«Τί σέ προσκαλέσωμεν τρισμάκαρ; Μάρτυρα ὅτι ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τό σόν αἷμα ἐξέχεας Κήρυκα ὅτι τόν τόνον τῆς τοῦ Χριστοῦ βασιλείας τοῖς πᾶσιν ἐκήρυξας· Ἀπόστολον, ὅτι τόν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, ἀποστολικῶς τοῖς πιστοῖς διετράνωσας Μοναστήν τε, ὅτι τόν σόν βίον ὥσπερ κάτοπτρον καθαρόν τῆς ἀσκήσεως ἐγκατέλειπες Ἱερέα, ὅτι ἱερουργῶν, σεαυτόν ὥσπερ θυσίαν καθαράν προσήγαγες τῷ Κυρίῳ σου».
«Τό ἀποκορύφωμα τοῦ σταυροῦ εἶναι «τό ὀνειδίσωσι ἡμᾶς καί διώξωσι ἕνεκεν ἐμοῦ». Στήν πορεία του ὁ χριστιανός θά συνατήσει πολλά σταυρικά γεγονότα καί αὐτό εἶναι προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ἐμεῖς εἴμαστε συνεχῶς σταυρωμένοι. Μέ τό Βάπτισμά μας μπῆκε μέσα μας τό σταυρικό γεγονός. Μετέχουμε σέ ὅλα τά μέτρα τῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ, μετέχουμε στόν σταυρό Του, στήν ἀνάστασή Του, στήν ’Ανάληψή Του. Μετέχουμε στό Σῶμα Του. Τόν σταυρόν τόν σηκώνουμε ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ καί μόνον, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Του, «ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἕνεκεν ἐμοῦ» λέγει ὁ Χριστός. Ὑπέρ αὐτοῦ ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο. Τόν πόνο μας, τήν δυσκολία μας θά τήν ἀναγάγωμε καί θά τήν ἀναφέρωμε στόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος στήν ὄγδοη ὁμιλία του γιά τούς μακαρισμούς γράφει: «Καί τόν ὑπέρ αὐτοῦ διωγμόν καί τό μαρτύριον ἄνωθεν αὐτοῖς ἤδη προλέγων, καί προπαρασκευάζων καί προκαταρτίζων πρός τούς μέλλοντας κινδύνους καί τάς σφαγάς….».
«….ὁπού ἀπέρασεν διά τόν ἐπαινετόν σκοπόν ὄχι μόνον δέν ἐδέχθη ἀπέρασε μά ἐκαταφρο-νέθη, ὠνειδίσθη, ὑβρίσθη καί ἐδιώχθη ὡς ἀμαθής καί πλάνος φορτώνοντας εἰς τόν αὐτόν καιρόν ὀλίγους Κεφαλληναίους, οἱ ὁποῖοι εὐλαβεία φερόμενοι τόν ἠκολούθησαν, ἀπό ἐμπαιγμούς καί ὑβρισμούς, καί κατακρίνοντας αὐτούς ὡς ἀμαθεῖς καί ἀγνώστους. Τοῦτο ἐξύπνησεν εἰς τάς ψυχάς ἀγαθῶν χριστιανῶν καί τιμίων ἀνδρῶν σκάνδαλον μέγα καί πολύ».
«…..13 Ἰουλίου 1777 στήν Κέρκυρα ἡ ἀντίδραση μεγάλη. Οἱ εὐγενεῖς ἔφεραν τούς ἀνθρώπους τους, καί οἱ Ἑβραῖοι μοίρασαν πολλά χρήματα σέ μπράβους, γιά νά τόν κακοποιήσουν. Ὁ λαός ὅμως τόν προστάτεψε, καί ὕστερα ἀπό ἄγρια συμπλοκή ἡ ἀλήθεια νίκησε. Τότε ἦταν πού τό πουκάμισο τοῦ Ἁγίου σκίστηκε καί τά κομμάτια του τά πῆραν οἱ χωριᾶτες, καί τά φύλαξαν σέ χρυσή θήκη, γιατί ἦταν θαυματουργικά».
«Οἱ θεολογοῦντες Ζακύνθιοι – γράφει ὁ Χιώτης – ὑπό διάφορα προσχήματα, παρέστησαν αὐτόν ὡς αἱρετικόν».
Κατηγορεῖται ἀπό τόν Βενετόν Γενικόν Προβλεπτήν Ζακύνθου ὡς «ἀνατροπεύς τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος».
