Ο κοινοτισμός, ως σύστημα ιδεών, εισέβαλε τα τελευταία χρόνια στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική σκέψη. Οι πρώτοι θεωρητικοί του μάλλον τον τοποθέτησαν στον αντίποδα τόσο του φιλελευθερισμού, όσο και του ατομικιστικού πνεύματος. Οι πιο καχύποπτοι θα μπορούσαν να πουν ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μία ακόμη προσπάθεια του διεθνούς εξουσιασμού να υποκαταστήσει τα σοσιαλιστικά οράματα.
Ο κατ’ εξοχήν θεωρητικός του κοινοτισμού στην Ελλάδα θεωρείται ο Επτανήσιος Κωνσταντίνος Καραβίδας. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά: «Σύντομα λέγω εδώ ότι ο Κοινοτισμός, είνε ολοκληρωτική συνθετική αντίληψις της ζωής, είνε βίωσις – περιέχει συνεπώς βάσεις οικονομικής αναπλάσεως και στοιχεία πολιτισμού, επαληθευμένα από την Ιστορία μας και αναζωογονούμενα από την ανάγκη των καιρών σήμερα, ως το πιο ζωτικό αίτημα: Χωρίς να κλωνίζωμε την ατομική ιδιοκτησία και το ιερό όραμα της ανθρωπίνης προσωπικότητος – ζητάμε να βγάλωμε απ’ την αναρχία και να τάξωμε και τις δύο αυτές τεράστιες δυνάμεις μέσα στην ιεραρχημένην κοινοτική ομάδα, η οποία εξευμενίζει και εξυψώνει την προσωπικότητα του ατόμου και γονιμοποιεί κοινωνικώς την ιδιοκτησία και ζητάμε πρακτικώς, να οργανώσωμε το χωρικό και μικροαστικό κεφάλαιο απάνω στην προσωπική ομαδική εκμετάλλευση των στοιχείων του τοπικού μας πλούτου, τα οποία ακριβώς προσφέρονται στους κοινοτικούς θεσμούς».
Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας συναντήθηκε με τον Ίωνα Δραγούμη, όταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, πριν μεταβεί στην Ύπατη Αρμοστεία της Σμύρνης με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, ανέλαβε την διεύθυνση του περιοδικού «Πολιτική Επιθεώρησις», που εξέδιδε ο Φίλιππος Δραγούμης, αδελφός του Ίωνος. Είναι βέβαιον ότι αυτό το χρονικό διάστημα οι δύο άνδρες αντάλλαξαν απόψεις επί του κοινοτικού οράματος. Η επαφή αυτή επηρέασε καταλυτικά και τους δύο.
Ο Ίων Δραγούμης επιθυμούσε την οργάνωση των Ελλήνων σε κοινότητες. Θεωρούσε τον θεσμό αυτό καθαρώς ελληνικό δημιούργημα και ότι η ενδυνάμωση και επικυριαρχία του κράτους ουσιαστικά αδρανοποιεί την δυναμική της κοινωνίας. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Το υγιές κύτταρο του Ελληνισμού είναι οι κοινότητες. Η δραστηριοποίησή τους θα αποκεντρώσει το υδροκεφαλικό αθηναϊκό κράτος, που αγνοεί της ανάγκες της περιφέρειας. Πρέπει να δοθούν αυξημένες αρμοδιότητες στις κοινότητες για να ανθήσει παντού ο Ελληνισμός και να αποφευχθεί ο συγκεντρωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός των αστικών κέντρων».
Ο Ίων, χάρη στην περιήγησή του ως διπλωμάτης σε περιοχές που ο Ελληνισμός διατηρούσε ακόμη την κοινοτική του οργάνωση (και ιδιαιτέρως στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία), βίωσε την λειτουργία των κοινοτικών θεσμών, κάτι που στην ελεύθερη Ελλάδα έτεινε να εξαφανιστεί λόγω του συγκεντρωτισμού του κράτους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όραμά τους αποτέλεσε από τότε η συγκρότηση του Ελληνισμού σε μία ομοσπονδία στηριγμένη στις ελληνικές κοινότητες, που βρίσκονταν είτε στην ελεύθερη, είτε στην αλύτρωτη Ελλάδα. Η αποστροφή του προς ένα κράτος το οποίο πνίγει το έθνος είναι φανερή σε όλο το έργο του. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε τις όποιες διεθνείς εκφάνσεις και απόψεις περί κοινοτισμού, από το δραγούμειο όραμα, που αποτελεί μία καθαρά ελληνική άποψη περί κοινοτισμού, σφυρηλατημένη από την έμπρακτη ιστορική εμπειρία αιώνων (πόλη-κράτος, Εκκλησία του Δήμου, κοινότητες οθωμανοκρατίας κ.λπ.).
