(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Αγίων Πατέρων) / ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η εβδόμη Κυριακή από του Πάσχα είναι αφιερωμένη στους αγίους και θεοφόρους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία, όπως είναι γνωστό, συγκλήθηκε το 325, στη Νίκαια της Βηθυνίας, για να αντιμετωπίσει μια από τις πλέον δαιμονικές, βλάσφημες και εκθεμελιωτικές αιρέσεις στην ιστορία της Εκκλησίας μας, τον Αρειανισμό.
Την ημέρα αυτή υμνείται ο Χριστός, ο Οποίος, «φωστήρας επί γης τους Πατέρας ημών θεμελιώσας και δι’ αυτών προς την αλήθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας», καθώς και ο Θεός Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, το Οποίο οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13), εκφραζόμενο μέσω των αγίων Πατέρων. Αυτοί είναι το στόμα Του και στην έκφρασή Του στην Εκκλησία. Έγιναν οι «σάλπιγγες του Πνεύματος», δια των οποίων το Άγιο Πνεύμα φθέγγεται «το μυστήριον της Θεολογίας», το μυστήριο της υποστάσεως του Θεανθρώπου και Σωτήρα μας Χριστού και του απολυτρωτικού Του έργου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ορίστηκε να τιμάται η ιερή σύναξη των 318 θεοφόρων Πατέρων αυτή την χαρμόσυνη αναστάσιμη περίοδο. Άλλωστε η πραγματική χαρά της Εκκλησίας μας, η αγαλλίαση του εκκλησιαστικού σώματος, είναι η πραγμάτωση της σωτηρίας και δεν πρόκειται για ένα συναισθηματικό σύμπτωμα, αλλά για οντολογική συμμετοχή στην εν Χριστώ ανακαίνιση και απολύτρωση. Η σωτηρία επίσης δεν είναι επίσης ένα θεωρητικό σχήμα, ή μια ιδεολογική αποδοχή ορισμένων συλλογιστικών αρχών, αλλά συνειδητή βίωση της ενώσεως με το Χριστό, η οποία συνοδεύεται απαραίτητα με προσαρμογή της ζωής στις επιταγές Εκείνου και οι οποίες ορίζουν και βεβαιώνουν αυτή τη ενότητα. Κι ακόμα: οι αλήθειες της πίστεώς μας είναι συνώνυμες με τη σωτηρία μας. Η σωτηρία μας συντελείται εν τη αληθεία.
Οι επιταγές του Χριστού, ως μέρους της θείας διδασκαλίας Του, είναι «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιωάν.6,68), λόγια αιώνιας ζωής. Είναι το «ευαγγέλιον της σωτηρίας», το οποίο είναι απαραίτητο για να συντελεστεί η ένωσή μας με το Σωτήρα Χριστό. Εκείνος μας διαβεβαίωσε πως τα «τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν» (Ιωάν.6,64), και όχι φιλοσοφικοί στοχασμοί ή ρητορικά σχήματα. Η θεία διδασκαλία δεν έχει κάποια θεωρητική ή γνωσιολογική χρησιμότητα, αλλά οριοθετεί τη ζωή των πιστών, αντιδιαστέλλοντάς την από τη ζωή του πτωτικού κόσμου. Άλλωστε ο προχριστιανικός κόσμος δεν έπασχε από έλλειψη θρησκευτικής ζωής και θεωριών. Ειδικά την εποχή που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, η θρησκευτικότητα βρισκόταν σε μια απίστευτη έκρηξη. Πλήθος ετερόκλητων θρησκευτικών σχημάτων είχαν κατακλείσει την απέραντη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τα οποία υπόσχονταν να ικανοποιήσουν κάθε ανθρώπινη έκφανση, από τις μεταφυσικές ανησυχίες, ως και τα πλέον ταπεινά πάθη και ορμέμφυτα. Όμως καμιά τους δεν προσέφερε σωτηρία, καμιά δεν ικανοποιούσε και δε γέμιζε, ουσιαστικά, την ψυχική κενότητα των οπαδών τους. Γι’ αυτό και η δίψα για λύτρωση ήταν έντονη. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η αποδοχή, διάδοση και εδραίωση της χριστιανικής πίστεως στο θρησκευτικό αυτό κυκεώνα. Μαζί επίσης, με την εκρηκτική, νοσηρή αυτή θρησκευτικότητα, συνυπήρχε και έντονη γνωσιολογική δίψα. Μια απίστευτη πληθώρα θεωριών, φιλοσοφικών σχημάτων και ιδεών διαχέονταν στον διψασμένο ελληνορωμαϊκό κόσμο, υποσχόμενα να δώσουν απαντήσεις στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα και να δώσουν λύσεις στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Όμως, όπως οι θρησκείες, έτσι και οι φιλοσοφίες, ελάχιστα άγγιζαν και ωφελούσαν τον πολύ κόσμο και άμβλυναν τις οξυμένες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο απόστολος Παύλος, βαθύς γνώστης του θρησκευτικού και πνευματικού κλίματος της εποχής του, έγραψε στους χριστιανούς της Κορίνθου, σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του παρηκμασμένου αρχαίου κόσμου, όπου λατρεύονταν τα πλέον χυδαία πάθη, όπως αυτό της «Ιεράς Πορνείας», με την πληθώρα των «Ιερών Πορνείων», τα οποία επείχαν θέση λατρευτικών κάντρων, με τις χιλιάδες ιερόδουλες, πως η ανθρώπινη προσπάθεια υπήρξε μάταια να ξεφύγουν οι άνθρωποι από τη φρίκη της απουσίας του Θεού, διότι, «ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν» (Α΄Κορ.1,21). Πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού η αμαρτία είχε αποκόψει τον άνθρωπο από την πηγή της αλήθειας, το Θεό, σκοτίζοντας τη διάνοιά του, καθιστώντας έτσι αδύνατη κάθε προσπάθεια προσέγγισης του Θεού. Αυτό μαρτυρεί ξεκάθαρα η λατρεία εμπαθών, αλλόκοτων και εν πολλοίς φαιδρών «θεοτήτων» των ειδωλολατρικών θρησκειών.
Ο Λυτρωτή μας Χριστός δεν ήρθε να ιδρύσει μια ακόμα θρησκεία, έστω την καλλίτερη από τις υπάρχουσες. Άλλωστε, όπως προαναφέραμε, ο κόσμος δεν έπασχε από έλλειψη θρησκευτικών σχημάτων, αλλά από ουσιαστική σωτηρία. Ο Χριστός έφερε στον κόσμο και εδραίωσε την «καινή κτίση» (Β΄Κορ.5,17), δηλαδή, ήρθε να ανακαινίσει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο και ολόκληρη την δημιουργία, να θεραπεύσει το αγιάτρευτο τραύμα της αμαρτίας, η οποία ευθύνεται για την μεταπτωτική φρικώδη κατάσταση του κόσμου. Ήρθε να εδραιώσει την «κοινή βασιλεία», η οποία είναι η πρόγευση της ανέσπερης, της αιώνιας, της ουράνιας βασιλείας. Ίδρυσε την αγία Του Εκκλησία, για να είναι το θείο εργαστήριο της σωτηρίας, ώστε μέσω αυτού, να ανακαινίζεται ο πεπαλαιωμένος από την αμαρτία και τη φθορά άνθρωπος, να αγιάζεται, να σώζεται, να θεώνεται, να καθίσταται πολίτης της ουράνιας και ατελεύτητης βασιλείας.
