ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ / π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας εἶναι γεγονὸς ποὺ ἀντιπαρατίθεται ὀξύτατα πρὸς τὴν ἀντίληψη ποὺ εἶχαν μέχρι τότε οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν θάνατο. Πρὸ Χριστοῦ, ἀκόμα καὶ οἱ δίκαιοι, ἐν ὄψει τῆς προοπτικῆς τοῦ θανάτου, ἐκφράζονται πολύ ἀπαισιόδοξα.

Εὑρισκόμενος ὁ Ἰὼβ σὲ δεινὴ δοκιμασία, ἔχοντας χάσει τὰ πλούτη, τὰ τέκνα καὶ τὴν ὑγεία του, περιγράφει μὲ πολὺ πόνο τὸ ἐφήμερο τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἀναμενόμενη κατάληξή της: «Ἡ ζωή μου φεύγει καὶ χάνεται πιὸ γρήγορα καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι σὰν μιὰ πνοὴ τοῦ ἀέρα. Θὰ γίνω σὰν ἕνα σύννεφο ποὺ διαλύεται καὶ ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γιατὶ ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ κατεβεῖ στὸν ἅδη, δὲν θὰ ἀνεβεῖ ποτὲ ἀπὸ ἐκεῖ. Δὲν θὰ ἐπιστρέψει ποτὲ στὸ σπίτι του, οὔτε θὰ τὸν ξαναδεῖ ὁ τόπος ὅπου ἔζησε. Ὁ θάνατος εἶναι πορεία χωρὶς ἐπιστροφὴ “εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφεράν, εἰς γῆν σκότους αἰωνίου”, ὅπου δὲν φέγγει ἀπὸ πουθενὰ καὶ ἀπὸ ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀκόμα ζωντανοί» (Ἰὼβ 7, 6-10. 10, 21-22).

Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἦρθε νὰ ἀνατρέψει ἄρδην ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κατόρθωσε μὲ τὸν δικό του σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του, ποὺ ἔγιναν διαβατήριο «ζωῆς ἀϊδίου καὶ κρείττονος» γιὰ ὅσους τὸν πιστεύουν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἔγινε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἁπλῶς ἕνας ὕπνος. Μιλᾶμε πλέον γιὰ κεκοιμημένους καὶ ὄχι γιὰ νεκροὺς καὶ πεθαμένους. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ ξεπεραστεῖ καὶ θὰ καταργηθεῖ, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τὸ φθαρτὸ τοῦτο σῶμα νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία «καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν». Τότε θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος». Ἐξαφανίσθηκε, κατανικήθηκε ἐντελῶς ὁ θάνατος (Α΄ Κορ. 15, 54-55).

Στὴν Παναγία μας ὅμως, ὅλη αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ ἀλλαγὴ ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ. Πέρασε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸν θάνατο, «καθ’ ὅσον ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9, 27). Ἀκολουθεῖ καὶ ἡ Παναγία τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἀλλὰ μὲ τρόπο ποὺ ξεπερνάει τὰ δεδομένα τῆς δικῆς μας φύσης. «Ὑπὲρ φύσιν ὑποκύπτει τοῖς τῆς φύσεως νόμοις». Ὁ θάνατος γιὰ τὴν Παναγία εἶναι πράγματι ἕνας ὕπνος. Μέσα ἀπὸ αὐτὸν «πρὸς ζωὴν μετατίθεται ἡ ὄντως μήτηρ τῆς ζωῆς». Ἡ Παναγία γέννησε «ζωὴν τὴν ἐνυπόστατον». Τὴ ζωὴ ποὺ λαμβάνει ὕπαρξη καὶ ἔχει τὴν πηγή της στὸ πρόσωπο, στὴν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ («ἐγώ εἰμι ἡ ζωή»). Καὶ ἐπειδὴ ὑπῆρξε «ζωῆς τέμενος, διὰ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν μεταβέβηκε». Ὁ τάφος γίνεται «κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν» γιὰ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. «Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε» τὴν Παναγία, ἐπειδή, «ὡς ζωῆς μητέρα», ὁ Υἱός της «πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν». Ἔγινε ζωαρχικὴ πηγή. Ἀναβλύζει τὴ ζωή. Καταργεῖ τὸν θάνατο. Στὸν δικό της ὅμως φωτεινὸ τόπο,

«ἐκ ζωῆς πρὸς ζωὴν μεθισταμένη» ἡ Μητέρα μας, περιμένει κι ἐμᾶς. Ὅλα της τὰ παιδιά.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου