Πολλές σκέψεις με έχουν απασχολήσει και πολλές απόψεις έχω διαβάσει σχετικά με το πολύπλευρο θέμα της καταργήσεως ή μη της διδασκαλίας των θρησκευτικών, ως ομολογιακού μαθήματος και της αντικατάστασής του από ένα μάθημα θρησκειολογίας στα σχολεία μας. Θα προσπαθήσω, μέσα στον γενικότερο προβληματισμό, να καταθέσω συνοπτικά μερικές από αυτές τις σκέψεις, αρχίζοντας από ένα φαινομενικά ρητορικό, αλλά θεμελιώδες, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα:
«Επιθυμούμε άραγε ακόμα να διατηρήσουν τα παιδιά μας τον χαρακτηρισμό του Έλληνα, στη μακραίωνη ουσιαστική του διάσταση, με μια συνειδητοποιημένη ταυτότητα ή μας αρκεί να εκπαιδεύονται στα σχολεία μας απλώς ως ελληνόφωνες»;
Αν επιθυμούμε το πρώτο, ας θυμηθούμε, προς ενίσχυση, τη ρήση του Ηρόδοτου για το «όμαιμον, το ομόγλωσσον, τα των Θεών κοινά ιδρύματα και τα ομότροπα ήθη», στοιχεία που συγκροτούσαν ανέκαθεν την ταυτότητα των Ελλήνων. Ας θυμηθούμε ακόμα τον καταλυτικό ρόλο της θρησκείας μας στους αγώνες της πατρίδας μας: «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», αλλά και τις διαπιστώσεις πολλών νηφάλιων και αντικειμενικών Ελλήνων και ξένων μελετητών που έγραψαν ότι «για τον Έλληνα η πίστη είναι το σπίτι του».
Ακούω, όμως, ένα ισχυρό αντίλογο που λέει ότι «Η πίστη δεν διδάσκεται» και ότι «Η οικογένεια έχει τον κυρίαρχο ρόλο στη θρησκευτική αγωγή των παιδιών». Ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο; Όμως, αν το παιδί δεν γνωρίσει από νωρίς και συστηματικά, κατά τη διάρκεια της στοιχειώδους και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής του, τις νοηματικές διαστάσεις και τις αξίες που περικλείει ο θησαυρός των ιερών κειμένων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης μας, στην οποία άλλωστε βαπτίστηκε από τους γονείς του, πως θα μπορέσει, στη συνέχεια, να συνειδητοποιήσει και τη σημασία της; Μήπως μέσα από ένα μάθημα Θρησκειολογίας το οποίο θα το ενημερώνει γενικώς για τις διάφορες θρησκείες όπως ακριβώς η Γεωγραφία του μαθαίνει τα σχετικά με τις διάφορες χώρες, τις πρωτεύουσες, τα προϊόντα και το κλίμα τους;
Η γενίκευση, το γνωρίζω καλά, αποδυναμώνει πάντα τα όποια επιχειρήματα. Γι’ αυτό δεν θέλω καθόλου να παραβλέψω το γεγονός ότι η σημασία του μαθήματος των Θρησκευτικών και η απήχηση που έχει αυτό στην ψυχή των παιδιών είναι απόλυτα συνυφασμένες και ευθέως εξαρτώμενες από το τι πιστεύει και το τι έχει θησαυρίσει στη δική του ψυχική περιουσία αυτός που διδάσκει το μάθημα. Ο οποίος, μάλιστα, στα μάτια των παιδιών, έχει και την αίγλη της αυθεντίας. Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσα σημαντικά μηνύματα πήρα κι εγώ η ίδια, ακούγοντας τα παιδιά μας να μεταφέρουν στο σπίτι μας τα όσα τους έλεγε, στο μάθημά του, εκείνος ο φωτισμένος θεολόγος καθηγητής τους.
Έχω επίγνωση ότι αποτελεί αφόρητη κοινοτοπία, αλλά πρέπει να επισημάνω ότι ζούμε στην εποχή της λατρείας του χρήματος, της παιδείας του «θέλω», του άγριου ανταγωνισμού, της έκπτωσης μέχρι μηδενισμού των ηθικών αξιών, της διεκδίκησης και του οδυνηρού ατομισμού. Σ’ αυτήν την εποχή, εμείς οι γονείς στην πλειονότητά μας, αλυσοδεμένοι στη στείρα χρησιμοθηρική και απνευμάτιστη επιδίωξη υλικών μόνο αγαθών και εκπλήρωσης επιθυμιών, τις οποίες ανοήτως μεταφράζουμε σε ανάγκες, φροντίζουμε υπερβολικά το μυαλό, το σώμα και την εφήμερη καλοπέραση των παιδιών μας και αγνοούμε κατάφωρα την ψυχή τους. Αγνοούμε ή δεν θέλουμε να αντιληφθούμε το ψυχικό κενό που προκύπτει από τον άκρατο υλισμό που αδιάκοπα προβάλλεται γύρω τους. Δεν θέλουμε να ακούσουμε την άηχη κραυγή για βοήθεια που εκπέμπουν τα μάτια τους, τα οποία σπανίως πια κοιτάζουμε, εκτός και αν η αντανάκλασή τους μας έρθει μέσα από τη γυάλινη οθόνη στην οποία είμαστε όλοι προσηλωμένοι.
Είναι, επομένως, κατά τη γνώμη μου, επιτακτική η ανάγκη, πέρα από Συνταγματικές και άλλες επιταγές, με γνώμονα την ουσιαστική Παιδεία και όχι απλώς την εκπαίδευση των παιδιών μας, να παραμείνει στα σχολεία μας το μάθημα των θρησκευτικών, ως ομολογιακό της Ορθόδοξης Χριστιανικής μας Πίστης. Να παραμείνει η ελπίδα ότι, μέσα στις τόσες στεγνές ώρες της διδασκαλίας και, βεβαίως, μαζί με όσα η οικογένεια θέλει και υποχρεούται να προσφέρει, αυτό το μάθημα θα μπορεί να δροσίζει τις καρδιές τους με νάματα της χριστιανικής αγάπης.
Μέσα από την ανάλυση των ιερών μας κειμένων – με την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται από φωτισμένους δασκάλους – τα παιδιά μας θα γνωρίσουν τα παραδείγματα της πηγαίας και ανιδιοτελούς προσφοράς και το μεγαλείο της θυσίας, την ανακούφιση της προσευχής και την παρηγοριά της αληθινής μετάνοιας. Θα συναισθανθούν ακόμα το μυστήριο, την ευλογία και το υπέροχο δώρο που είναι η ζωή, αλλά και τη σημασία της αποστολής της και, τέλος, θα αποκτήσουν το έρμα μιας συνειδητοποιημένης ταυτότητας.
Ήβη Σταυροπούλου
Κύκλοι Μητέρων