Το κήρυγμά του Χριστού, το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν εγκόσμιο λόγο, κηρύχτηκε στα έθνη, «έως εσχάτου της γης» (Πραξ.1,8) από τους αγίους Αποστόλους, κατά προτροπή του Κυρίου (Ματθ.28,19). Οι άγιοι Πατέρες, ως διάδοχοί τους, συνέχισαν το ιεραποστολικό και ποιμαντικό έργο εκείνων. Ο απόστολος Παύλος αποκαλεί «παρακαταθήκη» το κήρυγμα του Χριστού και ολόκληρη την αποκάλυψη του Θεού. Έγραψε, με τρόπο δραματικό, στον μαθητή του Τιμόθεο: «την παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τα βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, ην τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α΄Τιμ.6,20-21). Αυτή την «παρακαταθήκη» λαμβάνουν οι Επίσκοποι και οι λοιποί κληρικοί κατά τη χειροτονίας τους, να είναι οι αδιάκοποι συνεχιστές του έργου του Κυρίου, των Αποστόλων και των Πατέρων. Ο μέγας απόστολος των Εθνών τονίζει, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, το απαραχάρακτο του σωτηρίου μηνύματος της Εκκλησίας. Αποκαλεί τις εκτροπές από την γνήσια διδασκαλία, η οποία οριοθετεί την πίστη, ως «βέβηλες κενοφωνίες», δηλαδή, ως πνευματικά βρώμικες αερολογίες, προϊόντα ατομικών υποκειμενικών συλλογισμών, και ως «ψευδώνυμη γνώση», δηλαδή, ως κάλπικη γνώση, η οποία στηρίζεται σε ψευδείς ετικέτες, όπως λ.χ. τα ψευδεπίγραφα αιρετικά πρωτοχριστιανικά «απόκρυφα ευαγγέλια». Και προχωρεί, χαρακτηρίζοντας τους διαστροφείς της εκκλησιαστικής αλήθειας, ως κήρυκες της δικής τους αστοχίας περί την πίστη, ως αιρετικούς, ήτοι, ξεχωρισμένους από την αλήθεια, όπως τους γνωρίζει στο δισχιλιόχρονο διάβα της η Εκκλησία. Οι δραματικές επισημάνσεις του αποστόλου Παύλου, αποδεικνύουν περίτρανα και απερίφραστα ότι η αλήθεια είναι συνώνυμη με τη σωτηρία και αντίθετα: η πλάνη και το ψεύδος είναι συνώνυμα με την απώλεια της σωτηρίας.
Οι Πατέρες, ορίζονται ως άγιοι και θεοφόροι, επειδή έμειναν απόλυτα πιστοί στην επιταγή του αποστόλου Παύλου, στην απαραχάρακτη και ανόθευτη «παρακαταθήκη», στην παραλαβή και παράδοση της ορθής πίστεως. Για τούτο αγωνίστηκαν με όλες τις δυνάμεις τους κατά των παραχαρακτών αιρετικών.
Κατανόησαν και δέχτηκαν οι ίδιοι το σωτήριο μήνυμα της Εκκλησίας, εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, ήτοι: δια του συνοδικού τρόπου. Η κατανόηση δεν είχε σχέση με προσωπικές νοητικές δυνατότητες, ή γνωσιολογικές ικανότητες, αλλά ήταν καρπός αγιότητας, προσευχής και ταπείνωσης. Η κατανόηση των αποκεκαλυμμένων αληθειών έγινε μέσω των αγίων Συνόδων (Τοπικές και Οικουμενικές). Οι συμμετέχοντες σ’ αυτές άγιοι Πατέρες είχαν την ακλόνητη πίστη ότι μεταξύ αυτών ήταν ο Χριστός και πως ο πραγματικός διδάσκαλός τους ήταν το Πανάγιο Πνεύμα, το Οποίο οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν16,13). Γι’ αυτό και οι αποφάσεις τους έχουν αλάθητο και αιώνιο χαρακτήρα και είναι υποχρεωτικά εφαρμοστέες από όλο το εκκλησιαστικό σώμα.
