ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΡΟΛΙΝΑΣ

ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, λίγα χρόνια μετά την Κατοχή, θα ’μουν δε θα ’μουν εφτά χρονών. Βράδιασε πολύ νωρίς εκείνο το συννεφιασμένο απόγεμα. Ένα ψιλόβροχο είχε μουσκέψει το χώμα της αυλής κι είχε παγωνιά.  Καθόμουνα στο τζάκι του σπιτιού μας κι απολάμβανα την ευχάριστη ζεστασιά. Στα γόνατά μου κρατούσα ένα τετράδιο ιχνογραφίας και με παιδική αφέλεια ζωγράφιζα σχέδια με το μολύβι.

Σε μια στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα μου. «Θέλεις, Γιάννη, με ρώτησε, να πάμε στο σπίτι της κυρίας Καρολίνας, να δείς ένα δέντρο που έχει φτιάξει, που το λέει χριστουγεννιάτικο; Την είδα προηγουμένως έξω και μας κάλεσε να πάμε». Άκουσα για πρώτη φορά τις λέξεις «χριστουγεννιάτικο δέντρο» και απόρησα. «Τι να ’ναι αυτό το πράμα; Να ’ναι κάποιο αληθινό δέντρο ή κάτι ζωγραφισμένο στον τοίχο; Ή μήπως είναι κάτι που τρώγεται;»  αναρωτήθηκα. «Ναι, πάμε, θέλω να το δω!» απάντησα γεμάτος περιέργεια.

Μου φόρεσε ένα παλτουδάκι, ένα σκούφο στο κεφάλι, μ’ έπιασε από το χέρι και ξεκινήσαμε. Το σπίτι της κυρίας Καρολίνας δεν ήταν μακριά. Είχε φύγει από το παλιότερο σπίτι κι είχε νοικιάσει τώρα κοντά στην πλατεία δυο μικρά δωμάτια του Σπύρου Γεωργάκη («Κατσάρα»), εκεί που παλαιότερα βρισκόταν το δημοτικό σχολείο για κορίτσια.

Μπήκαμε στην αυλή και φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού. Το τζάμι της πόρτας ήταν θολό, δε φαινόταν καθαρά το εσωτερικό του δωματίου. Μια λεπτή πάχνη το είχε καλύψει, που έδειχνε ότι μέσα υπήρχε ζεστασιά. Ήταν η πρώτη όμορφη  εικόνα, που με γέμισε με αίσθημα οικογενειακής θαλπωρής. Η μητέρα μου χτύπησε μερικές φορές το τζάμι με το δάχτυλο. Γρήγορα η κυρία Καρολίνα ήρθε κι άνοιξε και μας υποδέχτηκε με χαρά. «Περάστε, μας είπε˙ ελάτε να ντείτε πρώτα το ντέντρο στο άλλο ντωμάτιο και μετά ελάτε να κατίσουμε εντώ!». Μας υποδέχτηκε κι η νύφη της η Θάλεια, γυναίκα του Βίκτορα. Κοίταξα το δωμάτιο και μ’ άρεσε πολύ. Φωτιζόταν μόνο από ένα αμπαζούρ, αλλά περισσότερο από τη φλόγα της φωτιάς του τζακιού. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με μια γκρενά κουβέρτα, το τραπέζι με βελούδινο τραπεζομάντιλο με πολύ ζεστά χρώματα. Το δάπεδο ολόκληρο καλυπτόταν από μεγάλο κιλίμι, με ωραία σχέδια. Όλα περιποιημένα και νοικοκυρεμένα.