Ὁ ἔκτακτος προνοητής τῆς Λευκάδας θεωροῦσε τήν παρουσία τοῦ Κοσμᾶ σάν τό «μεγαλύτερο κακό» πού θά μποροῦσε νά συμβεῖ στην περιφέρειά του.
«…οἱ γαιοκτήμονες καί οἱ Ἑβραῖοι μίσθωσαν μπράβους καί καιροφυλακτοῦσαν νά χτυπήσουν τόν Κοσμά καί τούς χωρικούς πού ἔρχονταν ἀπό τήν ὕπαιθρον στήν Κέρκυρα. Τόσος ἦταν ὁ τρόμος τους, ὥστε «οἱ τῆς πόλεως προεστεύοντες τόν φθόνον φοβούμενοι, παρεκάλεσαν αὐτόν νά ἀναχωρήση τό ταχύτερον». Ὁ Κοσμάς δέν πτοήθηκε κι ἐξακολούθησε νά παραμένει στό νησί. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἕνα ἀπόγευμα τοῦ Ἰουλίου στά 1777, ὅταν μιλοῦσε μπροστά στά πλήθη, χτυπώντας τήν τοκογλυφία καί τή διαφθορά τῶν ἀρχόντων, στρατιῶτες καί ἄλλα πληρωμένα στοιχεῖα ὅρμησαν καί κακοποίησαν ὄχι μόνον τόν ἴδιο ἀλλά καί τούς ἀκροατές του».
Μεγάλες διαβολές καί συκοφαντίες, ματαίωση συγκεντρώσεων καί συνωμοσίες ἀντιμετώπισε ἀπό τούς Ἑβραίους καί σέ ἄλλες περιοχές καί τέλος ἔλαβε μαρτυρικό θάνατο.
«Τρία πράγματα κάνει ὁ Χριστός, γράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος. Προλέγει, προπαρασκευάζει καί προκαταρτίζει. Κάνει μία προετοιμασία ἐπάνω μας. Εἶναι ἡ πνευματική προετοιμασία. Τί εἶναι αὐτή ἡ προπαρασκευή καί ὁ προκαταρτισμός; Τόν ὁποιοδήποτε πόνο νά τόν ἀντέχεις, χωρίς νά γκρινιάζεις καί νά ἀπογοητεύεσαι, τόν δέχεσαι δέν ψάχνεις γιά ὑπεύθυνους γι’ αὐτό πού ἔγινε. Τά δέχεσαι σάν μεγάλες εὐλογίες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ ἅγιοι. Αὐτές θά σέ ὁδηγήσουν σέ μεγαλύτερες δωρεές καί στό μαρτύριο ἀκόμη».
«Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχήν του καί τόν ἀξίωσε νά μαρτυρήση ἐκτός ἀπό τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, τίς κακοπάθειες, ἀλλά καί μέ τό μαρτύριο αἵματος «διά τήν ἀγάπην του, καθώς τό ἔχυσε καί ἐκεῖνος διά τήν ἀγάπην μου», ὅπως ἔλε-γε ὁ ἅγιος.
«Ὁ θάνατος τόν βρῆκε στίς 24 Αὐγούστου 1779. Φαίνεται πάντως ὅτι οἱ Ἑβραῖοι, ζημιωμένοι σοβαρά ἀπό τήν μεταφορά τοῦ παζαριοῦ ἀπό τήν Κυριακή, πού γινόταν μέχρι τότε, στό Σάββατο, μεταφορά πού εἶχε προκαλέσει ὁ Κοσμᾶς μέ τό κήρυγμά του, δωροδόκησαν τόν Κούρτ πασᾶ τοῦ Μπερατιοῦ καί ὁ τελευταῖος διέταξε τή θανάτωσή του.
Ὁ ἴδιος ὁ Κοσμᾶς εἶχε πεῖ: «Νά παρακαλέσετε (τόν Χριστό) νά μέ φυλάγη ἀπό τές παγίδες τοῦ Διαβόλου καί μάλιστα τῶν Ἑβραίων, ὁπού ἐξοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά διά νά μέ θανατώσουν».Τόν κρέμασαν σ’ ἕνα δέντρο ἔξω ἀπ’ τό χωριό Κολικόντασι, κοντά στό Μπεράτι (ἤ Βε-ράτιον), δίπλα στόν ποταμό Ἄψο».
«Τό σῶμα του τό γύμνωσαν καί δεμένο σέ μιά μεγάλη πέτρα μεταφέρθηκε καί ρίχτηκε στό ποτάμι.