Εν προκειμένω, οι άγιοι 318 θεοφόροι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, κλήθηκαν από τον πρώτο χριστιανό βασιλέα της Ρωμηοσύνης, τον άγιο και ισαπόστολο Κωνσταντίνο, να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα της αρειανικής αιρέσεως. Το μεγάλο αυτό γεγονός, έγραψε ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, «η Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει την νίκην της καθολικής πίστεως επί του υπερήφανου ατομικού νου, την νίκην του Θεανθρώπου επί του ανθρώπου». Ο αιρεσιάρχης Άρειος, λόγιος κληρικός της αλεξανδρινής Εκκλησίας, κάτοχος της κοσμικής φιλοσοφίας, αθέτησε το λόγο του αποστόλου Παύλου, ότι η σοφία του κόσμου δεν μπόρεσε να φτάσει στο Θεό και ύψωσε τη δική του «αποκάλυψη», τη δαιμονική του γνώμη, πάνω από τη θεία αποκάλυψη. Βλασφήμησε το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο, μόνο Αυτό, οδηγεί στην σωτήρια αλήθεια, ύψωσε το δικό του λογικό πάνω από Αυτό. Πρόσβαλε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, αρνούμενος τη θεότητα του Λόγου και την προσωπική ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος. Αποψιλώνοντας το Χριστό από τη θεότητά Του, προσπάθησε να πλήξει το σωτηριολογικό δόγμα. Θεωρώντας το Χριστό ως «το πρώτο κτίσμα του Θεού», Τον κατέστησε αδύναμο να είναι ο σωτήρας του κόσμου, διότι, το κτίσμα δε μπορεί να σώσει κτίσμα. Ο αρειανισμός δίκαια χαρακτηρίζεται ως η πλέον δαιμονική πλάνη, διότι εξέφρασε την προαιώνια βουλή του διαβόλου, επιχειρώντας να ματαιωθεί το σωτηριώδες έργο του Χριστού, υποβιβάζοντάς Τον στην κατηγορία της ανθρωπότητας.
Η αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αποφάνθηκε, όπως βεβαιώνει η θεία αποκάλυψη, ότι ο προαιώνιος Λόγος του Θεού είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», ο Οποίος, «δια την ημετέραν σωτηρίαν», έγινε (και) αληθινός άνθρωπος. Ο Χριστός σώζει πραγματικά, διότι είναι Θεάνθρωπος, Θεός και άνθρωπος, ενώνοντας στο θεανδρικό Του πρόσωπο τον άνθρωπο με το Θεό, το κτιστό με το άκτιστο. Γι’ αυτό και είναι ο μοναδικός και αποτελεσματικός λυτρωτής. Γι’ αυτό διακήρυξε κατηγορηματικά ο απόστολος Πέτρος, πως «ουκ έστιν εν άλλω οδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ.4,12). Γι’ αυτό και όλοι οι αυτόκλητοι «σωτήρες» της ιστορίας, θρησκευτικοί, πνευματικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, νομοθέτες, επαναστάτες, κ.α. αποδείχτηκαν απόλυτα ανεπαρκείς, για να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια στο ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό και το περιορισμένο και ανεπαρκές έργο τους είχε ημερομηνία λήξης και όλοι τους βυθίστηκαν στη λήθη της ιστορίας. Αντίθετα, η ιστορία απέδειξε πως, μόνο ο Χριστός προσέφερε και προσφέρει ουσιαστική βοήθεια και σωτηρία εις το διηνεκές και θα προσφέρει ως τα έσχατα της ιστορίας. Είναι το μοναδικό πρόσωπο της ιστορίας, το οποίο, όχι μόνο δε λησμονήθηκε και κάποτε θα λησμονηθεί, όπως επαγγέλλονται οι διαχρονικοί αρνητές Του, αλλά συνεχίζει να κυριαρχεί σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκουν «ανάπαυση στις ψυχές» τους (Ματθ.11,29) και ουσιαστική λύτρωση στην ανθρωπότητα από την κόλαση της απουσίας του Θεού. Είναι ο αιωνίως «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ.13,8), πάντα επίκαιρος και νέος. Μόνον αυτός κατόρθωσε να αλλάξει την κατιούσα πορεία του κόσμου, να τον ανακαινίσει, με τον αιώνιο και αδιάψευστο λόγο του και το επί γης απολυτρωτικό του έργο, δίνοντάς του αιώνια προοπτική.
Δυστυχώς όμως, αν και η φρικώδης αρειανική αίρεση καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και τις άλλες άγιες Συνόδους, και η Εκκλησία μας καταδεικνύει τα ολέθρια αποτελέσματά της, δεν εξέλειπε, επιβίωσε και επιβιώνει ως τις μέρες μας! Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έγραψε πως ο αρειανισμός «αν και αλλάσσει εξωτερικώς ως χαμαιλέων», διαιωνίζεται και παραμένει «κατ’ ουσίαν ο ίδιος». Ο υποβολέας διάβολος, δια των αιρετικών, οι οποίοι «περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α΄Τιμ.6,20-21), συνεχίζουν να καλλιεργούν και να διαδίδουν τις αρειανικές πλάνες. Είναι γεγονός πως όλες οι κατοπινές αιρέσεις έχουν ως βάση τις αρειανικές πλάνες, όπως οι πνευματομάχοι, νεστοριανοί, εικονομάχοι, κ.α. Αλλά και ο παραφθαρμένος δυτικός χριστιανισμός παρέκλινε σε έναν ιδιότυπο αρειανισμό. Ο μέγας πειρασμός της εκκοσμίκευσης του Παπισμού και της ετέρας μορφής του, του Προτεσταντισμού έγκειται κατά βάσιν στον αρειανισμό. Πολλές προτεσταντικές αντιτριαδικές παραφυάδες, προσβάλλουν το τριαδικό δόγμα, ως σύγχρονες μορφές αρειανισμού. Ακόμα και ο λεγόμενος «ευρωπαϊκός διαφωτισμός», ο οποίος στοχεύει στην αποχριστιανοποιήση του κόσμου, είναι και αυτός ένας σύγχρονος ιδιότυπος αρειανισμός, αφού η «σύγχρονος ευρωπαϊκή σχετικοκρατία ακολουθεί τον αρειανισμόν», «ο αρειανισμός δεν έχει ακόμη ταφή, σήμερον είναι περισσότερον της μόδας παρά ποτέ άλλοτε και έχει διαδοθή περισσότερον από άλλοτε. Έχει διαχυθή ως ψυχή εις το σώμα της συγχρόνου Ευρώπης», θα επισημάνει και πάλι ο άγιος Ιουστίνος.
Η αγίας μας Ορθόδοξη Εκκλησία, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως ορίζεται από το Σύμβολο της Πίστεώς μας, η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, χαρακτηρίζεται και ως «πατερική», διότι συνεχίζει να πορεύεται στα ίχνη των αγίων Πατέρων και για τούτο είναι γνήσια και αληθινή. Αντίθετα οι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας «εκκλησίες» εις τούτο έχασαν την γνησιότητά τους: διότι έπαψαν αν είναι «πατερικές», να οδεύουν το δρόμο των αγίων και θεοφόρων Πατέρων, τους οποίους αντικατέστησαν με ανθρώπινες «αυθεντίες», δικής τους επιλογής, οι οποίοι «περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α΄Τιμ.6,20-21). Η Εκκλησία μας αναγνωρίζει το αλάθητο μόνο στον εαυτό της, διότι αυτή καθοδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13) από το Άγιο Πνεύμα και όχι από «αλάθητους» ανθρώπους. Δεν προσέδωσε ποτέ σε άνθρωπο, ούτε στον μεγαλύτερο άγιο το αλάθητο. Οι άγιοι Πατέρες καθίστανται αλάνθαστοι, όχι αφ’ εαυτών, όχι οι ίδιοι, αλλά οι λόγοι τους όταν φιλτραριστούν από την Εκκλησία. Ας μη λησμονούμε πως πολλές προσωπικές γνώμες πολλών Πατέρων δεν τις υιοθέτησε η Εκκλησία, ως λανθασμένες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μείωσε την αξία τους. Αντίθετα, ο κάθε αιρεσιάρχης προβάλλεται ως «αλάθητος», εκεί βρίσκεται η ρίζα της αιρέσεως. Γι’ αυτό και η αίρεση έχει δαιμονικό χαρακτήρα, διότι είναι προϊόν εγωισμού.
