Το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος

Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί  «ἐν Χριστῶ»  αδελφοί,

Αποτελεί  για  εμένα  ιδιαίτερη  χαρά  και  ευλογία  να  βρίσκομαι  ανάμεσά  σας,  έχοντας  λάβει  την  ανάθεση  της  αποψινής  ομιλίας  με  θέμα: «Το  πρόσωπο  του  Αγίου  Πνεύματος».

Ο  άνθρωπος  μετά  την  πτώση  αποκόπηκε  πνευματικά  από  το  Θεό  με  συνέπεια  η  κοινωνία  με  το  Δημιουργό  του,  αλλά  και  η  ανταπόδοση  της  Χάριτος  από  Εκείνον,  από  φυσικό  χαρισματικό  γεγονός,  να  καταστεί  αδιάφορο  για  τον  άνθρωπο  και  αναμονή  δωρεάς  της  χάριτος  από  μέρους  του  Θεού·  σύμφωνα  με  την  επιθυμία  και  την  προαίρεση  του  ανθρώπου.

Ο  μεταπτωτικός  άνθρωπος  διαμόρφωσε  μία  αντίληψη  περί  του  Θεού,  μέσα  από  την  ανθρώπινη  διαίσθηση  και  αντίληψη  περί  των  υπερκοσμίων. Έτσι,  η  μεταφυσική  του  αγωνία  και  αντίληψη  τροφοδοτούνταν  και  θεμελιώνονταν  μέσα  από  την  υποκειμενική  του  γνώμη,  τη  φαντασία,  την  εκδήλωση  των  παθών  του. Αποτέλεσμα  να  στραφεί  προς  την  ειδωλολατρεία  και  να  λατρεύσει  «τήν  κτίση  παρά  τόν  κτίσαντα»(Ρωμ. 1,25).

Στους  αρχαίους  λαούς,  διαπιστώνουμε  την  απουσία  θεολογικής  διδασκαλίας  για  το  ποιος  και  τι  είναι  ο  Θεός. Οι  αρχαίοι  άνθρωποι  αντιλαμβάνονταν  το  Θεό  ως  μέρος  του  κόσμου(με  εξαίρεση  το  Πλάτωνα), πίστευαν ότι  δεν  είναι  δημιουργός  του  κόσμου  και  της  ζωής  και  ότι  δεν  επιτρεπόταν  η  ανάπτυξη  οικειότητας  με  τους  Θεούς. Ο  άνθρωπος  δεν  επιτρεπόταν  να αγαπά  το  Θεό,   σύμφωνα  με  τον  Αριστοτέλη[1].

Ο  χριστιανισμός  γεννήθηκε,  διαμορφώθηκε,  αναπτύχθηκε  μέσα  στον  Ιουδαϊσμό,  ενώ  παράλληλα  από  την  εμφάνισή  του  εντός  του  Ιουδαϊσμού  είχε  διαχωρίσει  τα  βασικά  δόγματα  και  τις  διαφορές  με  την  πατροπαράδοτη  θρησκεία  των  Εβραίων. Ο  χριστιανός  δέχεται  την  ύπαρξη  προσωπικού  Θεού. Και  ο  Θεός  των  χριστιανών  είναι  Ένας,  αλλά  έχει  τρεις  υποστάσεις,  τρία  πρόσωπα. Στην  αποψινή  μας  ομιλία  θα  ασχοληθούμε  με  το  τρίτο  πρόσωπο  του  Τριαδικού  Θεού,  με  αυτό  του  Αγίου  Πνεύματος.

ΤΟ  ΠΡΟΣΩΠΟ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ  ΣΤΗ  ΠΑΛΑΙΑ  ΔΙΑΘΗΚΗ

Στο  βιβλίο  της  Γένεσης  στο  2ο  στίχο  του  1ου  κεφαλαίου,  διαβάζουμε, «…καί  πνεῦμα  Θεοῦ  ἐπεφέρετο  ἐπάνω  τοῦ  ὓδατος». Ο  Μέγας  Αθανάσιος  αναφέρει  πως  ο  όρος  «πνεῦμα»  στη  Γραφή,  όταν  προσδιορίζεται  διά  του  ονόματος  του  Θεού(ruach  Elohim,  Πνεῦμα  τοῦ  Θεοῦ),  τότε  έχει  αποκλειστική  αναφορά  στο  τρίτο  πρόσωπο  της  Αγίας  Τριάδος. Φανερώνεται  η  συνέργεια  του  Αγίου  Πνεύματος  στη  δημιουργία  του  κόσμου. Επομένως,  η  δημιουργική  δραστηριότητα  στη  γένεση  του  κόσμου  και  η  δημιουργική  ενέργεια  αποτελούν  γνώρισμα  του  Θεού. Αυτό  μπορούμε  να  το  καταλάβουμε  και  από  μία  άλλη  πλευρά. Στο  Εβραϊκό  κείμενο,  η  έννοια  της  δημιουργικής  δραστηριότητας  του  Πνεύματος  του  Θεού  διατυπώνεται  με  το  ρήμα  «rachaph»,  το  οποίο  μεταφράζεται  στα  ελληνικά  ως  «ἐπεφέρετο»,  κατά  τους  Εβδομήκοντα. Η  ακριβή  του όμως  σημασία  είναι  «ἐπωάζω»[2].

Η  θεότητα  του  Αγίου  Πνεύματος,  η  ενέργειά  Του  ως  Θεϊκού  προσώπου[3]  και  Πηγής  Φωτισμού  του  ανθρώπου φανερώνεται  στον  πρώτο βασιλιά  του  Ισραήλ  Σαούλ  και  του  δίνει  τη  δυνατότητα  να  προφητεύει[4].

Ο  προφήτης  Δαβίδ  στον  50ο  ψαλμό,  απευθυνόμενος  προς  το  Άγιο  Πνεύμα,  το  παρακαλεί  να  μην  απομακρυνθεί  από  αυτόν,  να  του  δώσει  αγαλλίαση  ψυχική  και  να  τον  στηρίζει  στη  ζωή  του(συγκεκριμένα: «..τό  πνεῦμα  σου  τό  ἃγιον  μή  ἀντανέλης  ἀπ΄ ἐμοῦ. Ἀπόδος  μοι  τήν  ἀγαλλίασιν  τοῦ  σωτηρίου  σου  καί  πνεύματι  ἡγεμονικῶ  στήριξόν  με»(Ψαλμ. 50, 13-14).

Εδώ,  ο   προφητάναξ  Δαβίδ  μάς  αποκαλύπτει  ότι  ο  Θεός  χορηγεί  το  Άγιον  Πνεύμα  στους  εκλεκτούς  δούλους  Του,  γεγονός  που  αποτελεί  δωρεά  από  το  Θεό[5].