Ὡστόσο καί τό σῶμα δέν ἐξαφανίστηκε. Τό σχοινί πού τόν ἔδενε μέ τήν πέτρα ἔσπασε καί τό ποτάμι τό ἀνασήκωσε εὐλαβικά ὥς τήν ἐπιφάνειά του. Ὁ παπᾶ – Μᾶρκος, ὁ ἐφημέριος τοῦ Κολικόντασι εἶδε ξαφνικά τό σῶμα του. Ἔσκυψε, τ’ ἅρπαξε, τ’ ἀγκάλιασε. Σάν νά εἶχε ἐκεῖ μπροστά του ζωντανό τόν ἀδελφό του ποὔλειπε χρόνια στήν ξενητειά.
Ἔπειτα τύλιξε στό ράσο του τό σῶμα, βγῆκε καί πορεύτηκε γιά τό χωριό. Στήν κηδεία ἦταν ὁ δεσπότης κι ἕνα πλῆθος λαοῦ ἔκλαγε ἀδιάκοπα.Ἦταν κλάμα ἀγάπης, λύπης γιά τόν ἀποχωρισμό, ὑπόσχεσης τοῦ καθενός κι ὅλων μαζί στόν ἅγιο γιά μιά καλύτερη ζωή».
Ὁ Μητροπολίτης Βελεγράδων ὡς ἑξῆς περιγράφει τό ἱεραποστολικό ἔργο του, τόν μαρτυρικό του θάνατο καί τό μοναστήρι του:
«…Τῷ 1777 ἀποθανόντα ἐν Αὐλῶνι τόν Τζαφέρ Πασᾶν διαδεχθη ὁ ἀδελφός αὐτοῦ Μαχμούτ Βέης.
Ἐν τούτῳ τῷ ἔτει ὁ Ἱερομάρτυς καί Ἱσαπόστολος Κοσμᾶς, ὁ ἐκ τῆς Αἰτωλίας, καταγόμενος, φιλανθρωπία βαθυτάτη κινούμενος καί Εὐαγγελικῆς χάριτος πεπληρωμένος, ἥρατο τόν Σταυρόν καί περιήρχετο διδάσκων καί ὑποστηρίζων τούς χριστιανούς ἐν τῆ πατρώα θρησκεία καί εὐσεβεία διά ζήλου ἀπαραμίλλου, ἀτρήτων καμάτων καί ἀδιαλείπτων κινδύνων.
Ἀναντίῤῥητον ὑπάρχει ὅτι αἱ διδαχαί καί ἀρεταί τοῦ θεσπεσίου ἐκείνου ἀνδρός ὑπέστηριξαν καί συνετήρησαν κατά πολύ τάς ἀρχάς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τήν Ἤπειρον ἐν γένει καί Ἀλβανίαν, ἔνθα καί ἐμαρτύρησεν ὁ Ἱσαπόστολος οὗτος ἐπί Ἡγεμονίας εἰσέτι τοῦ Ἀχμέτ Κούρτ Πασᾶ ἐν τῷ χωρίῳ Μουγιαλῆ τῆς Μουζακιᾶς, ἀπαγχονισθείς ὑπό τοῦ Κεχαγιᾶ αὑτοῦ Μουλᾶ. Τό δέ ἱερόν λείψανον αὐτοῦ ῥιφθέν ἐν τῷ αὐτόθι διερχομένῳ Ἄψῳ, εἴτε Βερατινῷ ποταμῷ, ἀνευρεθη μετά τρεῖς ἡμέρας καί ἐτάφη ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ χωρίου Κολικόνδασι, ἔνθα πλησίν αὐτῆς μετά εἰκοσιπέντε περίπου ἔτη ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου τούτου, ἐν ὧ τεθησαύρισται καί τά Ἱερά λείψανα αὐτοῦ, εὑρισκόμενα ἀνηγέρθη Μοναστήριον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου τούτου, τεθησαύρισται καί τά Ἱερά λείψανα αὐτοῦ, εὑρισκόμενα ἕως τῆς σήμερον καί παρέ-χοντα τήν ἴασιν ψυχῆς καί σώματος τοῖς μετ’ εὐλαβείας προσερχομένοις….».
«Τό Ἱερόν Μοναστήριον τό τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἱερομάρτυρος καί Ἱσαποστόλου Κοσμᾶ τοῦ νέου καί τῶν Ἁγίων Πάντων, κείμενον ἐν τῷ χωρίῳ Κολικόνδασι τοῦ θέματος τῆς μικρᾶς Μουζακιᾶς, παρά τήν δεξιάν ὄχθην τοῦ πρός ἀνατολάς αὐτοῦ εἰς ἀπόστασιν δέκα λεπτῶν διερχομένου Ἄψου, εἴτε Βερατινοῦ ποταμοῦ.
Ὁ Ἱερομάρτυς Κοσμᾶς καταγόμενος ἐκ τοῦ χωρίου «Μεγάλου Δένδρου» τῆς Αἰτωλίας, μεταβάς εἰς Ἅγιον Ὄρος καί σπουδάσας τήν θύραθεν σοφίαν παρά τοῖς τότε διαδοχικῶς ἐκεῖσε Σχολαρχήσασι Παναγιώτη Παλαμᾶ καί Νικολάω Τζαρτζούλη τῶ ἐκ Μετζόβου τῆς Ἠπειρου, εἶτα εἰσελθών εἰς τόν κλῆρον καί ἀπό Κωνσταντίνου Κοσμᾶς μετανομασθείας ἐπαξίως καί φερονύμως τῆς ἐναρέτου κοσμιότητος καί τῆς Εὐαγγελικῆς Σοφίας καί Χάριτος τῶν ἠθῶν, ὑφ’ ὧν κοσμίως ἐκοσμεῖτο, ἀδεία τῶν συνασκουμένων αὐτῶ Πατέρων τοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρίου τοῦ Φιλοθέου, ἥρατο τόν Σταυρόν τοῦ Κυρίου, ἀναλαβών τόν ἀποστολικόν ἀγῶνα τοῦ πολλαπλασιάσαι τό ἱερόν τάλαντον τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπό θείου ζήλου ἐμπνεόμενος. Καί δή ἀρξάμενος ἀπό τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων καί τῶν Σκητῶν τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους διδάσκων τούς ἁπλουστέρους τῶν σεβασμίων ἐκείνων Πατέρων καί στηρίζων αὐτούς εἰς τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως, ὅν θείῳ ζήλῳ προείλοντο, ἐξῆλθεν περιελθών ἀνά πᾶσαν τήν Θεσσαλίαν, Μακεδο-νίαν καί τάς Ἰονίους νήσους ἔνθεν μετέβη καί εἰς τήν Ἤπειρον, κηρύττων τόν θεῖον λόγον καί στηρίζων τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς εἰς τά πατρῷα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως δόγματα.
Φθάσας δέ ὁ μακάριος οὗτος φιλόσοφος καί φιλόχριστος Κοσμᾶς καί εἰς τήν Ἐπαρχίαν ταύτην Βελεγράδων, καί τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀμπεχόμενος, ἔδωκε πέρας τοῦ βίου ὁ Ἱσαπόστολος, ὑποστάς τόν δι’ ἀγχόνης μαρτυρικόν θάνατον ἐν τῷ χωρίῳ Μουγιαλῇ κειμένω πλησίον τοῦ Κολικόνδασι, τήν 24 Αὐγούστου 1779 τῶ 65 ἔτει τῆς ἡλικίας του, τοπαρ-χοῦντος ἐν Βερατίῳ τοῦ ἐκ χωρίου Λιούσνιας τῆς μεγάλης Μουζακιᾶς Ἀχμέτ Πασᾶ Κούρτη (Λύκου) ἐπιλεγομένου. Καί ταῦτα μέν περί τοῦ Ἁγίου τούτου».
Ὁ μακαριστός Γέροντας π. Εὐσέβιος Βίττης σημειώνει χαρακτηριστικά για τά τελευταῖα λόγια του τόν μαρτυρικό του θάνατο: «Ὕμνος εὐχαριστήριος καί δοξολογικός σ’αὐτήν τήν πορεία ὅσων τήν ἐπιχειροῦν εἶναι τό ψαλμικό: «Διήλθομεν διά πυρός (ἡδονῆς ἡ ὁποία μοιραῖα ὁδηγεῖ στή φθορά καί στό θάνατο, καί τῶν πειρασμῶν) καί ὕδατος (δακρύων πόνου καί μό-χθου) καί ἐξήγαγες ἡμᾶς (Κύριε) εἰς ἀναψυχήν» καί στό εὐλογημενο παρόν βιωνόμενη καί ἐν ἐλπίδι ἀμενόμενη στήν μακάρια αἰωνιότητα! (Ψαλμ. 65,12)».
Κ. Δ.