιος το ξύλο για τον σταυρό του. Ξεκίνησαν για τον τόπο του μαρτυρίου, τον λόφο Γολγοθά. Πολύ σύντομα ο Ιησούς έπεσε κάτω από την εξάντληση. Αγγάρεψαν λοιπόν έναν περαστικό, τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, για να σηκώσει το σταυρό. Στην κορυφή του Γολγοθά, όπου γινόταν κατά παράδοση οι σταυρώσεις, έδωσαν στον Ιησού να πιει ένα μείγμα κρασιού με χολή. Έπειτα τον σταύρωσαν περιγελώντας και χλευάζοντάς τον. Οι αρχιερείς διασκέδαζαν βλέποντας εκείνον που έλεγε ότι ήταν ικανός να ξαναχτίσει το Ναό σε τρεις μέρες, να βρίσκεται σταυρωμένος ανάμεσα σε κακοποιούς. Στη βάση του σταυρού οι στρατιώτες θέλησαν να μοιραστούν το χιτώνα του Ιησού, αλλά για να μην τον σκίσουν, αφού ήταν μονοκόμματος , έριξαν κλήρο ποιος θα τον πάρει. Εκεί κοντά βρισκόταν και η Μαρία, η μητέρα του, μαζί με τον Ιωάννη τον μαθητή και αρκετούς άλλους πιστούς. Καθώς η νύχτα άρχιζε να σκεπάζει τη γη, ο ήλιος χάθηκε πίσω από τα σύννεφα, και ο Ιησούς έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή. Ακούστηκε να λέει:

-Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες ; Έπειτα ζήτησε να πιει κάτι. Του έδωσαν ένα σφουγγάρι βουτηγμένο στο ξύδι. Ο Ιησούς έγειρε το κεφάλι του και ξεψύχησε. Ξαφνικά η γη σείστηκε συθέμελα. Στο Ναό το καταπέτασμα σκίστηκε στα δύο. Οι ταφόπλακες έφυγαν από τη θέση τους, και πολλοί νεκροί αναστήθηκαν. Επειδή ήταν Πάσχα, το θεωρούσαν ανεπίτρεπτο να αφήνουν τα σώματα των καταδίκων πάνω στο σταυρό. Οι στρατιώτες έσπασαν τα πόδια εκείνων που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Ιησού. Ένας λογχοφόρος, για να βεβαιωθεί ότι ο Ιησούς είχε πεθάνει, το τρύπησε τα πλευρά και ανάβλυσε ένας πίδακας από αίμα και νερό. Η Μαρία πήρε στην αγκαλιά της το σώμα του γιου της. Δε λύγισε, έμεινα αξιοπρεπής μέσα στο πένθος της.

Ένας άγιος άνθρωπος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, παραχώρησε στους μαθητές τον τάφο που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό του. Ήταν ώρα να φροντίσουν το σώμα του νεκρού. Το τύλιξαν με ένα λινό σάβανο που είχε μουσκευτεί σε μίγμα μύρου και αλόης. Απόθεσαν στο μνήμα τη βαριά πέτρα, και ο τάφος σφραγίστηκε….

 

Ι. Τ., 2022

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου