Ὁ Ἰ. Σ., 73 ἐτῶν, ἀπὸ τὴν Περίκλεια Ἀριδαίας, εἶπε τὰ ἑξῆς:
1) Στὶς 26 Νοεμβρίου 1966 γεννήθηκε τὸ κορίτσι μας ἡ Δάφνη. Μετὰ τὰ φῶτα ποὺ σαράντισε, τὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ κλαίει συνέχεια νύκτα καὶ ἡμέρα καὶ νὰ μὴν τρώει τίποτα περίπου γιὰ ἕνα χρόνο. Πήγαμε σὲ πολλοὺς γιατροὺς καὶ μᾶς ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔχει τίποτα. Ὅμως ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς τὸ παιδὶ ἀδυνάτιζε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ χανόταν.
Στὶς 22 Φεβρουαρίου 1967, μέρα Δευτέρα, εἶπε ἡ πεθερά μου: «Νύφη, σήμερα διατάζει ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, εἶναι δικιά του μέρα, αὐτὸς κάνει κουμάντο. Πήγαινε τὸ παιδὶ στὸ μοναστῆρι νὰ τὸ πλένετε μὲ τὸν ἁγιασμό». Τὸ τυλίξαμε σὲ μιὰ φλοκάτη καὶ μὲ τὰ χιόνια ἀπὸ τὸ μονοπάτι τὸ πήγαμε στὴν Ἐκκλησία τῆς μονῆς. Ἡ πόρτα ἦταν ἀνοικτή. Πῆρα τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά μου καὶ τὸ τοποθέτησα μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Τὸν παρακάλεσα γιὰ τὸ παιδί, μετὰ κατεβήκαμε στὸν ἁγιασμό, τὸ πλύναμε καὶ φύγαμε. Στὸν γυρισμὸ ποὺ κατηφορίζαμε ἄρχισε νὰ λέει: «μὰμ – μάμ». Μόλις πήγαμε στὸ σπίτι, ἡ γυναῖκα μου τοῦ ἔδωσε νὰ φάει καὶ ἔφαγε. Ἀπὸ τότε δὲν ἔχει πάει ποτὲ στὸν γιατρό.
- Ὁ ἀδελφὸς τῆς γυναίκας μου ἀρρώστησε. Τοῦ εἶπαν νὰ πάει στὸν Ἀρχάγγελο. Αὐτὸς τεμπέλιασε καὶ δὲν πῆγε. Τότε ἡ μητέρα του πῆγε καὶ πῆρε ἁγιασμό, γιὰ νὰ τὸν σταυρώσει. Τὸ βράδυ ἄκουσε στὸν ὕπνο της: «Τὸ νερὸ ποὺ πῆρες νὰ τὸ πᾶς πίσω· ὁ γιός σου πρέπει νὰ ἔλθει μόνος του. Ἡ πεθερά μου φοβήθηκε, τὸ πῆγε πίσω καὶ τὸ ἔχυσε στὴν πηγή.
- Εἶπε ἡ κυρία Πετρούλα Σούση:
Ὁ ἀνεψιός μου ὁ Δημήτρης, ὅταν ἦταν ἑνὸς ἔτους, φούσκωσε τόσο πολύ, ποὺ ἔγινε στρόγγυλος σὰν κολοκύθι καὶ τὰ πόδια του καὶ τὰ χέρια του ἦταν σὰν ξυλαράκια. Οἱ γονεῖς του τὸ πῆγαν σὲ πολλοὺς γιατρούς, ὅμως δὲν βρῆκε γιατρειά. Στὸ τέλος τὸ πῆγαν στὸ μοναστῆρι στὸν Ἀρχάγγελο. Προσκύνησαν, προσευχήθηκαν, τὸ ἔπλυναν μὲ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸ παιδὶ ἔγινε καλά. Μετὰ ἔταξαν, ὅταν παντρευτεῖ καὶ κάνει παιδί, νὰ τὸ βαπτίσουν στὸ μοναστῆρι. Ἔτσι ἔγινε καὶ ἔβαλε στὸ παιδί του τὸ ὄνομα Μιχαήλ.