Η  θεότητα  του  Αγίου  Πνεύματος  φαίνεται  και  από  τη  μαρτυρία  του  138ου  ψαλμού,  στίχο  7,  όπου  αποδεικνύεται  η  πανταχού  παρουσία  Του,  που  είναι  μοναδικό  και  θεϊκό  γνώρισμα,  με  τη  φράση «ποῦ  πορευθῶ  ἀπό  τοῦ  πνεύματός  σου  καί  ἀπό  τοῦ  προσώπου  σου  ποῦ  φύγω;»[6].

ΟΡΘΟΔΟΞΗ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ  ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ[7]

Από  την  έως  τώρα  ανάλυση  καταλαβαίνουμε  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  ως  πρόσωπο  κάνει  την  παρουσία  Του  υπαρκτή,  μέσα  από  τις  αναφορές  της  Παλαιάς  Διαθήκης· όμως,  οι  προφήτες  και  οι  δίκαιοι  δεν  μπορούσαν  να  μεταδώσουν  σε  άλλους  αυτή  τη  χάρη. Αυτή  μεταδίδεται  με  το  γεγονός  της  Πεντηκοστής. Η  φανέρωση  του  Αγίου  Πνεύματος  με  πύρινες  γλώσσες(Πραξ. 2,3),  σημαίνει  την  αποστολή  που  αναλάμβαναν  οι  Απόστολοι,  να  κηρύξουν  το  ευαγγέλιο  σε  όλες  τις  γλώσσες. Έτσι,  φανερώνεται  πλέον  ότι  το  ευαγγέλιο  δεν  αφορά  έναν  μόνο  λαό,  αλλά  ολόκληρη  την  ανθρωπότητα. Ακόμη,  το  Άγιο  Πνεύμα  με  το  γεγονός  της  Πεντηκοστής,  καλεί  σε  επιστροφή  και  ενότητα  την  ανθρωπότητα,  η  οποία  στο  παρελθόν  είχε  διασπαστεί  λόγω  της  σύγχυσης  των  γλωσσών(Γεν. 11, 1-9).

Με  το  χάρισμα  της  γλωσσολαλιάς  των  Αποστόλων,  ο  Θεός  δίνει  ένα  «σημείο» για  τους  απίστους  των  πρώτων  χριστιανικών  χρόνων,  ώστε  μέσω  ενός  εντυπωσιακού  θαύματος  να  οδηγηθούν  στην  αληθινή  πίστη. Κι  αυτό  γίνεται  γιατί,  κατά  τον  Άγιο  Ιωάννη  το  Χρυσόστομο,  οι  άνθρωποι  τότε  είχαν  πιο  ανόητη  συμπεριφορά,  προέρχονταν  από  τον  ειδωλολατρικό  χώρο,  είχαν  υλιστική  αντίληψη  και  προσέγγιση  για  το  Θεό  και  συνάμα  παντελή  έλλειψη  και  άγνοια  περί  των  πνευματικών  πραγμάτων· πόσο δε  μάλλον  περί  της  χάρης. Άλλωστε  στην  Παλαιά  Διαθήκη  ο  Θεός  απευθυνόμενος  στους  ανθρώπους  λέει  ότι  «…διά  φαυλισμόν  χειλέων  διά  γλώσσης  ἑτέρας,  ὃτι  λαλήσουσι  τῷ  λαῷ  τούτω… καί  οὑκ  ἠθέλησαν  ἀκούειν»(Ησ. 28,11-12). Δηλαδή  ο  Θεός  προσπαθεί,  θα  λέγαμε,  να  κάνει  χρήση  κάθε  μέσου  που  θα  βοηθήσει  τον  άνθρωπο  να  Τον  γνωρίσει.

Το  σημαντικό  είναι  ο  άνθρωπος  να  βλέπει  με  τα  μάτια  της  ψυχής  του  τις  αμαρτίες  του  και  χωρίς  να  ζητά  θαύματα  και  αποδείξεις  να  ζητά  από  το  Θεό  την  κάθαρση  της  ψυχής  του.

Έτσι,  τον  4ο  αιώνα,  στην  εποχή  του  αγίου  Ιωάννου  του   Χρυσοστόμου,  η  μεγάλη  απόδειξη  για  την  παρουσία  και  τη  δράση  του  Αγίου  Πνεύματος  δεν  είναι  η  γλωσσολαλιά  ή  τα  υλικά  θαύματα,  αλλά  η  ελευθερία  από  τα  πάθη  και  την  αμαρτία. Γι’  αυτό  και  τα  χαρίσματα  ο  Θεός  τα  δίνει  σύμφωνα  με  την  ωφελιμότητα  των  ψυχών  των  ανθρώπων.

Το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  το  Τρίτο  πρόσωπο  της  Αγίας  Τριάδος. Έχει  προσωπική  ύπαρξη,  είναι  ο  «ἂλλος  Παράκλητος»,  όπως  μας  λέει  ο  Χριστός  μας  στο  κατά  Ιωάννη  ευαγγέλιο(14,16). Έτσι,  κατά  τον  Ιερό  Χρυσόστομο,  λέγοντας  «ἂλλον» δείχνει  τη  διαφορά  του  προσώπου,  ενώ  λέγοντας  «Παράκλητον»  δείχνει  τη  συγγένεια  της  ουσίας.

Το  Άγιον  Πνεύμα  ως  πρόσωπο  ακούει(Ιω. 16,13),  αναγγέλει(Ιω. 16, 13-15), διδάσκει(Ιεζ. 11, 5 – Ιω. 14, 26 – Λουκ. 12,12), ερευνά(Α΄Κορ. 2, 10-11), αποκαλύπτει(Λουκ. 2,26), οδηγεί  στην  αλήθεια(Ιω. 16,13), ελέγχει(Ιω. 16,8), εμποδίζει(Πράξ. 16,6), κρίνει(Πράξ. 15,28), συνετίζει(Νεεμ. 9,20)[8]. Ακόμη  έχει  προσωπική  βούληση  και  συναίσθημα. Αγαπά(Ρωμ. 15,30), παρηγορεί(Πράξ. 9,31),  αλλά  και  παροργίζεται(Ησ. 63, 10 –Μιχ. 2,7).

Ο  ίδιος  ο  Χριστός  μας,  με  έναν  ιδιαίτερο  βαρύτητας  λόγο  Του,  λέγοντας «εἰς  τό  Ἃγιον  Πνεῦμα  βλασφημήσαντι  οὐκ  ἀφεθήσεται»(Λουκ. 12,10),  μας  αποκαλύπτει  την  προσωπική  υπόσταση  του  Αγίου  Πνεύματος.

Ο  Απ.Παύλος  τονίζει  στην  Α΄ προς  Κορινθίους  επιστολή  του  ότι  το  άγιο  Πνεύμα  χορηγεί  σ΄ εμάς  τα  πάντα,  όλα  τα  χαρίσματα  του  Θεού(12, 3-11). Επίσης, μας  διδάσκει  ότι  ο  Θεός  είναι  ο  Ίδιος  «ὁ  ἐνεργῶν  τά  πάντα  έν  πᾶσι»,  άρα  αν  τα  πάντα  ενεργεί  το  «ἓν  καί  τό  αὐτό  Πνεῦμα»,  τότε  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  «ὁ  Θεός,  ὁ  ἐνεργῶν  τά  πάντα  ἐν  πάσι»(12, 4-6).