Δυστυχώς ο παραχαραγμένος δυτικός χριστιανισμός, Παπισμός και Προτεσταντισμός, κυριαρχείται από τον πειρασμό του «αλάθητου». Ο «Πάπας» Ρώμης, εκφράζοντας και βιώνοντας το φραγκικό «πνεύμα» της «ελέω Θεού κυριαρχίας», ανήγαγε, με «συνοδική» κατοχύρωση (Α΄ Βατικανή «Σύνοδος» 1870), τον εαυτό «αλάθητο», σφετεριζόμενος έτσι την ιδιότητα του αληθινού Αλαθήτου του Χριστού, του Αγίου Πνεύματος και της Εκκλησίας. Αλλά και οι πολυάριθμοι «αλάθητοι πάπες», πάστορες του ιλιγγιώδους προτεσταντικού μωσαϊκού, ενσαρκώνουν την παπική αυτή κακοδοξία. Αυτό έχει ως τραγική συνέπεια να διαιωνίζονται οι αιρέσεις, διότι οι αιρεσιάρχες δεν θέλουν να αποκηρύξουν το «αλάθητό» τους. Είναι γεγονός πως η έκπτωση στην αίρεση σημαίνει την απώλεια της Θείας Χάριτος και ως εκ τούτου την παγίωση του εγωισμού, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολη η αποκήρυξη της πλάνης. Θλιβερή διαπίστωση, η πεισματική παραμονή των σύγχρονων αιρετικών στις πλάνες τους, παρά τους ατέρμονους και αναποτελεσματικούς θεολογικούς διαλόγους, που διεξάγει με αυτούς η Εκκλησίας μας, εδώ και μισό αιώνα!
Η ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας τιμά τους αγίους Πατέρες, διότι οι αγιασμένες αυτές προσωπικότητες, αποτελούν, μαζί με τους Αποστόλους, τα θεμέλιά της. Συνεχίζει να πορεύεται στο χρόνο, επιτελώντας το σωστικό Της έργο, επειδή διασώζει τη γνησιότητα και την αλήθεια, την οποία εγγυώνται και διαφυλάγουν οι θεοφόροι και θεοφώτιστοι άγιοι Πατέρες. Όσο θα πορευόμαστε «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι», ακόλουθοι δηλαδή των αγίων Πατέρων, η Εκκλησία θα φέρει τη σφραγίδα της γνησιότητας και θα εκφράζει την αλήθεια, η οποία, όπως προαναφέραμε, είναι προϋπόθεση της σωτηρία μας. Δυστυχώς όμως, στους σύγχρονους δύστηνους, αποκαλυπτικούς και εσχατολογικούς καιρούς μας, η Εκκλησία μας δέχεται σοβαρή πρόκληση από τη σύγχρονη αίρεση του οικουμενιστικού θρησκευτικού συγκρητισμού, η οποία επιδιώκει να προσβάλλει τη γνησιότητά Της και τον οικουμενικό της χαρακτήρα και να σχετικοποιήσει τη σώζουσα αλήθεια Της, με την ανάδειξη και άλλων «εκκλησιών», ήτοι των αιρέσεων και προβολή και ετέρων «σωζουσών αληθειών», των αιρετικών πλανών. Και το ακόμη χειρότερο: την ανάδειξη του θρησκευτικού μωσαϊκού του κόσμου, ως «διαφορετικούς τρόπους αναγωγής στον ένα Θεό»! Δεν μας επιτρέπει το παρόν πόνημα να είμαστε περισσότερο αναλυτικοί σε αυτή τη σοβαρή πρόκληση. Το μόνο που μπορούμε να επισημάνουμε είναι, ότι ο σύγχρονος θρησκευτικός συγκρητισμός είναι η σοβαρότερη απειλή που δέχτηκε η Εκκλησία στη δισχιλιόχρονη ιστορική της πορεία. Είναι η αναβίωση ενός ιδιότυπου αρειανισμού, ο οποίος πασχίζει να «λογικοποιήσει» και να εκκοσμικεύσει την Εκκλησία του Χριστού, καταστρέφοντας έτσι τη σωστική λειτουργία της.
Με ανησυχία παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια να εισάγονται στην Εκκλησία μας «θεολογικοί» όροι, όπως «νεοπατερική» και «μεταπατερική» θεολογία, διαπιστώνοντας έτσι σαφώς μια τάση απομάκρυνσης από την πατερική θεολογία. Είναι αποδεδειγμένο πως αυτοί οι νεωτερισμοί απορρέουν από την δυτική πλανεμένη αντίληψη περί της «συνεχούς ανάπτυξης της θεολογίας», που σημαίνει ότι η «άπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστη» (Ιουδ.3) και συνοδικώς, εν Αγίω Πνεύματι, κατανοηθείσα, μπορεί κατά καιρούς να αλλάζει, να «βελτιώνεται», για να γίνεται, δήθεν, αποδεκτή από τον κόσμο. Φυσικά αυτό δεν αποτελεί απλά ασέβεια προς τους θεοφόρους Πατέρες, αλλά ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο οδηγεί, σύμφωνα με τους εισηγητές τους, την Εκκλησία, κατά καιρούς, σε διαφορετικές «αλήθειες», ανάλογα με τις κατά καιρούς θελήσεις και τάσεις του πτωτικού κόσμου! Σημειώνουμε πως οι δεκάδες πλάνες του Παπισμού, μετά την απόσχισή του από την Εκκλησία (1054), στηρίχτηκαν ακριβώς στην κακοδοξία, περί της «συνεχούς ανάπτυξης της θεολογίας»!
Τιμούμε, την ημέρα αυτή, τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, υποσχόμενοι ότι θα παραμείνουμε ακόλουθοι της δικής τους πορείας, ήτοι: της γνησιότητας και της σώζουσας αλήθειας. Ότι δεν θα παραλλάξουμε τίποτε από τη δική του «παρακαταθήκη», όπως τηρείται αυτή, ως πολύτιμος θησαυρός, στην Εκκλησία μας. Ότι θα μείνουμε μακριά από τις σύγχρονες συγκρητιστικές προκλήσεις και κάθε πατερική «μεταποίηση». Μόνο ως «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι», θα βαδίζουμε με ασφάλεια το δρόμο της σωτηρίας μας και η αγία μας Εκκλησία θα επιτελεί το σωστικό και μεταμορφωτικό έργο της στον κόσμο. Να μη λησμονούμε τέλος, πως, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, «Η Ορθοδοξία είναι του Χριστού, διότι είναι αποστολικώς αγία και αγιοπατερικώς καθολική», που αυτό σημαίνει ότι οι στερημένες αγιοπατερικότητας αιρέσεις, δεν είναι του Χριστού και επίσης, αναιρώντας την καθολικότητα της Εκκλησίας, αναιρούν τη δική τους εκκλησιαστικότητα! Αυτή είναι (πρέπει να είναι) η πεμπτουσία και η βάση της συγχρόνου ομολογητικής Ορθοδοξίας!