Πρόσθετες ἀφηγήσεις καὶ Παραλλαγὲς τῶν παραπάνω ἀφηγήσεων
- Ὁ Ἀγὰς ἀπὸ τὸ χωριὸ «Ἀρχάγγελος» ὅταν ἤθελε νὰ κτίσει τὸ σπίτι του, ἤθελε νὰ πάρει τὰ ξύλα ἀπὸ τὴν κουριά, ἡ ὁποία ἦταν Βακούφικο τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Οἱ χωριανοὶ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν κάνει νὰ πάρει ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ξύλα. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἄκουσε καὶ πῆγε καὶ ἔκοψε ξύλα καὶ ξεκίνησε νὰ φτιάξει τὸ σπίτι. Τότε μαζεύτηκε κουβάρι καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τελειώσει τὸ σπίτι. Πῆγε σὲ ὅλους τοὺς γιατροὺς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει καλά. Τότε τὸν πῆγαν καὶ στοὺς γιατροὺς τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅταν εἶδε ἡ γυναῖκα του ὅτι δὲν γίνεται καλά, εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κοιτάξει καὶ ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα.
- Τὸ 1920 περίπου ὁ μπαρμπα – Ὄσης διάβασε τὴν Σολομονικὴ καὶ τρελάθηκε. Τὰ μαλλιά του καὶ τὰ γένια του μεγάλωσαν καὶ δὲν μποροῦσε κανένας νὰ τὸν περιποιηθεῖ, διότι δὲν ἤθελε. Τότε ἦλθε ἡ ἀστυνομία, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν πῆγαν στὸ μοναστῆρι. Τὸν ἔκλεισαν σὲ ἕνα δωμάτιο μαζὶ μὲ ἕνα ἄλλο παιδὶ τρελὸ καὶ αὐτό. Ἡ μητέρα του κάθησε στὸ μοναστῆρι καὶ σαράντα μέρες συνέχεια προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἀρχάγγελο νὰ τὸν κάνει καλά. Μετὰ τὶς σαράντα ἡμέρες πράγματι ἔγινε καλὰ καὶ αὐτὸς καὶ τὸ παιδί. Τότε τὸ μοναστῆρι εἶχε μοναχές. Ὁ μπαρμπα – Ὄσης κάθησε καὶ βοηθοῦσε στὶς δουλειὲς καὶ στὰ χωράφια ἕνα χρόνο, ἐνῶ τὸ παιδὶ ἔμεινε γιὰ πάντα στὸ μοναστῆρι.
- Αὐτὲς οἱ μοναχὲς μετὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1917-18 γύρισαν στὸ μοναστῆρι —διότι εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ πολέμου— ὅμως γιὰ νὰ ζήσουν ἔπρεπε νὰ πηγαίνουν καὶ νὰ ζητιανεύουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τρόφιμα. Πολλοὶ ἔβαζαν στοὺς τουρβάδες τους ἀντὶ γιὰ τρόφιμα πέτρες, ὅμως ὅταν ἐπέστρεφαν πίσω στὸ μοναστῆρι ἔβλεπαν τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαὴλ καὶ παρηγοριόνταν καὶ ἔπαιρναν θάρρος. Κάποτε εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ξύλα. Τότε παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τους ὁ Ἀρχάγγελος καὶ τὶς εἶπε ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἔχει ξύλα νὰ πᾶνε νὰ τὰ πάρουν. Αὐτὲς τὸ πρωῒ πῆγαν καὶ ὄντως βρῆκαν ἐκεῖ τὰ ξύλα.
Μερικὲς φορὲς ποὺ πήγαιναν νὰ δουλεύσουν ἐθελοντικὰ στὸ μοναστῆρι οἱ Ἀρχαγγελιῶτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἔλεγαν οἱ γερόντισσες: «ἐλᾶτε νὰ πλυθεῖτε στὸ νερό, διότι τώρα ὁ Ἀρχάγγελος ποτίζει τὸ ἄλογο καὶ εἶναι ἁγίασμα.
