
Αυτή η λέξη ακουγόταν συχνά στα παιδικά μου χρόνια.
-Γιατί χτυπάει η καμπάνα;…
-Έχουμε ξέλαση.
-Για τι πράγμα..για ποιόνε;
-Για τον Γιώργη..δεν μπορεί..είν’ άρρωστος στο νοσοκομείο και θα του μείνουνε τα γεννήματα αθέριγα.
-Θα ‘ρθω κι εγώ.
Αχάραγο ένας ένας..άντρες γυναίκες έπαιρναν την στράτα για το χωράφι του Γιώργη. Πήγαινε σχεδόν όλο το χωριό..άφηναν τις δουλειές τις δικές τους κι έτρεχαν στου αρρώστου.
(Το ίδιο και τον Χειμώνα στο λιομάζωμα…)
Συμμετείχαν μέχρι και παιδιά κουβαλώντας νερό με την στάμνα να ξεδιψάσουν οι θεριστάδες. Μέσα σε μια μέρα του θέριζαν όλα τα γεννήματα. Ήταν ντροπή για το χωριό να μείνουν έτσι.
Κάποιος κοντινός συγγενής αναλάμβανε την οργάνωση περί φαγητού.
Έσφαζε μια προβατίνα του νοικοκύρη..τη μαγείρευε στο λεβέτι… (πολύς ο κόσμος) δροσερό κρασάκι..ζεστό ψωμί..και το κοντομεσήμερο σταυροπόδι κάτω από τον πλάτανο.
Έτσι η δουλειά τελείωνε με πανηγυρικό τρόπο.
Αυτή είναι η τέχνη, του πως η λύπη μετουσιώνεται σε χαρά.
Εδώ στις πόλεις δεν υπάρχουν αυτές οι έννοιες..γι αυτό δεν υπάρχει αυτή η λέξη…δεν την γράφουν ούτε τα λεξικά… Την αναζήτησα..όμως δεν την βρήκα πουθενά. Δεν υπάρχουν κι αυτές οι αλληλέγγυες δράσεις.
Τα χρόνια πέρασαν, η κοινωνία εξελίχτηκε..όμως άφησε πίσω της αγαπημένες λέξεις κι έννοιες όπως..ανθρωπιά, αλληλεγγύη, γειτονιά, συντροφικότητα.
Ωραία εκείνα τα χρόνια……..