Ο μέγας Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του γράφει ότι αν κάποιος πολίτης ενός δήμου φωνάξει από την μία άκρη του, πρέπει να είναι δυνατό να τον ακούσει ο συμπολίτης του που βρίσκεται στην άλλη άκρη του Δήμου. Αυτό είναι κάτι που αποτυπώνει την αναγκαιότητα τόσο της περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης των δήμων, όσο και την προϋπόθεση κοινής θέασης των πραγμάτων από τους πολίτες.
Αυτή η γεωγραφική και οργανική περιχαράκωση του δήμου αποτυπώνεται εύγλωττα στο έργο του Ίωνος: «Το κράτος δεν έγινε για το κράτος, ειδεμή τί ενδιαφέρον θα είχε; Είναι παιδί του έθνους, καρπός του, γέννημά του, και γι αυτό τού έχει κάποια σημαντική υποχρέωση – να το φυλάγη. Και επειδή όλα τα μέρη του έθνους συνεργάστηκαν και αγωνίστηκαν για να πλάσουν αυτό το κράτος που έχομε, το κράτος έχει από μέρος του χρέος να φυλάγη ολόκληρο το έθνος, που το έπλασε. Είναι στενώτερο το κράτος από το έθνος, μικρότερο το παιδί από το γονιό του, μα δεν έπαψε με τούτο να ζη και το έθνος, ο μεγάλος γονιός, που θέλει να τον φυλάγουν».
Τίθενται, λοιπόν, ως βάση της κοινοτικής οργάνωσης του έθνους η κοινή ρίζα, οι κοινές παραδόσεις, ο κοινός τρόπος ζωής, όλα αυτά δηλαδή που αποτελούν την ελληνική κοινότητα, τους δεσμούς των Ελλήνων. Αυτά αποτελούν συνάμα για τον Ίωνα Δραγούμη και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να φτάσει ένα έθνος στον τελικό του προορισμό: «Ποιος είναι ο τελικός των εθνών, πες τον προορισμό, πες τον αποστολή; Ο πολιτισμός! Να ένα έργο άξιο για τα έθνη, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να η δικαιολογία των εθνών. Να πώς τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα και να πού έσφαλε ο Χριστός και ο Μαρξ πολεμώντας τα έθνη. Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Δεν φθάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει να είναι πολιτισμένο και από δικό του πολιτισμό. Σε αυτό λοιπόν χρησιμεύουν τα έθνη. Οι πολιτισμοί γεννιούνται ο καθένας σε κάποια πατρίδα, σε κάποια εποχή και σε κάποιο έθνος. Έξω από αυτά δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμός».
«Ακουμπώντας στο έθνος μου να γίνω πιο άνθρωπος. Δεν μπορεί κανείς να είναι άνθρωπος ξεχνώντας την καταγωγή του. Να θυμάται κανείς από πού βγήκε, που μεγάλωσε, ποιο έθνος τον ανέθρεψε. Μου αρέσει να βλέπει κανείς τους δεσμούς του. Αυτό θα πει ελευθερία. Του εαυτού του τις ρίζες ψάχνοντας θα τις βρει μέσα στο έθνος του». Κατανοούμε, βεβαίως, ότι η έννοια του έθνους είναι κυρίαρχη, είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να μπορέσει να λειτουργήσει ο κοινοτισμός ως πολιτειακή επιλογή. Μία επιλογή που ταιριάζει εντυπωσιακά με το μοντέλο της «άμεσης δημοκρατίας» που πολλοί επικαλούνται στις μέρες μας ως εναλλακτική στα πλανητικά αδιέξοδα. Η κολοσσιαία διαφορά των διεθνιστικών προσεγγίσεων αυτού του μοντέλου είναι ακριβώς το πολυπολιτισμικό πρότυπο που αυτό ευαγγελίζεται και το οποίο νομοτελειακά θα οδηγήσει στην αποτυχία λειτουργίας του.
Από το έργο του Ίωνος Δραγούμη γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μόνο κοινωνίες με εθνική συνοχή και κοινή καταγωγή μπορούν να αντλήσουν πρότυπα από την κοινή τους παράδοση. Μία παράδοση που γίνεται ιστορία, όπως λέει χαρακτηριστικά ο μεγάλος αυτός διανοητής, όταν αυτή γίνει συνείδηση. Αυτή η συνείδηση είναι που κράτησε ζωντανό τον Ελληνισμό μέσα σε αντιξοότητες που απείλησαν ακόμη και τον βιολογικό αφανισμό του, σε σκοτεινές εποχές που «όλα τασκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Αυτές τις εποχές επικαλούνται κάποιοι στις μέρες μας, προκειμένου να μας πείσουν για το ποσό ωραία συμβίωναν οι Έλληνες μετά των αλλοφύλων, πόσο ωραία χημεία είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους και τέλος πάντων, τί κρίμα που σήμερα είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε περιχαρακωμένοι μέσα σε κρατικά σύνορα!