- Τὸ 1905 περίπου ὁ Ντέντου Τάνης ὅταν ἦταν φαντάρος ὑπηρετοῦσε στὰ Γιαννιτσά. Μία ἡμέρα βγῆκε νὰ ἀγοράσει διάφορα πράγματα ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς συναδέλφους του. Ὅταν γύρισε στὸ στρατόπεδο, κάθησε πάνω σὲ μία γέφυρα καὶ τὸν πῆρε ἕνας ἐλαφρὸς ὕπνος. Τότε ἄκουσε στὸ ὄνειρο νὰ ἔρχονται κόσμος μὲ ὄργανα καὶ τραγούδια σὰν σὲ γάμο. Τότε κάποιος εἶπε: «Τί θέλει αὐτὸς ἐδῶ πέρα, ἀφοῦ μᾶς χάλασε τὸ γάμο; Θὰ τοῦ πάρουμε τὴν μιλιά. Τότε σηκώθηκε καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του. Ὅταν ἔφτασε στὸ στρατόπεδο καὶ πῆγε νὰ συνεννοηθεῖ μὲ τοὺς συναδέλφους του γιὰ τὶς ἀγορές, εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νά μιλήσει. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πῆρε ἀπολυτήριο ἀπὸ τὸν στρατό. Αὐτὸς κατευθεῖαν ἦλθε στὸ μοναστῆρι καὶ ὑποσχέθηκε στὸν Ἀρχάγγελο ὅτι ἂν τὸν κάνει καλά, θὰ καθήσει νὰ τὸν ὑπηρετήσει τρία χρόνια. Μία ἡμέρα ἁλώνιζε καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τελειώσει τὸ ἁλῶνι καὶ τὸ ἄφησε γιὰ τὴν ἄλλη μέρα. Ὅμως τὴν νύχτα ὁ Ἀρχάγγελος τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε νὰ σηκωθεῖ νὰ τελειώσει, γιατὶ θὰ πιάσει βροχή. Αὐτὸς ἀπόρησε, διότι εἶχε ξαστεριά. Ὅμως ὑπάκουσε καὶ ὅταν τελείωσε, ἔπιασε βροχή.
- Οἱ παπποῦδες μου εἶχαν πάρει στὸ σπίτι κάποιον συγχωριανό τους γέρο, γιὰ νὰ τὸν κοιτάξουν. Αὐτὸς δὲν πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ κάθε Κυριακὴ πήγαινε στὸν χῶρο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ βοσκοῦσε τὰ ζῶα. Μιὰ Κυριακὴ πρωῒ ὅπως πάντα, πῆγε στὸ μοναστῆρι, ἄφησε τὰ ζῶα νὰ βοσκᾶνε καὶ αὐτὸς ξάπλωσε στὴν κάπα του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἔξαφνα βλέπει μπροστά του κάποιον ἄγριο καὶ φοβερὸ ποὺ κρατοῦσε στὸ ἀριστερὸ χέρι τὰ γκέμια τοῦ ἀλόγου του καὶ στὸ δεξὶ ἕνα σπαθί· καὶ τοῦ λέει: «Μήτρη, γιατί δὲν πᾶς στὴν Ἐκκλησία; Ἀπὸ τώρα καὶ πέρα νὰ πηγαίνεις, γιατὶ − τὸ βλέπεις αὐτὸ τὸ σπαθί; Θὰ στὸ κόψω τὸ κεφάλι, ἂν δὲν πᾶς». Αὐτὸς ἀπὸ τὸν φόβο του ἀνασηκώθηκε καὶ μόνο κοίταζε, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Τότε ἡ ὄψη τοῦ ἄλλου ἄλλαξε. Ἔγινε γλυκιὰ σὰν τὴν ὄψη ποὺ ἔχει ὁ Ἀρχάγγελος στὴν εἰκόνα του. Ἀνέβηκε πάνω στὸ ἄλογο καὶ ἀπομακρύνθηκε μέσα ἀπὸ τὸ χωράφι μὲ τὰ καλαμπόκια ποὺ ἦταν μπροστά. Τὰ καλαμπόκια ἄνοιγαν στὸ πέρασμά του, κατέβηκε στὴν πηγὴ μπουπουβάκι, πότισε τὸ ἄλογό του καὶ ἀπὸ γύρω – γύρω πῆγε στὸ μοναστῆρι. Ἀπὸ τότε ὁ ντέντου Μήτρης κάθε Κυριακὴ καὶ κάθε γιορτὴ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ ὅλοι ἀποροῦσαν. Μιὰ μέρα ρώτησε τὴν μητέρα μου Νιβέστου: «Γιατί δὲν μὲ ρωτᾶς γιατί πηγαίνω συνέχεια τὴν Ἐκκλησία;» Τότε ἡ μάνα μου τοῦ εἶπε: «δὲν σὲ ρωτάω, γιατὶ θὰ πεῖς ὅτι, νὰ ἡ νύφη βαριέται νὰ μοῦ ἑτοιμάσει τὰ ροῦχα· γι’ αὐτὸ ρωτάει». Καὶ τότε ἐκεῖνος ἐξιστόρησε τὸ γεγονός.