Επιπλέον,  η  θεία  φύση  του  Αγίου  Πνεύματος,  φαίνεται  και  από  το  γεγονός  ότι  Αυτό «ἐρευνᾶ  τά  πάντα  καί  τά  βάθη  τοῦ  Θεοῦ»(Α΄Κορ. 2, 10-11). Συμπεραίνουμε,  λοιπόν,  ότι  αφού  το  Άγιο  Πνεύμα  γνωρίζει  τα  απόρρητα  του  Θεού,  δεν  μπορεί  να  είναι  ξένο  με  Αυτόν,  άρα  είναι  Ομοούσιο  με  τον  Πατέρα.

Κύριο  έργο  του  Αγίου  Πνεύματος  είναι  η  δωρεά  στους  πιστούς  να  αποτελούν  ένα  σώμα  και  να  φωτίζει  τον  άνθρωπο  να  πιστεύει  ότι  «ο  Ιησούς  Χριστός  είναι  ο  Κύριος»(Α΄Κορ. 12, 3& 13).

Συγκροτεί  ολόκληρο  το  θεσμό  της  Εκκλησίας(Α΄Κορ. 14,4)  και  μας  δωρίζει  όλα  τα  χαρίσματα  που  δόθηκαν  στην  ανθρώπινη  φύση  του  Χριστού  και  έτσι  μας  οδηγεί  και  μας  μεταφέρει  στο  ύψος  της  δόξης  του  Τριαδικού  Θεού(Φιλπ. 2, 9-11).

Ένα  από  τα  σπουδαιότερα  αγιογραφικά  χωρία,  που  μας  διδάσκει  διά  του  στόματος  του  Κυρίου  μας  Ιησού  Χριστού  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  ομοούσιο  με  τα  άλλα  δύο  πρόσωπα  της  Αγίας  Τριάδος,  είναι  η  εντολή  Του  προς  τους  Αποστόλους  να  βαπτίζουν  τους  ανθρώπους,  «στό  ὃνομα  τοῦ  Πατρός  καί  τοῦ   Υἱοῦ  καί  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος»(Ματθ.28,19). Από  εδώ  κατανοούμε  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  πάντοτε  ενωμένο  με  τον  Πατέρα  και  τον Υιό  σε  μία  θεία  φύση,  με  μία  θέληση  και  μία  ενέργεια.

Χωρίς  το  Ἀγιο  Πνεύμα  ο  άνθρωπος  είναι  πνευματικά  αδύναμος,  ανίσχυρος,  άνευ  φωτισμού  της  ψυχής  του  και  έτσι  αδυνατεί  να  έχει  κίνηση  προς  το  Χριστό. Για  να  το  καταλάβουμε  αυτό,  πρέπει  ν΄ ανατρέξουμε  στις  ώρες  του  πάθους  του  Κυρίου.

Οι  Απόστολοι  εγκατέλειψαν  το  Χριστό  κατά  το  πάθος  Του(Ματθ. 26,56),  διότι  δεν  είχαν  ακόμη  το  Άγιο  Πνεύμα  κι  έτσι  δεν  έβλεπαν  με  καθαρότητα  ψυχής  το  Χριστό  και  δεν  μπορούσαν  αληθινά  να  τον  αναγνωρίσουν. Όταν όμως  «ἐπλήσθησαν  ἂπαντες  Πνεύματος  Ἁγίου»(Πραξ.2,4), τότε  το  ανθρώπινο  πνεύμα  τους  φωτίστηκε,  έγινε  θα  λέγαμε  καινούργιο,  κι  έτσι  άρχισαν  να  κηρύττουν  την  «ἐν  Χριστῶ» σωτηρία  με  δύναμη(Πράξ. 2,1-41). Αυτό  για  εμάς  τους  απλούς  πιστούς  γίνεται  πράξη,  όταν  με  πίστη,  ταπείνωση  και  μετάνοια  συμμετέχουμε  στα  ιερά  μυστήρια  της  Εκκλησίας  μας,  όπου  το  Άγιον  Πνεύμα  ενεργεί  στον  καθένα  μας  κατά  τη  δεκτικότητα,  το  βαθμό  μετάνοιας  και  πίστης  μας,  με  έναν  και  μοναδικό  σκοπό  να  μας  οδηγήσει  στο  Χριστό,  στη  σωτηρία  μας[9].

Η  βάση  γι’  αυτή  την  Αγιοπνευματική  δωρεά  και  δράση  στον  άνθρωπο  θεμελιώνεται  κατά  την  ημέρα  που  ο  πιστός  λαμβάνει  το  μυστήριο  του  βαπτίσματος,  το  οποίο  επικυρώνει  και  επισφραγίζει  την  ένταξή  του  στο  εκκλησιαστικό  σώμα.

Με  το  μυστήριο  του  χρίσματος  ο  πιστός  χρίεται  με  τη  χάρη  του  Αγίου  Πνεύματος  και  έτσι  λαμβάνει  την  «ενέργεια»  και  την  «κατάλληλη  κίνηση»  για  την  πραγματοποίηση  της  «ἐν  Χριστῶ»  ζωής. Έτσι,  το  Άγιο  Πνεύμα  πραγματοποιεί  την  προσωπική  Πεντηκοστή  κάθε  συγκεκριμένου  μέλους  της  Εκκλησίας,  διότι  έτσι  εμπλουτίζεται  ο  άνθρωπος  και  «ενεργοποιούνται» οι  «ἐν  Χριστῶ»  λειτουργίες  του[10].

ΑΡΧΑΙΕΣ  ΑΙΡΕΣΕΙΣ  ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Η  αμφισβήτηση  της  θεότητας  του  Αγίου  Πνεύματος  από  ορισμένους  αιρετικούς  των  πρώτων  αιώνων  οδήγησε  την  Εκκλησία  στην  ανάπτυξη  μιας  διδασκαλίας  για  το  Άγιο  Πνεύμα,  προκειμένου  να  προστατευθούν  οι  Ορθόδοξοι  χριστιανοί  από  την  πλάνη. Από  το  χώρο  των  αιρετικών  Μοναρχιανών,  προέκυψε  μία  αιρετική  διδασκαλία  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  ανυπόστατη  ενέργεια  του  Θεού. Οι  Σαβελλιανοί  θεωρούσαν  το  Άγιο  Πνεύμα  ως  έναν  από  τους  τρεις  τρόπους  υπάρξεως  του  Θεού,  με  τους  οποίους  ο  Θεός  ενεργεί  μέσα  στην  Εκκλησία  και  αποκαλύπτεται,  ώστε  να  επιτελεστεί  το  σωτηριώδες  και  αγιαστικό  έργο  Του.