Αυτό, βεβαίως, που δεν επισημαίνεται σε κάποιες τέτοιες απλοϊκές, αν όχι εκ του πονηρού, προσεγγίσεις, είναι το καθεστώς υπό το οποίο επιβίωσαν οι Έλληνες εκείνους τους καιρούς. Και η επιβίωσή τους οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην συνείδηση της κοινής τους παραδόσεως, της κοινής τους καταγωγής. Αυτή η συνείδηση ήταν που κράτησε ζωντανές και σφυρηλάτησε τις ελληνικές κοινότητες, που επιβίωσαν ως νησίδες αντίστασης και εθνικής αυτογνωσίας μέσα σε περιβάλλοντα εχθρικά, σε περιβάλλοντα πολυφυλετικά και πολυθρησκευτικά. Ακόμη κι αν κάποιες από αυτές τις κοινότητες αναγκάστηκαν εκ των συνθηκών που επικράτησαν στα πατρογονικά τους εδάφη, να απωλέσουν την γλώσσα ή την θρησκεία τους ή και τα δύο μερικές φορές (χαρακτηριστικό παράδειγμα, και μάλιστα επί ελλαδικού εδάφους, οι Έλληνες Πομάκοι της Θράκης μας), δεν απώλεσαν ποτέ την συνείδηση της κοινής καταγωγής και του κοινού τρόπου ζωής. Έτσι πορεύθηκαν κοινοτικά, έτσι επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων και έτσι επιβιώνουν ακόμη και σήμερα.
Στις μέρες μας, βεβαίως, ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, που δεν είναι άλλος από αυτόν που έναν αιώνα πριν είχε επισημάνει ο Ίων Δραγούμης στο έργο του. Ο κίνδυνος αυτός δημιουργήθηκε από την πρωτοκαθεδρία του Κράτους έναντι του Έθνους. Το κράτος από κουκούλι προστασίας και ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης, από δημιουργός και φυτώριο της μεγάλης εθνικής ιδέας (που φυσικά δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί σε μία απλή εδαφική προοπτική), έφτασε να αποτελεί την προϋπόθεση υπάρξεως του έθνους. Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολή να ομιλούμε πλέον για ένα κράτος το οποίο κατατρώγει το έθνος. Και το κατατρώγει όχι μόνον επειδή το απορροφά γεωγραφικά, υπό την μορφή υποδοχέα προσφύγων από διάφορα μέρη του πλανήτη (που αποτελούσαν πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού), αλλά κυρίως επειδή αλλοτριώνει και καταστρέφει την συνείδηση των πολιτών του, καλλιεργώντας τους μία συνείδηση Ελλαδισμού, όπως πολύ εύστοχα διατύπωσε πρώτος τον όρο ο Ίων, περιορίζοντας τα όποια οράματά τους στην μίζερη ελλαδική πραγματικότητα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Οι Ελλαδίτες πολιτικοί κατάντησαν να συντατυτίσουν με το νου τους κράτος και έθνος ή, καλλίτερα, μη μπορώντας να φτάσουν στην γενικότητα του «έθνους», έκαμαν την ανικανότητά τους θεωρία, γενίκεψαν το νόημα «κράτος» λέγοντας «κάθε κράτος έχει από έναν λαό, άρα και το ελληνικό κράτος έχει ελληνικό λαό και λαός είναι κείνος που πληρώνει τους φόρους»».
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το ελληνικό κράτος πορεύθηκε εδώ και δύο σχεδόν αιώνες με εντελώς αντιδιαμετρικό, εντελώς αντίθετο τρόπο από αυτόν που πρότεινε ο Ίων Δραγούμης. Το κοινοτικό πνεύμα ξεριζώθηκε από την ψυχή και την κοσμοαντίληψη του Ελληνισμού και αντικαταστάθηκε από την δεσποτική αντίληψη ξενόφερτων προτύπων διοικήσεως. Ακόμη και στις μέρες μας, που κάποιοι από εμάς προσπαθούν να ανασύρουν από κιτρινισμένα βιβλία ή από τα ψηφιοποιημένα αρχεία κάποιου υπολογιστή τα οράματα διανοητών όπως ο Ίων Δραγούμης, που ευαγγελίστηκαν μία ελληνική κοινωνία στηριγμένη και ποτισμένη από τα ίδια της τα νάματα, έχουμε να αντιπαλέψουμε με στρεβλώσεις της ιδέας της κοινότητας, που κάποιοι θέλουν να την μεταλλάξουν από εθνική σε παγκόσμια.
Όπως γράφει ο Ίων: «Δεν είναι εύκολο να πείσης ένα έθνος. Εγώ βλέπω τόσα πράγματα που πρέπει να γίνουν και νομίζω ότι τα βλέπουν και οι άλλοι Έλληνες. Κι όμως αυτοί βλέπουν αλλιώς. Πώς να τους πείσω; Χρειάζομαι να ξοδέψω μεγάλη ενέργεια και να επιτύχω. Αν είμαι δυνατός, θα τους πείσω!» Ας ξοδέψουμε, λοιπόν, όση ενέργεια έχουμε. Αν δεν το κάνουμε τώρα, δεν θα το επιτύχουμε ποτέ…
www.e-grammes.gr