
Στα χρόνια τα αλλοτινά…Στα παιδικά τα χρόνια..μέναμε στο πατρικό..Κτηματάκι κι ένα φτωχικό σπιτάκι..σόμπα, ψεύτικα τζάμια, κοτούλες, κατσικούλα…δέντρα πολλά, λαχανικά…
Χρυσά τα χέρια της μαμάς και η θεία βοηθός. Εμείς τα ξαδέρφια τα δυο, μικροί βοηθοί ενοχλητικοί λίγο..
Τα καλοκαίρια γεμάτα με τραχανάδες, με μαρμελάδες, με γλυκά κουταλιού. Με συγκομιδή βοτάνων. Κλείνανε βάζα, ατελείωτα βάζα!
Σάλτσες, πιπεριές, τουρσιά, χίλια δυο καλά!
Μέσα στο καλοκαίρι έρχονταν επίσκεψη και τα αλλά ξαδέρφια από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Έρχονται οι πρωτευουσιάνοι ! Λέγαμε με χαρά! Ήθελαν Να βιώσουν την εξοχή…να ζήσουν κατασκηνωτικά…να κατακτήσουν τη χωριάτικη ζωή…
Φέρναν μαζί τους περιοδικά, που δεν τα ξέραμε καν τι είναι…Και Βιβλία με κόμικς.
Κρέμες πολλές για όλες τις περιπτώσεις πιθανών βλαβών…
Και έτοιμοι όπως ήτανε για τη χωριάτικη ζωή, και τη ζωή στη φύση, …..κοιμόντουσαν…Μόνο κοιμόντουσαν..Ξυπνούσαν στις 10 με 11.
Συζητούσαν για τη φύση, τρώγαν ό,τι είχε έτοιμο, διάβαζαν τα περιοδικά και…ξανά κοιμόντουσαν…
Μας έλεγαν πολλά για τη φύση. Για κατασκηνωτικές περιπέτειες. Για τα μπάνια και τις εξορμήσεις. Για κατορθώματα μεγάλα. Και ξανά κοιμόντουσαν. Καλά περνούσαμε! Μαθαίναμε πολλά!
Όταν ερχόμασταν από το μάζεμα κερασιών, σύκων, ροδάκινων. Ή όταν τελειώναμε κατά τις 10 τα ζυμώματα και τα βάζα και σβήναν οι φωτιές στους ταβάδες, καθόμασταν παρέα λίγο και μας έλεγαν για τη ζωή στη φύση, έτσι όπως την καταγράφουνε τα βιβλία! Μεγάλες περιπέτειες! Γελούσαμε όλοι μαζί!
Τη νύχτα καθόμασταν να δούμε τις πυγολαμπίδες, αλλά όταν επιτέλους είχαν βάλει όλες τις κρέμες προστασίας για να βγουν είχαν φύγει οι πυγολαμπίδες.
Χαίρονταν πολύ με όλα όσα έφτιαχναν η μαμά και η θεία! Έτρωγαν από όλα, έπαιρναν και βάζα πολλά μαζί τους, γιατί είχαν διαβάσει πολλά για την καλή διατροφή και τα αγνά προϊόντα.
Δεν κουράζονταν όμως καθόλου, ούτε τα χέρια τους τα ανακάτευαν σε φρούτα, λαχανικά και τέτοια. Μετρούσαν και μας έλεγαν με περηφάνια πόσα μπάνια έκαναν και θα κάνουν και πόσα παγωτά φάγανε ως τώρα.
Εμείς ανοίγαμε το τάπερ και βγάζαμε παγωτό της μαμάς από κατσικίσιο γάλα και μπακλαβά από το μπακλαβαδόκουτο κι έτσι σκεφτόμασταν πώς να μετράμε άραγε κι εμείς τα παγωτά …Φέραν μηχανή για παγωτό αργότερα στην πόλη μας…
Και τα μπάνια ήταν δεν θα ήταν 5 κάθε χρόνο, με κόπο και ταλαιπωρία να φτάσουμε στη θάλασσα…Άλλη ιστορία κι αυτή…ξεκινούσαμε με λεωφορείο, τρένο, άλογο και τέλος καράβι. 5 μέρες στον θαλάσσιο παράδεισο αλλά χωρίς αμάξι μεγάλη ταλαιπώρια!
Τους ενοχλούσαν οι μύγες, τα κουνούπια, τα πεύκα, οι κουκουνάρες, η μυρωδιά από τις κατσίκες…η φωνή του κόκορα..σιχαίνονταν τα ζώα όλα..
Δεν καταλαβαίναμε γιατί…Δεν ξέραμε από πόλη..αλλά είναι πρωτευουσιάνοι, κάτι θα ξέρουν παραπάνω, σκεφτόμασταν
Ίσως έτσι κάπου να χάθηκε και η γνώση και η αυτάρκεια και η χαρά της δημιουργίας…Μπήκε σε βιβλία, αλλά όχι στις καρδιές των ανθρώπων…
Με καθαρά χέρια, με ξεκούραστο σώμα, με ύπνο πολύ, και με θεωρία..δεν γίνεται βίωμα η ζωή του χωριού και της φύσης.