Τον  4ο  αιώνα,  οι  Πνευματομάχοι  δίδασκαν,  επηρεασμένοι  από  τον  παλαιότερο  Ωριγένη,  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  υποτάσσεται  στον  Υιό,  ενώ  κάποιοι  άλλοι  στην  περιοχή  της  Αλεξάνδρειας  της  Αιγύπτου  δίδασκαν  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  πολύ  κατώτερο  από  τον  Πατέρα  και  τον  Υιό(Θεόφραστος  και  Πιέριος). Αυτήν  εδώ  την  αιρετική  διδασκαλία  ο  Άρειος  την  εξώθησε  στα  άκρα,  διδάσκοντας  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  κτίσμα  και  μάλιστα  το  πρώτο  κτίσμα  του  Υιού!

Μέσα  σ’ αυτήν  την  ποικίλη  εμφάνιση  αιρετικών  δοξασιών  για  το Άγιο  Πνεύμα  προστέθηκε  και  η  κακοδοξία  του  Μακεδονίου  Κωνσταντινουπόλεως,  ο  οποίος  έλεγε  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  σαν  αγγελοειδές  κτίσμα. Οι  Πνευματομάχοι  καταδικάστηκαν  στη  σύνοδο  της  Αντιόχειας  το  379μ.Χ..

  • Αντιμετώπιση από  την  εκκλησία 

Τους  Πνευματομάχους  αντιμετώπισαν  οι  Μέγας  Αθανάσιος,  Μέγας  Βασίλειος  καθώς  και  γενικότερα  οι  Καππαδόκες  πατέρες.

Ο  Μέγας  Αθανάσιος  είναι  ο  πρώτος  πατέρας  της  Εκκλησίας,  ο  οποίος  τον  4ο  αιώνα  χαρακτήρισε  το  Άγιο  Πνεύμα  ως  «ομοούσιο». Βασικό  επιχείρημα  του  Μεγάλου  Αθανασίου  για  την  απόδειξη  της  ομοουσιότητας  του  Αγίου  Πνεύματος  αποτέλεσε  το  χωρίο  από  την  Α΄Κορ. 2,10  ότι  το  «γάρ  Πνεῦμα  πάντα  ἐρευνᾶ  καί  τά  βάθη  τοῦ  Θεοῦ»,  άρα  δεν  είναι  δυνατό  να  είναι  κτίσμα. Επίσης,  χρησιμοποίησε  το  στίχο  «Πνεῦμα  Κυρίου  πεπλήρωκε  τήν  οἰκουμένην»  από  το  βιβλίο  της  Παλαιάς  Διαθήκης,  της  Σοφίας  Σολομώντα(1,7), ώστε  να  αποδείξει  την  προσωπική  υπόσταση  και  την απανταχού  παρουσία  του  Αγίου  Πνεύματος[11].

Ο  Μέγας  Βασίλειος  στον  αγώνα  του  εναντίον  των  Πνευματομάχων  και  για  ν΄ αποδείξει  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  δεν  υστερεί  σε  δημιουργική  ενέργεια,  σε  σχέση  με  τον  Πατέρα  και  τον  Υιό,  χρησιμοποίησε  το  χωρίο  της  Γενέσεως  1,2: «…καί  πνεῦμα  Θεοῦ  ἐπεφέρετο[12]  ἐπάνω  τοῦ  ὓδατος». Καθώς  επίσης  και  από  το  ψαλμικό  χωρίο  32,6 «τῷ  λόγῳ  τοῦ  Κυρίου…καί  τῷ  πνεύματι  τοῦ  στόματος  αὐτοῦ,  πάσα  ἡ  δύναμις  αὐτῶν»,  για  να  αποδείξει  ότι  η  δημιουργική  ενέργεια  του  Αγίου  Πνεύματος  δε  χωρίζεται  από  τη  δημιουργική  ενέργεια  του  Υιού. Όπως  η  θερμότητα  δε  διαχωρίζεται  από  τη  φωτιά  και  η  λάμψη  από  το  φως,  έτσι  και  οι  ενέργειες  του  Θεού   είναι  αχώριστες  από  το  Άγιο  Πνεύμα.

Ο  αγώνας  και  η  ακριβής  διδασκαλία  περί  Αγίου  Πνεύματος  συνέβαλαν  στη  διατύπωση  του  τελευταίου  μέρους  του  Συμβόλου  της  Πίστεως,  που  αρχίζει  από  το  άρθρο: «…καί  εἰς  τό  Πνεῦμα  τό  Ἂγιον,  τό  Κύριον,  τό  Ζωοποιόν…»,  που  συντάχθηκε  και  ενσωματώθηκε  στο  Σύμβολο  της  Νίκαιας  του  325μ.Χ.,  στις  εργασίες  της  Β’ Οικουμενικής  Συνόδου  στην  Κωνσταντινούπολη  το  381  μ.Χ.[13].

  • Filioque

Στην  Ορθόδοξη  Εκκλησία  πιστεύουμε  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  εκπορεύεται  μόνο  από  τον  Πατέρα,  όπως  άλλωστε  ομολογούμε  στα  τελευταία  άρθρα  του  συμβόλου  της  Πίστεως. Το  Άγιο  Πνεύμα  πέμπεται  στον  κόσμο  διά  του  Υιού,  προκειμένου  να  τελειώσει  το  σωτηριώδες  έργο  του  Χριστού,  που  είναι  ο  αγιασμός  του  ανθρώπου. Η  Εκκλησία  μας  στηρίζει  την  άποψή  της  αυτή  στο  χωρίο  της  Καινής  Διαθήκης, «ὃταν  δέ  ἒλθη  ὁ  Παράκλητος,  ὃν  ἐγώ  πέμψω  ὑμῖν  παρά  τοῦ  Πατρός,  τό  Πνεῦμα  τῆς  Ἀληθείας  ὃ  παρά  τοῦ  Πατρός  ἐκπορεύεται…»(Ιω. 15,26).

  • ἐκπορεύεται: σημαίνει την  αΐδιο  πρόοδο  του  Πνεύματος  παρά  του  Πατρός
  • πέμπω: σημαίνει  την  «ἒγχρονον»  αποστολή  του  Πνεύματος  από  τον  Υιό[14]

Καθώς  περνούσαν  τα  χρόνια  δημιουργήθηκε  στη  Δύση  μία  διδασκαλία  για  το  Άγιο  Πνεύμα,  ότι  αυτό  δηλαδή  εκπορεύεται  και  εκ  του  Υιού. Το  δογματικό  αυτό  πρόβλημα  προέκυψε,  όταν  οι  χριστιανοί  της  χώρας  της  Ισπανίας  προσπαθούσαν  να  καταπολεμήσουν  το  Δυτικογοτθικό  Αρειανισμό,   ο  οποίος  πολεμούσε  τη  Θεότητα  του  Υιού  και  Λόγου  του  Θεού. Θέλοντας,  λοιπόν,  να  τονίσουν  τη  Θεότητα  του  Λόγου,  διατύπωσαν  την άποψη  ότι  εκπορεύεται  το  Άγιο  Πνεύμα  και  εκ  του  Υιού· πράγμα  παντελώς  λανθασμένο. Με  τη  σύνοδο  του  Τολέδου  της  Ισπανίας  το  589μ.Χ.,  η  Λατινική  Εκκλησία  το  πρόσθεσε  στο  σύμβολο  της  πίστεως  και  έτσι  το  filioque  μεταφέρθηκε  και  σε  άλλες  Ευρωπαϊκές  χώρες,  συναντώντας  πολλές  αντιδράσεις.

