Εμείς στο Δίστομο συγκεντρωνόμασταν στην πλατεία για το πανηγύρι. Μετά τη δοξολογία στην εκκλησία. Ηχούσαν κλαρίνα και νταούλια. Τα αγόρια έκαναν τσαλίμια στον χορό και φλέρταραν έτσι τα κορίτσια. Φορούσαν όλοι τα καλά τους ρούχα και έπιναν κρασί ως αργά. Την άλλη μέρα κιόλας ξανάρχιζε η σκληρή δουλειά στα χωράφια.
Κι εσύ Φραντς μπήκες στο χωριό μας σαν λυσσασμένο σκυλί, συγκέντρωσες τον κόσμο στην πλατεία με τη βία και έπαιξες το βαλς του θανάτου.
Θύμωσες που σου κλείσαμε την πόρτα, που σηκώσαμε πάνω σου τα όπλα, μα ξέχασες πως ήρθες εδώ με τα ρούχα του εχθρού.
Μπήκες στα σπίτια μας, μα όχι σαν μουσαφίρης. Κρατούσες στο χέρι σου πολυβόλο και λόγχη και έσφαξες τη γιαγιά με το μαλλί στη ρόκα. Δεν έπαιξες με το μωρό στην κούνια, μα έμπηξες στο τρυφερό κορμάκι του την λόγχη και το ξεκοίλιασες.
Δεν κάθισες να φας φρέσκο τυρί και να πιεις γιοματάρι κρασί στο ίδιο τραπέζι με τον νοικοκύρη. Δεν δοκίμασες το γλυκό κουταλιού της νοικοκυράς, ούτε στάθηκες να ακούσεις τις ιστορίες του παππού. Αντίθετα άδειασες το όπλο σου στα σωθικά τους.
Δεκάδες χωράφια έμειναν αθέριστα εκείνο το καλοκαίρι και ορφανά παιδιά με καλαμένια ποδαράκια έστεκαν στα ταπεινά μνήματα, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν γιατί η μάνα είναι σκεπασμένη με χώμα. Ποιος σταύρωσε για πάντα τα χέρια της και δεν ζυμώνει ψωμί, ούτε παίρνει αγκαλιά τα μικρά της.
Είδα μια φωτογραφία σου Φραντς -από το Δίστομο που έκαψες- και πρόσεξα πως χαμογελούσες. Τρελάθηκες;
Άφησες το χιονισμένο σπίτι σου με μεγάλο βήμα και κίνησες να ρημάξεις ένα άλλο σπίτι που το έλουζε ο ήλιος. Το ζήλεψες;
Ονειρεύτηκες έναν ξανθό κόσμο, ύψωσες το δεξί σου χέρι διαγώνια, ένωσες τα πέντε δάχτυλά σου σε άκαμπτη παλάμη, πύρωσες το βλέμμα σου και έβαλες φωτιά όπου έφτανες. Πώς μπόρεσες;
Δεν άκουσες τους ποιητές της χώρας σου να μιλούν για έρωτα. Άφησες μόνο του εκείνο το κορίτσι με τα γαλάζια μάτια που σε αγαπούσε. Άφησες την μάνα σου γονατιστή, στην εκκλησία με τα θεόρατα μυτερά καμπαναριά, να παρακαλά να επιστρέψεις. Έμεινε μέρες στον δρόμο ο πατέρας σου να περιμένει ένα γράμμα σου. Έλειπες γιατί είχες να φέρεις σε πέρας μια αποστολή: Να σκορπίσεις παντού τον θάνατο!
Μυρίζει ακόμα κάπνα το καμένο Δίστομο. Ακούγονται ακόμα τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που σφαγιάστηκαν και τα σπαραχτικά μοιρολόγια των μαυροφορεμένων που έμειναν πίσω. Κι εσύ Φραντς ακόμα χαμογελάς. Δεν έχεις τύψεις. Δεν χρωστάς τίποτα. Έκανες τον λογαριασμό σου και μείον βγήκαμε εμείς.
Ξέρεις για τον Παρθενώνα, απαγγέλλεις με στεντόρεια φωνή και γερμανική προφορά στίχους της Ιλιάδας… αλλά άγνωστες σου είναι οι Ερινύες και η Νέμεση.
Στον μαυροπίνακα της μοίρας μας εμείς δεν κατορθώσαμε να υπολογίσουμε πόσο κοστίζει ο δολοφονημένος πατέρας μας, ο Θανάσης ο τσαγκάρης που τραγουδούσε τα δημοτικά σαν αηδόνι, η Βαγγελίτσα που ήταν οκτώ μηνών έγκυος, η γιαγιά Παναγιώτα που έφτιαχνε έργα τέχνης στον αργαλειό, ο 3χρονος Γιώργης με το γλυκό χαμόγελο. Οι εκατοντάδες νεκροί μας δεν είναι απλοί αριθμοί. Έχουν όνομα και Ιστορία και την ζωή τους… την αφαίρεσες εσύ!
Ναι, είσαι εργατικός και -μαζί με τον κλεμμένο χρυσό των λαών της Ευρώπης- ξαναγιγάντωσες την τιμωρημένη από τους συμμάχους χώρα σου… Με την δική μας υπογραφή σβήστηκαν και τα χρέη σου και τώρα μας οφείλεις πολλά και δεν δικαιούσαι να σφυρίζεις αδιάφορα.
Το στεφάνι που ήρθαν και κατέθεσαν κάποιοι συμπατριώτες σου σε καιρό ειρήνης, το μαδάνε φύλλο – φύλλο τα παιδιά σας που μας κουνούν το δάχτυλο στα συμβούλια της Ευρώπης και τα εγγόνια σας που έρχονται στις ταβέρνες μας και απαιτούν να φάνε δωρεάν, γιατί η χώρα μας έχει δανειστεί από την δική σας. Μας προσβάλλει και το ειρωνικό σας χαμόγελο, όταν κοιτάζετε τους χαλασμένους δρόμους μας, η γενικότερη άποψή σας ότι είμαστε τεμπέληδες και ζούμε εις βάρος των υπολοίπων της Ε.Ε.
Τα ιερά κρανία των μαρτύρων της σφαγής στο Δίστομο και σε όλη την Ελλάδα… μιλούν! Τα μάτια των ανθρώπων στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες… βγάζουν δάκρυα που μουσκεύουν το χαρτί. Τα κορμιά τους έγιναν λίπασμα στην γη που μας γέννησε. Γι’ αυτό δεν ξεχνάμε. Μέχρι να κλείσει η φωνή μας θα ζητάμε την δικαίωση! Το ζήτημα δεν είναι λήξαν.
Είναι ζήτημα τιμής και όχι ποσού. Και είναι ακόμα σε εκκρεμότητα.
Χρωστάς ακόμα Φραντς! Να πάψεις το κλάμα εκείνου του κοριτσιού με το μαύρο μαντήλι.
Υ.Γ. Κι εσείς κύριε Σκέρτσο, αφήστε τα σκέρτσα και αν δεν μπορείτε να βάλετε πλάτη στον αγώνα μας… σιωπήστε!
Έμμη Πανούση