Η πόρτα του δωματίου με το δέντρο ήταν ανοιχτή και φαινόταν μέσα ένα φως αμυδρό. Όταν έφτασα στο κατώφλι, έμεινα κατάπληκτος από το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα: Είδα μπροστά από τον απέναντι τοίχο, εκεί στο μισοσκόταδο, να στέκει ένα δέντρο με πυκνή φυλλωσιά, ψηλό όσο ένα αληθινό. Τα κλαδιά του απλώνονταν δεξιά κι αριστερά, γίνονταν κοντύτερα όσο έφταναν προς την κορυφή και κατέληγαν σ’ ένα χρυσό αστέρι. Στις άκρες των κλαδιών ήταν κολλημένα συμμετρικά μερικά αναμμένα κεράκια. Από παντού κρέμονταν κλωστές με μικρές μπάλες, χρυσαφένιες ασημένιες, κόκκινες και πράσινες, που άστραφταν στο γλυκό φως των κεριών. Όμως η μεγάλη έκπληξη βρισκόταν στη βάση του δέντρου.  Εκεί, κατάχαμα, ήταν τοποθετημένη η φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός! Ήταν κατασκευή καμωμένη από ξύλο ή χαρτόνι, δεν ξέρω. Οι φιγούρες είχαν έντονα χρώματα και φωτίζονταν από ένα κεράκι, που υπήρχε εκεί κοντά. Γνώρισα και τα πρόσωπα, που τα είχα δει σε εικόνες ή άλλες ζωγραφιές:  Την Παναγία με το νεογέννητο Χριστό, τον Ιωσήφ, τους ποιμένες, τους αγγέλους, τους τρεις μάγους με τα δώρα. Είδα και τα μοσχαράκια και τα πρόβατα, που με την ανάσα τους ζέσταιναν το Χριστό. Κι όλα φαίνονταν σαν αληθινά κι ήσαν έτοιμα να κινηθούν και να μιλήσουν. Μου φάνηκε μάλιστα ότι άκουσα κάποια ουράνια μελωδία…

Ένα ηδονικό ρίγος απερίγραπτης ευχαρίστησης διαπέρασε το σώμα μου. Στάθηκα για πολλή ώρα και κοίταζα το δέντρο. Κοίταζα αχόρταγα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, γιατί δεν ήξερα αν θα ξανάβλεπα ποτέ αυτό το μαγικό, όλο μυστήριο, θέαμα. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, ώσπου η μητέρα μου με τράβηξε από το χέρι: «Έλα, μου είπε, πάμε να καθίσουμε λιγάκι με την κυρία Καρολίνα».

Πήγαμε στο άλλο δωμάτιο και καθίσαμε σε σκαμνάκια κοντά στο τζάκι. Η κυρία Καρολίνα σηκώθηκε, πήγε στο τραπέζι, εκεί που είχε μια πιατέλα με γλυκό, ένα μπουκαλάκι με λικέρ, πιατάκια και πιρουνάκια. «Θα σας ντώσω να φάτε στρούντελ, μας είπε. Παρατήρησα ότι το σ το πρόφερε με πολύ παχιά προφορά και μου έκανε εντύπωση. «Τι είναι στρούντελ;» ρώτησε η μαμά, που πρώτη φορά άκουγε τη λέξη. «Είναι το χριστουγκεννιάτικο γκλυκό που φτιάχναμε στην πατρίντα μου» απάντησε η κυρία Καρολίνα και συνέχισε: «Φτιάχνω ζυμάρι με γκάλα και αβγκά, ανοίγκω φύλλο χοντρό και μετά βάζω πάνω τη γκέμιση: Κομμάτια μήλο, σταφίντες, μύγκνταλα ξεφλουντισμένα, γκαρύφαλλο και κανέλα. Τυλίγκω το φύλλο μακρόστενο, το βάζω στο ταψί και μετά το ψήνω στο φούρνο. Γκίνεται πολύ ωραίο…» Έδωσε λίγο ποτό στη μαμά και αντάλλαξαν ευχές για τις γιορτές. Έβαλε μετά σε πιατάκια δυο κομμάτια γλυκό και μας το πρόσφερε. Ήτανε πραγματικά πολύ ωραίο και πολύ διαφορετικό απ’ όλα τα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι μας. Πιάσανε μετά την κουβέντα κι η ώρα πέρασε. Η μαμά σηκώθηκε για να φύγουμε. Εγώ μπήκα ξανά στο δωμάτιο για να δω το δέντρο. «Φτάνει τόσο, μου είπε η μαμά˙ του χρόνου θα ξανάρθουμε να δούμε το καινούργιο!»