Το  filioque  δεν  έχει  πραγματική  θεολογική  βάση  και  αποτελεί  αίρεση,  διότι  καταργεί:

  • Το αξίωμα του  Πατρός  ως  πηγαίας  Θεότητας
  • Εισάγει δύο αρχές  στη  Θεότητα
  • Υποβαθμίζει το Άγιο  Πνεύμα  έναντι  του  Υιού.

Λόγω  αυτής  της  αίρεσης  δημιουργήθηκαν  στη  Δύση  δύο  σχίσματα,  το  πρώτο  επί  Μεγάλου  Φωτίου  το  867μ.Χ.  και  το  δεύτερο  επί  των  ημερών  του  Πατριάρχου  Κωνσταντινουπόλεως,  Μιχαήλ  Κηρουλαρίου,  το  1054μ.Χ.. Έκτοτε  οι  Λατίνοι  είναι  αποκομμένοι  από  την  Ορθόδοξη  Εκκλησία,  εισάγοντας  πολλές  ακόμη  διδασκαλίες,  γεγονός  που  καθιστά  πολύ  δύσκολη  την  ένωση  μεταξύ  Ανατολής  και  Δύσης[15].

Εν  κατακλείδι,  θα  λέγαμε  ότι  η  εκπόρευση  του  Αγίου  Πνεύματος  και  εκ  του  Υιού  σημαίνει  ότι  είναι  κατώτερο  και  διαφορετικής  ουσίας  από  το  Θεό  Πατέρα,  άρα  η  παρηγοριά  και  η  ελπίδα  δεν  προέρχονται  από  τον  ίδιο  το  Θεό,  αλλά  από  ένα  κατώτερο  ον· και  επομένως  δεν  μπορούμε  μέσω  αυτού  να  οδηγηθούμε  σε  αληθινή  κοινωνία  με  το  Θεό[16].

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ  ΑΙΡΕΣΕΙΣ

  • «Μάρτυρες του  Ιεχωβά»

Η  εταιρεία  «ΣΚΟΠΙΑ» των  «ΜτΙ»  δε  δέχεται  ότι  το  Άγιο  Πνεύμα  είναι  πρόσωπο[17],  αλλά  ότι  είναι  η  ενεργός  δύναμη  του  Θεού. Συγκεκριμένα  αναφέρουν: «…δεν  είναι  πρόσωπο,  αλλά  μια  ισχυρή   δύναμη  την  οποία  κάνει  ο  Θεός  να  πηγάζει  από  τον  εαυτό  του  για  να  επιτελεί  το  άγιο  θέλημά  του»[18].

  • «Πεντηκοστιανοί»

Με  τον  όρο  Πεντηκοστιανοί  ονομάζονται  διεθνώς  εκατοντάδες  ακραίες  ομάδες  του  προτεσταντικού  χώρου , πολλές  από  τις  οποίες είναι  και  αντιτριαδικές. Πώς  όμως  προέκυψαν  αυτές  οι  ομάδες  και  πότε;

Ο  Ευαγγελιστής  Ιωάννης  στην  πρώτη  του  επιστολή  μας  προετοιμάζει  γι’  αυτά  που  θ΄ αντιμετωπίσουμε. Συγκεκριμένα  μας  λέει: «Μή  παντί  πνεύματι  πιστεύεται, ἀλλά  δοκιμάζεται  τά  πνεύματα  εἰ  ἐκ  τοῦ  Θεοῦ  ἐστίν,  ὃτι  πολλοί  ψευδοπροφῆται  ἐξεληλύθασιν  εἰς  τον  κόσμον»(Α΄Ιωάν, 4,1).Έτσι  στο  διάβα  των  αιώνων  προέκυψαν  διάφοροι  ψευδοπροφήτες  οι  οποίοι  ισχυρίζονται  για  τον  εαυτό  τους  πως  έχουν  μεγάλα  χαρίσματα.

Ένας  από  αυτούς,  ο  Αμερικανός  Αμβρόσιος  Τόμπλισον,  ίδρυσε  το  1907  στο  Κλήβελαντ  του  Οχάϊο  της  Αμερικής  την  πρώτη  «Εκκλησία». Και  όπως  ο  ίδιος  ισχυρίστηκε  αυτό  το  έπραξε,  ύστερα  από  φωτισμό  του  Αγίου  Πνεύματος,  πάνω  σ΄ ένα  λόφο  του  Κλήβελαντ. Γι’  αυτό  και  οι  πιστοί  αυτής  της  αιρέσεως  κάθε  χρόνο  στις  5  Σεπτεμβρίου  ανεβαίνουν  στο  συγκεκριμένο  λόφο  και  με  μια  σειρά  εκδηλώσεων  τιμούν  τον  ιδρυτή  της  αιρέσεώς  τους. Μετά  το  θάνατο  του  Αμβρόσιου  Τόμπλισον  τη  διαδοχή  ανέλαβε  ο  γιος  του  Μίλτων  Τόμπλισον. Ο  άλλος  γιος  του  ιδρυτή,  ο  Όμηρος  Τόμπλισον,  ίδρυσε  άλλη  Εκκλησία  με  την  ονομασία «Παγκόσμια  κεντρικά  Γραφεία  Εκκλησίας  του  Θεού»!

Βασικά γνωρίσματα αυτού του αιρετικού κινήματος είναι η γλωσσολαλιά, οι θεραπείες ασθενών, η προφητεία, η  επί  της  γης  χιλιετή  βασιλεία  του Χριστού, κ.α.[19].

Μία από τις βασικότερες κακοδοξίες των πεντηκοστιανών είναι  το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, το οποίο θεωρούν ως προσωπική  πλήρωση  του  καθενός  με  Άγιο  Πνεύμα(το  πιστεύουν  ως  βάπτισμα),  ως  επανάληψη  του  γεγονότος  της  Πεντηκοστής, όπως συνέβη στους Αγίους Αποστόλους, και το κριτήριο του χαρακτηρισμού  ενός  ανθρώπου  ως  σεσωσμένου[20].

Πού  στηρίζονται,  όμως,  για  να  υποστηρίξουν  τις  κακοδοξίες  τους  και  πώς  φαίνεται  η  αβάσιμη  και  μη  επαληθεύσιμη  από  τις  γραφές  διδασκαλίες  τους  θα  αναφέρουμε  στη  συνέχεια.

1ον: Επικαλούνται την προφητεία του Ιωήλ(3,1-2) θεωρώντας ως έκχυση  του  Αγίου  Πνεύματος  στις  έσχατες  μέρες  τα   φαινόμενα του χώρου τους. Όμως, ως έσχατες μέρες στο χωρίο του Ιωήλ θεωρείται  η  πρώτη έλευση του Χριστού μας, γι΄αυτό και ο Απ. Πέτρος αναφέρει ότι η προφητεία εκπληρώθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής(Πραξ.2,16)[21].

2ον: Την ημέρα της Πεντηκοστής, οι απόστολοι ομιλούν γλώσσες υπαρκτές, κατανοητές. Το  Άγιο  Πνεύμα  φανερώθηκε  με  τα  εξής  τρία  σημεία: πρώτον  σαν  «ἦχος  πνοής  βιαίας», δεύτερον  σαν  πύρινες  γλώσσες, «γλώσσες  ὡσεί  πυρός» και  τρίτον  με  τη  γλωσσολαλία. Όταν  οι  Απόστολοι  επλήσθησαν  από  Πνεύμα  Άγιο,  τότε  άρχισαν  να  ομιλούν  σε  άλλες  γλώσσες,  σύμφωνα  με  το  φωτισμό  του  Αγίου  Πνεύματος(Πραξ.2-4). Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι εκείνοι κήρυτταν και το πλήθος καταλάβαινε, ο καθένας  στη  γλώσσα  του,  το κήρυγμα(Πραξ.2,6-8,11). Αντίθετα,  στις συναθροίσεις των πεντηκοστιανών, ομιλούν ακατανόητες λέξεις, άναρθρες[22], βγάζουν κραυγές, ασύντακτες φράσεις και συνοδεύονται  κατά  περίπτωση  και  με  σπασμούς  του  σώματος.

3ον : Ο απ. Παύλος  αναφέρει  πως  δεν  μπορούν  να έχουν όλοι το χάρισμα της γλωσσολαλιάς (Α΄ Κορινθ.12.4-11), και ότι είναι το τελευταίο στη σειρά των χαρισμάτων (Α΄ Κορινθ.12.8-10,28).Οι πεντηκοστιανοί  το  θεωρούν  πρώτο  και  βασικό.

4ον :Η Αγία Γραφή αναφέρει πως το χάρισμα της γλωσσολαλιάς δόθηκε από το Θεό  όχι  για  τους  πιστούς  αλλά  για  τους  απίστους, με σκοπό να πιστέψουν (Α΄ Κορινθ.14.22). Οι πεντηκοστιανοί,  αντιθέτως, διδάσκουν ότι η γλωσσολαλιά  αποτελεί  το  κατ’ εξοχήν  σημείο  βεβαιότητας  σωτηρίας[23].

Συνοψίζοντας, έχουμε ν’ αναφέρουμε τα εξής: ότι η γλωσσολαλιά  δεν  είναι  ένα  καινούργιο  φαινόμενο. Ήταν  γνωστό στην Αρχαία Ελλάδα(Πυθία), σε εξωχριστιανικές θρησκείες π.χ. μεταξύ  των  Δερβίσιδων ,  στον  Μοντακό (Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία, Ε 16,7, Ε.Π.Ε 2 σελ.170),  το  17οαι.  στους  Ουγενόττους,  το  18ο  αι. στους  Γιανσενίτες  της  Γαλλίας,  στην  Αγγλία  στους  Κουακέρους και Μεθοδιστές, στους Μορμόνους και σε άλλες αμερικάνικες αιρέσεις.

Στις περιπτώσεις αυτές, πρόκειται για μορφή ευσέβειας και σποραδικό φαινόμενο. Στην κίνηση όμως των πεντηκοστιανών πρόκειται για δόγμα[24].

Οφείλουμε, όμως, να τονίσουμε πως για τους πεντηκοστιανούς η γλωσσολαλιά αποτελεί μία αναγκαιότητα και τα μέλη τους  υφίστανται ψυχολογικές πιέσεις στην περίπτωση που «δεν  τα καταφέρουν», διότι κατ’ αυτούς αυτό ερμηνεύεται ως λανθασμένη πίστη.

Όμως, ο Απ. Παύλος αναφέρει πως πρέπει να επιδιώκουμε τα «καλύτερα χαρίσματα» όπως είναι η αγάπη, γιατί «οἱ γλώσσαι παύσονται», όμως «ἡ  ἀγάπη  οὐδέποτε  ἐκπίπτει»(Α΄Κορινθ.12,31-13,8).

Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ήδη από την εποχή του (4ος- 5ος αι. μ. Χ.) το χάρισμα αυτό είχε ατονίσει[25] (Χρυσ. ομιλ. ΛΕ΄ στην Α΄ Κορινθ., Ε.Π.Ε,σ.464).Και  ο  Κύριός  μας  είπε: «βλέπετε  μή  πλανηθήτε. πολλοί γάρ  ἐλεύσονται  ἐπί  τῶ  ὁνόματι  μου  λέγοντες  ὃτι  ἐγώ  εἰμί  καί  ὁ  καιρός  ἣγγικε. Μή  οὒν  πορεύθητε  ὁπίσω  αὐτῶν»(Λουκ.  21, 8).

Κλείνοντας, θα  θέλαμε  να  τονίσουμε  πως  τα  χαρίσματα που  χορηγεί  ο  Θεός  στην  Εκκλησία  δίδονται ελεύθερα και αβίαστα,  με  μοναδικό  σκοπό  την  κατά  Χριστόν  αύξηση και ενότητα του Σώματος Του(Α΄ Κορινθ.κεφάλαιο12). Επομένως, τα χαρίσματα δεν μπορούν να είναι καρπός διαφόρων τεχνικών συναισθηματικής φόρτισης και υποβολής των ανθρώπων και ψυχολογικών πιέσεων. Πρόκειται, λοιπόν, για ενεργήματα του πνεύματος της πλάνης, που μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός, παρουσιάζοντας δήθεν τα χαρίσματα αυτά, ως καρπό του Αγίου Πνεύματος.

Ως  Ορθόδοξοι  Χριστιανοί, ας έχουμε υπ’ όψιν μας τα λόγια του  Απ. Παύλου: «Σύ  δέ  μένε  ἐν  οἷς  ἒμαθες  καί  ἐπιστώθης,  εἰδώς  παρά  τίνος  ἒμαθες(Β΄ Τιμ.3,14)».

ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ…

Στην  ιστορία  της  Εκκλησίας  έχουμε  από  την  εμφάνισή  της  στον  κόσμο  την  εμφάνιση  και  των  αιρέσεων  που  σκοπό  έχουν  να  παρερμηνεύσουν, να διαστρεβλώσουν  την  υγιαίνουσα  διδασκαλία,  καθώς  και  να  νοθεύσουν  την πνευματικότητα  των  χριστιανών. Γι’  αυτό  και  οι  αιρετικοί  χρησιμοποιούν  την  Αγία  Γραφή  προκειμένου  να  έχουν  εύκολη  πρόσβαση  και  διεισδυτικότητα  στη  συνείδηση  και  στην  ψυχή  των  ανθρώπων· άσχετα  εάν  την ερμηνεύουν  μ΄ έναν  αυθαίρετο  τρόπο.