Οι άνθρωποι πολλές φορές πάνε να ζήσουν για λίγο ή για πολύ σε χωριά ή κοντά στη φύση κουβαλώντας μαζί τους, πάνω τους, γύρω τους τη νοοτροπία της πόλης.
Θέλουν να κάνουν τη φύση όπως είναι η πόλη. Και όχι να ζήσουν διαφορετικά.
Τσιμέντα παντού, τετραγωνισμένα παρτέρια, φύλλα πουθενά, ήχοι πόλης από μηχανές αλλά ποτέ από ζώα και πουλιά…
Αγοράζουμε έτοιμα τα πάντα και μας είναι βουνό να φτιάξουμε κάτι με τα χέρια μας χωρίς γκρίνια. Να ζυμώσουμε χωρίς να πανικοβληθούμε.
Να φυτέψουμε κάτω από τον καυτό ήλιο, να φρεζάρουμε λουσμένοι στον ιδρώτα, να κουβαλήσουμε χόρτα σέρνοντας από κούραση τα πόδια.
Να φάμε στο χέρι, ψήνοντας έξω μαρμελάδα και σάλτσα.
Να απλώνουμε τραχανά ολημερίς και να τρίβουμε στη σίτα μέχρι τα χέρια να μουδιάσουνε. Μα να γελάμε κάτω από το πλατάνι στη σκιά με τις κότες που μας κοιτάζουν περίεργα!
Να γεμίζουμε σύκα τα κοφίνια μέχρι που τα χέρια από τα συκόφυλλα να γίνονται κατακόκκινα…να μαζεύουμε τις τσουκνίδες για την πίτα με χίλιες δυο εφευρέσεις! Αλλά και η γεύση της τσουκνιδόπιτας μαζί με σπιτικό πρόβειο γιαούρτι συνοδεία να είναι αξέχαστη!
Να καίγεσαι από την κάψα του καλοκαιρινού ηλίου και να καίει και η φωτιά κάτω από τον ταβά, και να ανακατώνεις με την τεράστια ξύλινη κουτάλα την καυτή σάλτσα η μαρμελάδα που παφλάζει και κοχλάζει
Αχ! Να πετάγονται πιτσιλιές και να χορεύεις καιγόμενος…
Να τρως τις πιτουλίτσες και από την κούραση να σου μοιάζουνε Μάννα εξ ουρανού!
Και δώστου να ψήνεις πιπεριές σε ψησταριά με κάρβουνα και να τις καθαρίζεις μία μία, τσουβάλια θεόρατα! Για να γίνουν βάζα για τον χειμώνα!
Αμ…τα κάστανα, τα αμύγδαλα, τα καρύδια! Να τα σπάμε, και μια στο καρύδι και μια στο δάκτυλο το σφυρί!
Το ψήσιμο ψωμιού έξω και το κουβάλημα πέρα δώθε τα καρβέλια!
Τρέχα να φέρεις και κρύο νερό από την κάτω βρύση στο χωριό!
Κι ας μην θυμηθώ την ιστορία με τα ξύλα, Ιούλη μήνα…6 και 7 τόνοι…άλλη ιστορία αυτή….
Και το κρύο νερό με το γλυκό του κουταλιού ή τη φέτα κεκ..ναι, έτσι το λέγαν τότε, κεκ…πόση νοστιμιά είχανε!
Η χωριάτικη ζωή…
Είναι βίωμα, εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, κάματος, ιδρώτας, χαρά…
Και όλα αυτά γίνεται ένα προζύμι που ζει μέσα σου!
Και θα ζει και θα αυξάνεται και θα δημιουργείς και μοιράζεσαι!
Αν κουραστείς τότε θα μάθεις,, έλεγε η μαμά μου..κάτι ήξερε..
Τα χέρια πάντα να κάνουνε εργόχειρο. Ο νους στην προσευχή.
Έτσι χάνονται όλα…όταν όλα είναι απλά εγκεφαλικές πληροφορίες χωρίς καμία χαρά και συμμετοχή και κούραση…
Όταν ξεχνάμε να ζούμε φυσικά και απλά, και ζούμε νοητικά, πολύπλοκα, απομονωμένα από τη φύση, τεχνητά.
Σε κουτιά μπαίνουν όλα, σε κουτιά κι εμείς, σε κουτιά και η σκέψη..
Όλα έτοιμα, όλα ψεύτικα, όλα φτιαχτά.
Η ζωή είναι εδώ..η απλή ζωή, η ζωή του χωριού είναι εδώ, εμείς είμαστε αλλού!
Συγχωρέστε με…μεγάλο κείμενο… αλλά από καρδιάς!
Από την ομάδα ‘’Αυτάρκεια’’
Φωτογραφία από Ιωάννα Ξέρα