Χαιρετήσαμε και πήραμε το δρόμο για το σπίτι μας. Σε λίγα χρόνια άρχισα να βλέπω τέτοιες μέρες και σε άλλα σπίτια χριστουγεννιάτικα δέντρα. Η αδερφή μου έφτιαξε και στο δικό μας σπίτι, με κλαδί από κυπαρίσσι, μπαμπάκια, χαλκομανίες και φάτνη από χαρτοκοπτική. Όμως τόσο όμορφο δέντρο, σαν αυτό της κυρίας Καρολίνας, δεν είδα ποτέ μου μέχρι σήμερα!

  ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΡΟΛΙΝΑ ΜΠΟΣΑΚΟΒΑ; Αφήστε, η ιστορία είναι μεγάλη, δε χωράει εδώ. Δυο λόγια μόνο θα πω, επιγραμματικά:

Γεννήθηκε στην Πράγα το 1888. Σπουδές μουσικής και βιολιού στο Ωδείο της Βιέννης. Κουλτούρα ευρωπαϊκή, ομορφιά βόρειας καλλονής. Γνωριμία εκεί με τον Έλληνα μουσικοσυνθέτη Δημοσθένη Τζάθα, από το Λιδορίκι. Ειδύλλιο και έρωτας σφοδρός. Εγκατάστασή τους στην Κωνσταντινούπολη και γάμος στο Πατριαρχείο. Τρία παιδιά: Βίκτωρ, Έλλη και Ηλέκτρα. Μετεγκατάστασή τους για λίγο στην Αθήνα.  Το 1920 ο Δημοσθένης φεύγει  για τουρνέ στην Αμερική (ΗΠΑ), αλλά έμεινε εκεί για πάντα.

         Η Καρολίνα με τα τρία παιδιά της έρχεται την ίδια χρονιά στο Κορωπί, όπου έμενε με την οικογένειά του ο κουνιάδος της, Γιάννης Τζάθας. Νοίκιασε ένα φτωχικό δωμάτιο. Έμαθε να μιλάει και να γράφει ελληνικά. Τα έσοδά της πενιχρά. Το μικρό χρηματικό  ποσό, που της έστελνε πού και πού ο μετανάστης σύζυγός της από την Αμερική, δεν έφτανε. Αναγκάστηκε να ράβει ξένα ρούχα, σα μοδίστρα. Και όμως: Ο γιος τέλειωσε τη μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου και οι κόρες ολόκληρο το Γυμνάσιο. Ήρθε η Κατοχή. Οι Γερμανοί τη χρησιμοποίησαν ως διερμηνέα για την επικοινωνία τους με τους ντόπιους. Η Καρολίνα μόνο καλά λόγια έβρισκε να πει για όποιον Κορωπιώτη υποψιάζονταν οι κατακτητές για αντιστασιακή δράση.

         Πάντρεψε την κόρη της Έλλη με τον Κορωπιώτη Χριστόφορο Ιωσήφ Πρόφη. Αν και ήταν καθολική, εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή στην εκκλησία της Παναγίας. Παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες, κατόρθωνε να παρακολουθεί κάποιες θεατρικές παραστάσεις, κυρίως της Λυρικής Σκηνής, στην Αθήνα. Πέθανε και τάφηκε στο Κορωπί το 1973. Τρεις λέξεις μπορούν να χαρακτηρίσουν όλη τη ζωή της: Καλοσύνη, Ευγένεια  και Αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό και όλοι την αποκαλούσαν πάντοτε «κυρία».

Γράφει ο Γιάννης Πρόφης, Λαογράφος

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου