
Μέσα στον απέραντο πλούτο των Δημοτικών τραγουδιών της Φυλής μας υπάρχει μια ομάδα τραγουδιών, τα οποία αναφέρονται στην Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη, την περίφημη Πόλη, η οποία κωδικοποιούσε και ενσάρκωνε τον πολιτισμό της Ρωμηοσύνης. Κάποια από αυτά τα τραγούδια αναφέρονται στο κτίσιμο της Πόλης.
Σίντας εθεμελιώνασι οι Αρχάγγελοι την Πόλη
Αγγέλοι την εχτίζανε κι αγγέλοι κουβαλάνε
’πού τ’ Άγιον όρος το νερό, κι από τη Χίο το χώμα
κι από την Αντριανούπολη παίρνουν τα κεραμίδια.
Κι απίς την αποχτίσασι οι γι’ άγγελοι την Πόλη,
στέκουν και συντηρούν τηνε κι αποθαμάζουνέ τη.
Και πώς θα τηνε βγάλουμε, και πώς θα τηνε λέμε;
Πόλη, Κωνσταντινούπολη, του Κωνσταντίνου Πόλη».
Χωρίς πολλές γνώσεις μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η εκδοχή αυτή προέρχεται από τα μέρη της Θράκης. Η περιγραφή, αν αφαιρεθεί η αναφορά στους Αγγέλους, είναι σχεδόν φυσική. Εντάξει, είναι αξιοσημείωτο ένας οικουμενικός και πανίσχυρος αυτοκράτορας να φέρει χώμα από τη Χίο και κεραμίδια κατασκευασμένα στην Αδριανούπολη για να κτίσει την πρωτεύουσά του στο Βυζάντιο.
Υπάρχει όμως μια εκδοχή ή παραλλαγή αυτού του τραγουδιού, η οποία έχει καταγραφεί στις γύρω από τα Άγραφα περιοχές, Θεσσαλία, Φθιώτιδα και λοιπά. Μπορεί κανείς να θαυμάσει τις γλωσσικές διαφορές στο πλαίσιο της ευρύτατης ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο οι μικρές διαφορές στις λέξεις δίνουν στο τραγούδι αυτό άλλο νόημα και το κάνουν εικόνα, η οποία συνοψίζει την Ρωμιοσύνη.
Η παραλλαγή αυτή έχει ως εξής:
Όντας εθεμελιώνανε οι Αρχάγγελοι την Πόλη
Αγγέλοι την εχτίζανε κι αγγέλοι κουβαλάνε
Απ΄ τ΄ Άγιον Όρος το νερό κι απ’ την Αθήνα χώμα
κι από τα Ιεροσόλυμα πέτρες και κεραμίδια
Σαν χτίσαν κι αποχτίσανε και βγήκανε στην άκρη
Θρονιάσανε την Δέσποινα, Κυρά να διαφεντεύει
Θαμένονταν, ξαστέκονταν και πώς να την ειπούνε:
Πόλη, Κωνσταντινούπολη, του Κωνσταντίνου η Πόλη
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σαρακατσιανέϊκη εκδοχή, εντυπωσιακή για τη δωρική της απλότητα και λιτότητα μπορεί κανείς να βρει στο σύνδεσμο:
(https://www.youtube.com/watch?v=TXZXnknBP0Q)
Για να κατανοήσουμε τον συμβολισμό πρέπει να γνωρίζουμε πώς γινόταν το κτίσιμο εκείνα τα χρόνια. Για να κτιστεί, λοιπόν, μία οικοδομή έπρεπε να χρησιμοποιηθούν πέτρες ή πλιθιά για απλούστερες κατασκευές. Οι πέτρες της τοιχοποιίας είχαν σαν βάση – θεμελιώνονταν συνήθως σε βραχώδες έδαφος. Δημιουργούνταν, λοιπόν, τοίχος από πέτρες, οι οποίες υποστηρίζονταν με μικρότερες, ώστε η κατασκευή να είναι στερεή και ανθεκτική. Τα