- Ὁ γιός μου ὁ Διονύσης, ὅταν ἦταν μικρὸς εἶχε βγάλει κάτι σπειριὰ στὸ μέτωπο καὶ δὲν ἔφευγαν μῆνες. Ἡ ἀδελφή μου, ποὺ ἦταν νοσοκόμα, μοῦ ἔλεγε νὰ τὸν πάω σὲ δερματολόγο. Τότε ἡ μάνα μου εἶπε ὅτι πιὸ μεγάλος δερματολόγος ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο δὲν ὑπάρχει. Ἔτσι πῆρε ὁ ἄνδρας μου τὸ παιδί, τὸ τύλιξε μέσα σὲ κουβέρτες, διότι ἦταν κρύο, καὶ τὸ πῆγε στὸ μοναστῆρι. Ἄναψε κερὶ καὶ πῆγε καὶ τὸ ἔπλυνε στὸ ἁγίασμα. Τὴν ἄλλη μέρα δὲν εἶχε μείνει οὔτε ἕνα σπυρί.
- Στὴν Περίκλεια ἦταν μιὰ οἰκογένεια ποὺ εἶχαν ἕνα παιδάκι τὸ ὁποῖο ἔμενε ζαρωμένο καὶ μόνο ἡ κοιλιά του φούσκωνε. Τὸ εἶχαν πάει σὲ γιατροὺς ἀλλὰ δὲν γινόταν τίποτε. Τότε εἶπαν ὅτι θὰ τὸ πᾶμε στὸν Ἀρχάγγελο καὶ θὰ τὸ πλύνουμε μὲ τὸ ἁγίασμα καὶ ἂν δὲν γίνεται, θὰ τὸ παρατήσουμε. Ἔτσι καὶ ἔκαναν. Ὅταν ἔφεραν τὸ παιδὶ στὸ σπίτι, τὸ ξάπλωσαν στὸ κρεβάτι του μὲ τὰ βρεγμένα ροῦχα ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ καὶ ὁ πατέρας βγῆκε στὴν αὐλή, γιὰ νὰ πάει στὴν δουλειά. Τότε ἄκουσαν μιὰ φοβερὴ κραυγὴ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ παιδιοῦ, ἔτρεξαν καὶ εἶδαν τὸ παιδὶ τεντωμένο καὶ κανονικὸ καὶ τὴν κοιλιὰ φυσιολογική. Τὸ παιδὶ τώρα εἶναι φαντάρος.
- Μιὰ μέρα ποὺ κουρεύτηκε ὁ πεθερός μου ὁ μπαρμπα – Ρίζος ὁ Κρέζας, βγῆκαν κάτι σπυριὰ στὸ κεφάλι καὶ δὲν ἔφευγαν. Τότε σκέφτηκε νὰ πάει στὸν Ἀρχάγγελο νὰ πλυθεῖ μὲ τὸν ἁγιασμό. Πλύθηκε τρεῖς φορὲς καὶ τοῦ πέρασαν.
- Τὸ 1900 περίπου ὁ ἀδελφὸς τῆς πεθερᾶς μου, ὁ Ἀναστάσης, ὅταν ἦταν τριῶν χρόνων, ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν στὸ κρεβατάκι, φώναξε καὶ ἔγινε στὸ πρόσωπο μπλὲ καὶ ἔμεινε παράλυτος. Τὸ πῆρε ἡ μάνα του καὶ τὸ ἔφερε στὸ μοναστῆρι. Οἱ γιαγιάδες ποὺ ἦταν στὸ μοναστῆρι εἶπαν στὴν μάνα του ὅτι ὁ Ἀρχάγγελος λείπει στὸν πόλεμο καὶ μὴ τὸ πλένετε· ἐμεῖς θὰ σὲ εἰδοποιήσουμε μὲ ἕνα πουλάκι ποὺ θὰ χτυπήσει στὸ παράθυρό σας. Μετὰ τρεῖς μῆνες ἦλθε τὸ πουλάκι καὶ χτύπησε στὸ παράθυρο. Τότε πῆρε τὸ παιδὶ ἡ μάνα του, τὸ πῆγε στὸ μοναστῆρι καὶ τὸ ἔπλυνε στὸν ἁγιασμὸ ὁλόκληρο μαζὶ μὲ τὰ ροῦχα. Τότε τὸ παιδὶ μίλησε καὶ σηκώθηκε ἀμέσως προτοῦ προλάβει ἡ μάνα του νὰ τοῦ ξαναρίξει νερό.