Η  απουσία  εκκλησιολογικών  κριτηρίων  ερμηνείας  σε  συνδυασμό  με  τον  υποκειμενισμό,  που  είναι  εντονότατος  στους  αιρετικούς,  έχει  ως  συνέπεια  η  μελέτη  της  Αγίας  Γραφής  να  οδηγεί  σε  διάσπαση  κι  όχι  σε  ενότητα. Οι  άγιοι  πατέρες  μάς  δίδαξαν  ότι  η  ερμηνεία  της  Αγίας  Γραφής  είναι  εκκλησιαστικό  γεγονός,  που  σχετίζεται  άμεσα  με  τη  λατρεία·  γεγονός  που  βοηθά  στην  ορθόδοξη  ερμηνεία  της  και  στην  ασφαλή  διατύπωση  των  δογμάτων  της  πίστης  μας,  ώστε  να  μην  παρεκκλίνουμε  από  την  ορθή  πίστη[26].

Η  σωστή  κατανόηση  της  αιτίας  της  υπάρξεως  των  αιρέσεων  μπορεί  να  μας  βοηθήσει  στην  εύστοχη  αντιμετώπισή  τους.

Δε  θα  πρέπει  να  εκλαμβάνουμε  την  αίρεση  ως  ένα  απλά  λογικό  λάθος  ή  ως  μία  ακόμη  αστοχία  στην  προσπάθεια  εύρεσης  της  αλήθειας  από  μία  κατηγορία  ανθρώπων. Συνήθως  οι  αιρετικοί  ή  οι  αιρεσιάρχες  είναι  πολύ  καλοί  γνώστες  της  Γραφής,  έξυπνοι  και  εντυπωσιάζουν  με  την  πολυγνωσία,  την  εξυπνάδα  και  τη  «σοφία» τους,  αφήνοντας  πολλές  φορές  έκπληκτο  το  κοινό  τους. Όμως,  οι  αιρετικοί  αστοχούν  στην  εύρεση  της  αλήθειας. Κι  αυτό  διότι  απουσιάζει  από  τη  διδασκαλία,  τις  μεθόδους  και  το  βίωμά  τους  η  αγιοπνευματική  εμπειρία  των  Πατέρων,  ο  εσωτερικός  φωτισμός  του Αγίου  Πνεύματος. Μπορεί  να  έχουν  έναν  εξωτερικό  ηθικισμό  ή  ευσεβισμό…αλλά   δεν  έχουν  μέσα  τους  το  Άγιο  Πνεύμα. Δεν  έχουν  καθαρή  καρδιά,  δεν  έχουν  μεταβληθεί  σε  ναούς  του  Αγίου  Πνεύματος,  είναι  αθεράπευτοι. Δε  γνωρίζουν  ή  έχουν  συνειδητά  απορρίψει  την  ορθόδοξη  θεραπευτική  των  Πατέρων  κι  έτσι,  όντας  αθεράπευτοι  οι  ίδιοι,  εγγυώνται  το  φωτισμό  και  τη  θεραπεία  των  οπαδών  ή  ακολούθων  τους. Χωρίς  την  εμπειρία  της  θεώσεως,  στην  οποία  έφθασαν  οι  Πατέρες  της  Εκκλησίας  και  τους  οποίους  εμείς  έχουμε  ως  οδηγούς,  είναι  αδύνατος  ο  διαχωρισμός  της  αλήθειας  από  τη  πλάνη. Η  Θεολογία  των  αιρετικών  δεν  είναι  «Φωτιστική» και  «Εμπειρική»,  αλλά  επιστημονική – διανοητική,  άρα  άκρως  αντίθετη  και  τελείως  αποκλίνουσα  από  τη  νηπτική  διδασκαλία  και  τη  διατύπωση  των  δογμάτων  από  τους  πατέρες,  οι  οποίοι  βίωσαν  τη  «νοερά  προσευχή»  φθάνοντας  στο  «δοξασμό»  και  στη  διά  του Αγίου  Πνεύματος  αποκάλυψη  «πάσης  της  αληθείας».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κύριο  γνώρισμα  των  ποικίλων  αιρετικών  ομάδων  είναι  ότι  αυτοπροσδιορίζονται  ως  αυθεντικές  και  μοναδικές  «εκκλησίες»,  διά  μέσω  των  οποίων  ο  άνθρωπος  θα  φθάσει  στη  σωτηρία  του.

Η  κάθε  ομάδα  πιστεύει  ότι  αυτή  και  μόνο  αποτελεί  την  αληθινή  «εκκλησία», καταβάλλοντας  προσπάθειες  πειθούς  των  ανθρώπων.

Ευχόμαστε  οι  ορθόδοξοι  χριστιανοί  να  μένουμε  «ἐν  τῆ  Ἐκκλησία»  ως  μέλη  του  σώματός  της. Η  Εκκλησία  ως  σώμα  Χριστού  συγκροτείται  με  το  έργο  του  Αγίου  Πνεύματος,  εντός  της  οποίας  ο  χριστιανός  ζει  την  αποκάλυψη  του  Χριστού  ως  της  μόνης  Αλήθειας,  με  το  φωτισμό  του  Αγίου  Πνεύματος. Αυτό,  κατά τον  Άγιο  Γρηγόριο  το  Θεολόγο,  «συμπαρομαρτεῖ»,  δηλαδή  είναι  διαρκώς  παρόν  στη  ζωή  της  Εκκλησίας,  καθώς  η  χάρη  Του  είναι  γι’  αυτήν  «ζωή  και  ζωοποιός». Διά  του  Αγίου  Πνεύματος  οι  πιστοί  ομολογούν  το  Χριστό  ως  Θεό  τους·  κι  αυτό  ολοκληρώνεται  με  το  μυστήριο  της  Θείας  Ευχαριστίας,  το  οποίο  αποτελεί  τον  κεντρικό  άξονα  θα  λέγαμε  της  εκκλησιαστικής  ζωής,  παρέχοντας  τη  δυνατότητα  στον  πιστό  να  μετέχει  «ἐν  Πνεύματι  Ἁγίω»  στην  κοινωνία  του  σώματος  και  του  αίματος  του  Χριστού[27].

Η  έμφαση  στην  ακρίβεια  και  συνέπεια  της  Ορθοδόξου  πίστεως  αποτελεί  το  πηδάλιο  της  πνευματικής  πορείας  μας  και  συνεπώς  αδιαπραγμάτευτο  όρο  της  εκκλησιαστικής  ταυτότητάς  μας[28].