ενδιάμεσα κενά γεμίζονταν με λάσπη (νερό και χώμα). Εξωτερικά οι τοίχοι στις ακριβές κατασκευές καλύπτονταν με το λεγόμενο κουρασάνι ή ρωμαϊκό κονίαμα, γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων, αποτελούμενο από ηφαιστειακά υλικά, τριμμένο κεραμίδι, σβησμένο ασβέστη και μερικές φορές τραγόμαλλο. Το κουρασάνι, όταν σταθεροποιούνταν, ήταν πολλές φορές ανθεκτικότερο και από τα σημερινά κράματα με το τσιμέντο. Τέλος, πάνω από αυτά έμπαινε η ξύλινη κατασκευή της στέγης, για να απλωθούν τα κεραμίδια, ώστε να προφυλάσσει η σκεπή την όλη κατασκευή από το νερό. Εννοείται ότι το νερό κατέστρεφε την τοιχοποιία και, εννοείται, ότι αν καίγονταν ή χάλαγε η στέγη έπρεπε αμέσως να αντικατασταθεί για να προφυλαχθεί το οικοδόμημα από τη βροχή.
Ας έλθουμε τώρα στον τρόπο θεμελιώματος και του κτισίματος της Πόλης και πώς αυτό συμβολίζει τον πολιτισμό της Ρωμηοσύνης, τον οποίο η αυτοκρατορία της νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως ενσάρκωνε.
«Όντας εθεμελιώνανε οι Αρχάγγελοι την Πόλη
Αγγέλοι την εχτίζανε κι αγγέλοι κουβαλάνε»
Ο ειδωλολατρικός κόσμος γύρω στα 300 χρόνια πριν από το κτίσιμο της Πόλης είχε μπολιαστεί από την πίστη του Χριστού και την ενάρετη ζωή των χριστιανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας οι περισσότεροι επίσκοποι ήταν ομολογητές και τραυματισμένοι από τα μαρτύρια και τους διωγμούς. Καθαροί και ενάρετοι άνθρωποι έχτιζαν την Πόλη με χαρά και δοξολογία. Είχαν δε ένα βασιλιά, τον οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, οδηγούσε άγγελος για το πού θα χτίσει τα τείχη. Οι Αρχάγγελοι λοιπόν επιστατούσαν και οι φύλακες άγγελοι των χριστιανών εργατών συνεργούσαν και βοηθούσαν (κουβάλημα και χτίσιμο) στην κατασκευή των οικοδομημάτων.
Για να γίνει το κονίαμα και να κατασκευαστούν τόσα οικοδομήματα ήταν απαραίτητο το νερό, το οποίο ήταν άφθονο στη περιοχή. Ωστόσο ο λαϊκός ποιητής θέλει το νερό να έρχεται «απ’ τ’ Άγιον Όρος». Σε όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως υπήρχαν σπουδαία μοναστικά κέντρα (Νιτρία, Θηβαΐδα. Παλαιστίνη, Λάτρος, Ολύμπου της Βιθυνίας …) αλλά, το Άγιον Όρος ως μοναχική πολιτεία, εργαστήριο αγιότητος και προπύργιο της Ορθοδοξίας τότε δεν υπήρχε. Δημιουργήθηκε πολύ αργότερα. Όμως ο λαϊκός ποιητής γνωρίζει ότι εκεί, στο Άγιον Όρος, οι άνθρωποι αγωνίζονται ώστε να μετέχουν ενεργώς στην άκτιστη θεία Χάρη και ότι χωρίς τη χάρη του Θεού δεν γίνεται τίποτα χρήσιμο και σπουδαίο. Αυτό το νερό, λοιπόν, την άσκηση που καθιστά τον άνθρωπο δεκτικό της Θείας Χάρης, το έφεραν «απ’ τ’ Άγιον Όρος».
«Απ΄ τ΄ Άγιον Όρος το νερό κι απ’ την Αθήνα χώμα»
Το «χώμα», τα υλικά της λάσπης, που γέμιζε από τα κενά των λίθων και τα υλικά των επιχρισμάτων τα έφεραν οι «άγγελοι» «απ’ την Αθήνα». Αυτό σημαίνει ότι αξιοποιήθηκε στη Ρωμιοσύνη και η θύραθεν κοσμική γνώση των Ελλήνων, η οποία είχε στόχο τη δημιουργία αξιοπρεπών και φιλόκαλων πολιτών και μέσο αγωγής την άσκηση. Σε αυτά προστέθηκε η εμπειρία της αγιότητος – το «νερό απ’ τ’ Άγιον Όρος», ώστε να γίνουν χρήσιμα. Ο λόγος των αρχαίων Ελλήνων αποκαθαρμένος από τα δαιμονικά στοιχεία εξέφρασε δόγματα του Θεού Λόγου, την Ορθόδοξη Θεολογία. Έγινε λόγος, τραγούδι, ποίημα, ζωγραφιά, εικόνα.
Τέλος οι δομικοί λίθοι, οι πέτρες, και η τελική ασφάλεια της οικοδομής, τα κεραμίδια, τα μετέφεραν στην Πόλη απ’ τα Ιεροσόλυμα! Χωρίς πέτρες δεν στέκονταν οι τοίχοι και χωρίς κεραμίδια δεν διατηρούνταν το οικοδόμημα. Αυτά είναι κυρίως η πίστη στο Χριστό, οι «λίθοι» και τα κεραμίδια. Κάποιος άγιος παρομοιάζει την ταπεινοφροσύνη με τη στέγη, η οποία ασφαλίζει όλα τα οικοδομήματα. Χωρίς την ταπεινοφροσύνη δεν υπάρχει ούτε αρετή, ούτε πολίτευμα. Αυτό δεν το γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες και χωρίς το Χριστό η ταπεινοφροσύνη είναι απρόσιτη αρετή, οπότε δεν γίνεται να λειτουργήσει και πολίτευμα.
Όταν το κτίσιμο τελείωσε, οι μαστόροι και οι άγγελοι αποτραβήχτηκαν και ενθρόνισαν την Παναγία, ώστε, όπως η νοικοκυρά κυβερνάει τα του οίκου της, «Κυρά να διαφεντεύει» την Πόλη.
«Σαν χτίσαν κι αποχτίσανε και βγήκανε στην άκρη
Θρονιάσανε την Δέσποινα, Κυρά να διαφεντεύει».
Ο άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος αφιέρωσε την Πόλη στη Μητέρα του Θεού και της ανέθεσε την προστασία της Πόλης του. Η Παναγία είναι μητέρα και προστάτιδα όλων των ευσεβών χριστιανών και όπου δοξάζεται ο Χριστός ορθοδόξως εκεί τιμάται και η Παναγία ως Θεοτόκος, «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Και η Θεομήτωρ Παρθένος προστατεύει με πολλούς και θαυμαστούς τρόπους σαν καλή μητέρα τα παιδιά της.
Το παράδειγμα του Κωνσταντίνου θέλησαν να το ακολουθήσουν πολλοί. Η φιλάνθρωπη Παναγία διευκόλυνε την πρόθεσή τους. Οικονόμησε θαυματουργές εικόνες της να βρίσκονται παντού: Στο Μέγα Σπήλαιο των Καλαβρύτων, στην Προύσα και τώρα στο Καρπενήσι, στη Σουμελά του Πόντου, στα Ιεροσόλυμα, στο Καζάν της Ρωσίας …
Όσο τηρούσαμε τη γραμμή των Πατέρων και τις εντολές του Χριστού, η Παναγία προστάτευε την Πόλη και το κράτος από κάθε εχθρό και μάλιστα σκανδαλωδώς. Όταν αρχίσαμε να αλληθωρίζουμε προς το φιλήδονο και αντισταυρικό Ισλάμ, χάσαμε από τους μουσουλμάνους. Όταν «αγαπήσαμε» την παπική πλάνη και τις φράγκικες μεθοδεύσεις, όπως τώρα, είμαστε υπόδουλοί τους κατά το «ώ τις ήττηται τούτω και δεδούλωται».
Τέλος, σύμφωνα με το τραγούδι, έπρεπε να δοθεί στην πόλη όνομα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτιζε Νέα Ρώμη, απαλλαγμένη από τις διαστροφές και τα ειδωλολατρικά κατάλοιπα (κόμπλεξ) της Παλαιάς. Αλλά ο Θεός είχε άλλη άποψη και οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι, ενώ «στέκονται και θαυμάζουν» το αποτέλεσμα, την ονομάζουν «Πόλη, Κωνσταντινούπολη του Κωνσταντίνου η Πόλη», ονόματα τα οποία και επικράτησαν τελικά.
Ο ιστορικός ηγέτης των Ελλήνων Μέγας Αλέξανδρος, έχτισε πολλές Αλεξάνδρειες και μία Βουκεφάλια και δι’ αυτών επιβεβαιώθηκε η οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού. Ο άλλος ιστορικός μας ηγέτης, ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε μόνο την Πόλη αλλά μαζί με την Πόλη θεμελίωσε και θεανθρώπινο πολιτισμό, ο οποίος, αφού έγινε πρότυπο της οικουμένης για 1000 και πλέον χρόνια, είναι η μόνη ελπίδα για την ταρασσόμενη ανθρωπότητα και θα είναι και η τελική της κατάληξη. Αλλού ανάπαυση δεν μπορεί να υπάρξει.
Είδαμε αυτή την όμορφη και δωρική κωδικοποίηση της Ρωμηοσύνης στο παραπάνω τραγούδι. Ας δούμε τώρα και άλλη μία από τα Άγραφα και αυτή. Δεν είμαι φιλόλογος και δεν έχω βαθειά γνώση των λαογραφικών αλλά γνωρίζω ότι μια εκλεκτή μερίδα Κωνσταντινουπολιτών δεν πήγε στη Δύση ούτε στη Μοσκοβία αλλά εγκαταστάθηκε στα δυσπρόσιτα βουνά των Αγράφων. Χωρίς ανέσεις και τιμές αλλά σε χώρο Ορθόδοξο και Ελληνικό. Αυτή η παρατήρηση ίσως εξηγεί πολλά για το ήθος και την ευγένεια των Αγραφιωτών, για τις Σχολές της τουρκοκρατίας, για την κλεφτουριά και λοιπά.
Η δεύτερη εικόνα έχει ως ακολούθως:
«Όσα κι αν περπάτησα, τούρκικα ρωμαίικα
Τίποτας δε μ’ άρεζε, ένας δέντρος μ’ άρεσε
Φουντωτός κλωναρωτός πόχει στην κορφή Σταυρό
Και στη μέση το Χριστό και στη ρίζα κρύο νερό
Το ’μαθαν οι πέρδικες έρχονταν και το ’πιναν».
Αυτή η δεύτερη εικόνα δεν αναφέρεται στην δόμηση της Ρωμηοσύνης, όπως στο προηγούμενο τραγούδι αλλά στην εξωτερική της εμφάνιση. Ο Ρωμηός σαν τον προπάππου του τον Οδυσσέα κινείται στον κόσμο, βλέπει, γνωρίζει. Κόσμους, πολιτείες, συνήθειες και νοοτροπίες. Αλλά δεν αναπαύεται πουθενά παρά μόνο σε ό,τι γνωρίζει εκ παραδόσεως.
«Όσα κι αν περπάτησα τίποτας δε μ’ άρεζε
Ένας δέντρος μ’ άρεσε φουντωτός κλωναρωτός»
Κατά τον λαϊκό ποιητή η παράδοση της Ρωμηοσύνης είναι ένα γερό και αιώνιο δέντρο, το οποίο είναι υγιέστατο και εξαιρετικά θαλερό. Δέντρος, «φουντωτός, κλωναρωτός». Αυτό το δέντρο έχει πρωτίστως στην κορφή τον τίμιο Σταυρό. Ο Χριστός είπε ότι όποιος θέλει να τον ακολουθήσει «αράτω τον Σταυρόν αυτού». Με δυο λόγια ο Σταυρός του καθενός είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού σε όλες τις περιστάσεις της ζωής. Με την αυτοπροαίρετη τήρηση των εντολών και τη λειτουργική ζωή καθαρίζεται η καρδιά του ανθρώπου και μορφώνεται μέσα μας ο Χριστός, ο οποίος είναι «η Χώρα των ζώντων». Ο άνθρωπος μετέχει στο άκτιστο. Έτσι η εδώ ζωή είναι δοξολογική και ευχαριστιακή. Και ο θάνατος δεν είναι το οριστικό τέρμα αλλά πέρασμα στην αιωνιότητα.
Η Ρωμηοσύνη, λοιπόν, έχει «στην κορφή Σταυρό και στη μέση το Χριστό». Η ασκητική επιδίωξη της αρετής και της εξωτερικής ελευθερίας των αρχαίων Ελλήνων στη Ρωμηοσύνη έχει συμπληρωθεί και με την ελευθερία από την εμπαθή προσκόλληση στα γήινα. Το άρωμα της χριστιανικής ζωής ξεχύνεται στον κόσμο και η Ρωμηοσύνη γίνεται πρότυπο για τους άλλους λαούς, οι οποίοι και αυτοί επιθυμούν να οργανώνουν τη ζωή τους κατά το ρωμαίικο πρότυπο. Αφού το πολίτευμα έχει «στη μέση το Χριστό», αναβλύζει «στη ρίζα κρύο νερό», το οποίο «το ’μαθαν οι πέρδικες, έρχονταν και το ’πιναν».
Δεν χρειάζεται, επομένως, προπαγάνδα ή παραπλάνηση που να γαργαλάει τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου, για να αποδεχτούν τον πολιτισμό μας οι άλλοι λαοί. Εδώ βασιλεύει ελευθερία: Οι πέρδικες, αφού έμαθαν την ύπαρξη αυτού του νερού, έρχονταν και το έπιναν.
Είναι φανερό ότι το όλο δημιούργημα αναβλύζει από την καθαρή καρδιά του ποιητή, και τραγουδιέται και χορεύεται από ανθρώπους με το ίδιο φρόνημα (αυθεντική εκτέλεση χωρίς κλαρίνο και πανέμορφος χορός στο σύνδεσμο https://www.youtube.com/watch?v=cYVkEl2z09s ).
Αυτά για τις δύο εικόνες της Ρωμηοσύνης, που ανιχνεύσαμε στα Δημοτικά τραγούδια. Πόση διαφορά από τα μοντέρνα, όπου η γύμνια και η πρόκληση των παθών, η αρρωστημένη σκεψομανία, «τα μαγικά νησιά» και οι άλλες ανοησίες προβάλλονται για να γίνουν ελκυστικές, να «τα ’κονομήσουν» οι «δημιουργοί» και να κολαστούν οι ακροατές – θεατές!
Ευλογημένη Ρωμηοσύνη! Πότε θα μας αξιώσει ο Θεός να μας στείλει ένα νέο Κωνσταντίνο να την αναστήσει!
Να χαρούν οι ψυχές μας και να αναπαυθούν οι ψυχές των κοιμηθέντων προγόνων μας. Να ξεδιψάσει ο, σκλαβωμένος στα πάθη και στον πειρασμό, πικραμένος κόσμος …