Τα  σημεία  των  καιρών  οδηγούν  όλους  μας  στην  συνειδητοποίηση  ότι  οι  νοητοί  λύκοι  πληγώνουν  τα  λογικά  πρόβατα  του  ποιμνίου  του  Κυρίου  μας  και  είναι  ιερό  χρέος  και  καθήκον  μας  ως  ορθόδοξων  χριστιανών  να  εντείνουμε  τον  αγώνα  μας  και  να  καταρτιζόμαστε  συνεχώς  έχοντας  υπ΄ όψιν τους  αποστολικούς  λόγους: «δοῦλον  δέ  Κυρίου  οὐ  δεῖ  μάχεσθαι,  ἀλλ΄  ἢπιον  εἶναι  πρός  πάντας,  διδακτικόν,  ἀνεξίκακον,  ἐν  πρᾳότητι  παιδεύοντα  τους  ἀντιδιατιθεμένους,  μήποτε  δῷ  αὐτοῖς  ὁ  Θεός  μετάνοιαν  εἰς  ἐπίγνωσιν  ἀληθείας,  και  ἀνανήψωσιν  ἐκ  τῆς  τοῦ  διαβόλου  παγίδος,  ἐζωγρημένοι ὑπ΄ αὐτοῦ  εἰς  το  ἐκείνου  θέλημα». (Β’ Τιμόθεον, 2,24-26).

Σας  ευχαριστώ.

[1] «ἂτοπον γάρ ἃν εἲη τις φαίη φιλεῖν τόν Δίαν», Μεγάλα Ηθικά, 2.11.6-7.Βλ. +Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, Γιατί γίναμε χριστιανοί, Χριστιανική Βιβλιοθήκη, σσ.87-89

[2] Βλ. Αθανασίου Γ. Παπαρνάκη, Ερμηνεία κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης κατά τους πατέρες της Εκκλησίας, Τόμος Α’, εκδ.Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2009,σσ.31-32

[3] Ησαΐας,  63,10: «Αὐτοί  δέ  ἠπείθησαν  καί παρώξηναν  τό πνεῦμα  τό ἃγιον αὐτοῦ· καί ἐστράφη αὐτοῖς  εἰς  ἒχθραν».

[4] Βασιλειών Α΄, 10,6·10-19,23

[5] Βλ. Αθανασίου Γ. Παπαρνάκη, όπ.π., σσ.189-190

[6] Όπ.π., σ.199

[7] Βλ. +πρωτ.Αντωνίου  Αλεβιζόπουλου, Η  Ορθοδοξία  μας,εκδ. Διάλογος,  Αθήνα  1994, σσ.217-237

[8] Βλ. Εβρ. 3,7-9 & 10, 15-17

[9] Σύμφωνα  με  τον  Μέγα  Αθανάσιο,  η  υιοθεσία  του  ανθρώπου  από  το  Άγιο  Πνεύμα  ως  χαρισματική  κατάσταση  υποπίπτει  σε  τρεπτότητα,  διότι  το  άγιο  Πνεύμα  ανακαλεί  για  ορισμένο  χρόνο  τη  χάρη  Του  και  επαναχορηγεί  κατόπιν  μετανοίας, βλ.  Αθανασίου Γ. Παπαρνάκη, όπ.π., σ.127

[10] Βλ. Βασιλείου Αθ. Τσίγκου, Δογματικά και Θεολογικά μελετήματα, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 233-234

[11] Βλ. Αθανασίου Γ. Παπαρνάκη, όπ.π., σ.228

[12] Βλ. Όπ.π., σ.31

[13] Βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας και Πνευματικότητος – σημειώσεις από τις Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 2002, σσ.33-41

[14] Βλ. Επισκόπου Διοκλείας Κάλιστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος Δρόμος, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 20017, σ.40

[15] Βλ. Ανδρέου Θεοδώρου, Βασική Δογματική Διδασκαλία, εκδ. Αποστολική  Διακονία, Αθήνα 20062, σσ.87-88

[16] Βλ. +πρωτ.Αντωνίου  Αλεβιζόπουλου, ὀπ.π., σ. 225

[17] Το  να ισχυρισθεί κανείς πως το Άγιο Πνεύμα, για μόνο το λόγο ότι χαρακτηρίζεται πνεύμα, δεν είναι πρόσωπο, είναι βλάσφημη διδασκαλία, γιατί και ο Πατήρ και ο Υιός χαρακτηρίζονται «δύναμις»(Ματθ. 26,64 & Α΄Κορ. 1,24). Η έννοια του προσώπου στα πνευματικά όντα δε συνδέεται με εξωτερική μορφή ή όψη· προϋποθέτει όμως αυτοσυνειδησία, βούληση, σκέψη, συναίσθημα· όλα αυτά δεν τα έχει καμία απρόσωπη δύναμη. Μία απρόσωπη δύναμη, π.χ. ο ηλεκτρισμός, δεν έχει συναίσθηση της υπάρξεώς του, δεν έχει δική του βούληση, δικό του συναίσθημα, δική του σκέψη. Είναι τυφλή δύναμη.Βλ. + πρωτ.Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Μάρτυρες του Ιεχωβά και Ορθοδοξία, τόμος Γ΄, εκδ. Διάλογος, Αθήνα 1995, σ.122

[18] Βλ. Πώς να Συζητάτε Λογικά από τις Γραφές, εκδ. «ΜτΙ», 1987, σς.341-342, 395

[19] Βλ. Τι πρέπει να γνωρίζουμε για τις αιρέσεις στην Ελλάδα, Φυλλάδιο της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος

[20] Βλ. πρωτ.Βασιλείου Α. Γεωργόπουλου, Φάκελος Σημειώσεων για το μάθημα «Συγρόνων Χριστιανικών Αιρέσεων», εκδ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010-2011, σ.71

[21] Βλ. Αθανασίου Γ. Παπαρνάκη, όπ.π., σ.267

[22] Βλ. +Αρχμ. Αθανασίου Μυτιληναίου, Περί Αιρέσεων, εκδ. Ι.Μ. Κομνηνείου Στομίου Λαρίσσης, 2008, σ.125

[23] Για τα σημεία, 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, βλ. όπ.π..

[24] Βλ. +πρωτ.Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων,εκδ.Διάλογος, Αθήνα 19943, σ.175

[25] Όπ.π..

[26] Βλ. πρωτ.Βασιλείου Α. Γεωργόπουλου, Η περί της Αγίας Γραφής διδασκαλία των σύγχρονων αιρετικών κινήσεων, Θεσσαλονίκη 2013, σσ.278-279

[27] Βλ. Βασιλείου Α. Τσίγκου, Θεσμική και χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ.86-87

[28] Από τον ενθρονιστήριο λόγο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, κ.Νικολάου(Σπάτα 26-4-2004), βλ. Ορθόδοξα ομολογιακά μηνύματα, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2009, σ.17

Του π. Κωνσταντίνου Χατζηαγγελίδη(M.Th), της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Θεσσαλονίκη, 26-11-2018

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου