Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΜΙΛΑΕΙ / Εὐστρατίου Σημαντήρη

Ὁ Κερ­κυ­ραῖ­ος Ἰ­ω­άν­νης Καπ­ο­δί­στρι­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­δρε­ψε δάφ­νες ὡς Ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τῆς Ρωσ­σί­ας στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ­ῶ­νος καὶ ἔ­βα­λε τὰ θε­μέ­λι­α τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης Ἑλ­λά­δας ὡς πρῶ­τος Κυ­βερ­νή­της, αὐ­τὸς ὁ Καπ­πο­δί­στρι­ας μί­λη­σε. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸν προ­φο­ρι­κὸ καὶ τὸν γρα­πτό του λό­γο μᾶς ἄ­φη­σε δείγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς του, μᾶς ἄ­φη­σε πα­ρα­κα­τα­θῆ­κες καὶ ὁ­δο­δεῖ­κτες γι­ὰ τὴν πο­ρεί­α μας ὡς ἄν­θρω­ποι καὶ ὡς Ἔ­θνος.

Ὁ Καπ­πο­δί­στρι­ας μί­λη­σε. Ἐ­μεῖς τὸν ἀ­κοῦ­με; Ἂς τὸν ἀ­κού­σου­με, ἔ­στω καὶ τώ­ρα.

«Εἶ­μαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος […] (γρά­φει στὸν πα­τέ­ρα του). Ἀν­τι­στά­θη­κα στὶς πι­ὸ με­γά­λες καὶ γο­η­τευ­τι­κὲς προ­τά­σεις […].

Ἔ­μει­να στα­θε­ρὸς στὸ νὰ πα­ραι­τη­θῶ ἀ­πὸ λαμ­πρὲς καὶ ἀ­νε­τό­τα­τες θέ­σεις […] προ­κει­μέ­νου νὰ μεί­νω μὲ ὅ­λη μου τὴν καρ­δι­ὰ προ­σκολ­λη­μέ­νος […] σὲ ὅ­σα ἐ­γὼ πι­στεύ­ω ὡς ἱ­ε­ρὰ κα­θή­κον­τα. […] Μοῦ προ­σφέρ­θη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ μι­ὰ ὡ­ραῖ­ες ἀ­πο­κα­τα­στά­σεις. Τὶς ἀρ­νή­θη­κα χω­ρὶς δυ­σα­ρέ­σκει­αν. Θὰ εἶ­χα γί­νει Κροῖ­σος στὰ πλού­τη, ἀλ­λὰ στοὺς ἀν­τί­πο­δες. Θὰ εἶ­χα προ­χω­ρή­σει κα­τὰ χί­λι­α βή­μα­τα στὴν στα­δι­ο­δρο­μί­α μου, ἀλ­λὰ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χές μου, ἀ­πὸ τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρά μας. Δὲν τὸ θέ­λη­σα καὶ οὔ­τε θὰ τὸ θε­λή­σω πο­τὲ. […] Ἐλ­πί­ζω στὴν θε­ϊ­κὴ προ­στα­σί­α».

«Ἐ­πέ­ρα­σα τὴν Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα μὲ τὸν Μη­τρο­πο­λί­την. Καὶ πα­ρη­τή­θην ὅ­λων τῶν ὀ­χλη­ρῶν δι­πλω­μα­τι­κῶν γευ­μά­των. Τὸ αὐ­τὸ ἔ­πρα­ξα καὶ κα­τὰ τὰς δύ­ο πρώ­τας ἡ­μέ­ρας τοῦ Πά­σχα κα­τὰ τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸν τυ­πι­κὸν τῶν ὁ­ποί­ων μό­νον ἠ­δυ­νή­θην νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σω τὰ θρη­σκευ­τι­κά μου κα­θή­κον­τα».

«… δὲν ἠ­θέ­λη­σα πο­τὲ νὰ εἶ­μαι ὑ­πή­κο­ός Του, ἀλ­λὰ ὑ­πη­ρέ­της Του. Εἶ­ναι δι­ό­τι μί­αν φο­ρὰν εἶ­πον εἰς τὴν Α.Μ. ὅ­τι δὲν θὰ ἀν­τήλ­λα­σον τὸν τά­φον μου ποὺ ἔ­χω εἰς τὴν Κέρ­κυ­ραν μὲ οἱ­αν­δή­πο­τε ἀ­πο­κα­τά­στα­σιν ἐν τῷ κό­σμῳ».

«Με­γα­λει­ό­τα­τε, ἐν­τί­μως σᾶς δη­λώ­νω ὅ­τι ὁ­σά­κις εὑ­ρε­θῶ πρὸ τοῦ τρα­γι­κοῦ δι­λήμ­μα­τος νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξω τὰ συμ­φέ­ρον­τα τῆς σκλα­βω­μέ­νης πα­τρί­δος μου ἢ τὰ συμ­φέ­ρον­τα τῆς ἀ­χα­νοῦς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας σας, δὲν θὰ δι­στά­σω οὔ­τε στιγ­μή: Θὰ τε­θῶ μὲ τὸ μέ­ρος τῆς πα­τρί­δος μου […]. Θὰ ἦ­ταν ἐκ μέ­ρους μου ἀ­χα­ρι­στί­α, θὰ πα­ρέ­βαι­να τὰ κα­θή­κον­τά μου πρὸς τὴν γῆν ποὺ μὲ γέν­νη­σε, ἐ­άν, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πὸ τὶς πι­έ­σεις ποὺ θὰ μοῦ ἔ­κα­ναν, θε­ω­ροῦ­σα τὸν ἑ­αυ­τό μου ξέ­νον πρὸς τὴν Ἑλ­λά­δα. Αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­μως τὸν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νί­κα­νον γι­ὰ μι­ὰ τέ­τοι­α θυ­σί­α! […]. Θὰ εὑ­ρί­σκο­μαι σὲ συ­νε­χῆ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί τους, θὰ τοὺς βο­η­θῶ! […]. Εἶ­μαι Ἕλ­λην καὶ θὰ μεί­νω Ἕλ­λην γι­ὰ πάν­τα».

«Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι προ­στά­της μου […] καὶ ἄ­νευ ταύ­της τῆς πί­στε­ως οὔ­τε ἐ­μαυ­τὸν θὰ ἠ­δυ­νά­μην νὰ κα­τα­νο­ή­σω, οὔ­τε νὰ ἐλ­πί­σω τί».

«Ἐλ­πί­ζων δὲ νὰ ἔ­χω καὶ μί­αν στέ­γην εἰς τὴν Ἑλ­λά­δα, ὡς ἀρ­χη­γὸς τῆς δι­οι­κή­σε­ως, κα­λὸν νο­μί­ζω τὸ νὰ πε­ρι­λαμ­βά­νῃ καὶ ἓν μι­κρὸν πα­ρεκ­κλή­σι­ον».

«Οἱ Ἕλ­λη­νες […] ἡ­νω­μέ­νοι δι­ὰ τῆς εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἁ­γί­αν Του Ἐκ­κλη­σί­αν στα­θε­ρᾶς πί­στε­ώς των […] ὑ­πο­στάν­τες τὴν ὀ­θω­μα­νι­κὴν δυ­να­στεί­αν, ὑ­πὸ μό­νην τὴν σκέ­πην τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας των δι­ε­σώ­θη­σαν. Ἅ­μα δὲ τῷ ἀ­νε­γερ­θῆ­ναι εἰς σῶ­μα Ἔ­θνους, οἱ αὐ­τῶν ἀν­τι­πρό­σω­ποι ἀ­νε­κή­ρυ­ξαν τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν θρη­σκεί­αν, θρη­σκεί­αν τῆς ἐ­πι­κρα­τεί­ας».

«Ἀ­πο­τε­λεῖ θεί­α τι­μὴ τὸ νὰ ἀ­να­θρέ­ψῃ κά­ποι­ος Ἑλ­λη­νό­παι­δες, μὲ τὶς γνώ­σεις τῆς ἱ­ε­ρᾶς μας θρη­σκεί­ας, νὰ τοὺς ἐκ­παι­δεύ­σῃ στὴν πά­τρι­ον γλῶσ­σα καὶ νὰ τοὺς προ­πα­ρα­σκευ­ά­σῃ γι­ὰ ἀ­νώ­τε­ρες πα­νε­πι­στη­μι­α­κὲς σπου­δὲς».

«Χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζουν κα­λὰ τὴν Γερ­μα­νι­κὴν καὶ τὴν Ἑλ­λη­νι­κήν, χω­ρὶς νὰ ἔ­χουν μί­αν κά­ποι­αν ἡ­λι­κί­αν εἰς τὴν ὁ­ποί­αν ἠμ­πο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ στε­ρη­θῇ τὴν ἐκ­κλη­σί­αν χω­ρὶς νὰ χά­σῃ τὴν θρη­σκεί­αν του, δὲν θὰ συ­νε­βού­λευ­α πο­τὲ νὰ το­πο­θε­τη­θοῦν εἰς ἓν Ἰν­στι­τοῦ­τον ὅ­που ἀ­σκεῖ­ται ἡ θρη­σκεί­α τῶν Δι­α­μαρ­τυ­ρο­μέ­νων».

«Σὺ δὲ τί προ­τι­μᾶς, γράμ­μα­τα ἄ­νευ χρη­στῶν ἠ­θῶν ἢ χρη­στὰ ἤ­θη ἄ­νευ γραμ­μά­των; Δὲν ἀ­πο­κρί­νε­σαι; Δι­έ­στρε­ψε λοι­πὸν καὶ σέ, τό­σο νέ­ον, ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἴ­η­σις; Πολ­λοὶ λο­γι­ώ­τα­τοι Ἕλ­λη­νες τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­γνώ­ρι­σα εἰς Βι­έν­ναν καὶ ἀλ­λα­χοῦ, ἐ­νό­μι­ζον ἑ­αυ­τοὺς σο­φω­τά­τους δι­ό­τι ἔ­μα­θον ὀ­λί­γα γράμ­μα­τα. Ἀλ­λ᾿ ἐ­άν, ὡς καυ­χᾶσθε, εἶ­σθε ἀ­πό­γο­νοι τῶν Ἑλ­λή­νων, ἔ­πρε­πε καὶ νὰ μὴ λη­σμο­νῆ­τε ὅ­τι σο­φί­αν ἐ­κεῖ­νοι οὔ­τε ἐ­νό­μι­ζον οὔ­τε ὠ­νό­μα­σαν μό­νην τὴν ἄ­σκη­σιν τοῦ νοῦ, ἀλ­λὰ καὶ τῆς ψυ­χῆς τὴν καλ­λι­έρ­γει­αν. Ὁ μό­νον γράμ­μα­τα γι­νώ­σκων, στε­ρού­με­νος δὲ ψυ­χι­κῆς ἀ­γω­γῆς, εἶ­ναι καὶ τοῦ χει­ρί­στου κα­κούρ­γου χεί­ρων, ὡς μα­θῶν νὰ κα­κουρ­γῇ ἐ­πι­τη­δει­ό­τε­ρον. Τὸ κα­κὸν ὑ­μῶν εἶ­ναι ὅ­τι μό­λις μά­θε­τε με­ρι­κοὺς κα­νό­νας τῆς γραμ­μα­τι­κῆς, ἔ­στω καὶ εἰς τὴν Γερ­μα­νί­αν, μό­λις ἰ­δῆ­τε με­ρι­κὰ βου­νὰ τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ χει­ρο­το­νεῖ­σθε μό­νοι δι­ορ­θω­ταὶ τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ νο­μο­θέ­ται τῆς πο­λι­τεί­ας. Πλήν, κύ­ρι­ε, ἄλ­λο γραμ­μα­τι­κή, ἄλ­λο κοι­νω­νί­α καὶ ἄλ­λο πο­λι­τεί­α. Τό­σο πο­λὺς κα­πνὸς γε­μί­ζει τὰς κε­φα­λὰς ὑ­μῶν, ὥ­στε δὲν ἐν­νο­εῖ­τε ὁ­ποῖ­ον καὶ ὁπό­σον χά­σμα δι­α­χω­ρί­ζει τὰς δύ­ο τε­λευ­ταί­ας ἀ­πὸ τῆς πρώ­της. Οἱ πα­λαι­οὶ σο­φι­σταὶ ἐ­γί­νω­σκον πλεί­ο­να γράμ­μα­τα, καὶ ὅ­μως αὐ­τοὶ ἦσαν οἱ λυ­με­ῶ­νες τῶν Ἀ­θη­νῶν».

«Τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸν Ἔ­θνος ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πὸ τὴν ἅ­λω­ση τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως δὲν ἔ­παυ­σαν νὰ ὁ­μο­λο­γοῦν τὴν πι­στό­τη­τά τους στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη τους, δὲν στα­μά­τη­σαν πο­τὲ νὰ ὁ­μι­λοῦν τὴν γλῶσ­σα τῶν πα­τέ­ρων τους, τὴν Ἑλ­λη­νι­κή, καὶ πα­ρέ­μει­ναν ἀ­κλό­νη­τοι ὑ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἢ κο­σμι­κὴ δι­και­ο­δο­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τους, σὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε μέ­ρος τῆς τουρ­κο­κρα­του­μέ­νης Πα­τρί­δας τους καὶ ἂν εὑ­ρί­σκον­ταν».

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς λι­τῆς του ζω­ῆς ἀ­πο­τέ­λε­σε τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ποὺ ἀ­να­φέ­ρει ἡ βα­ρώ­νη Charlotte de Sor καὶ συ­νέ­βη ὅ­ταν ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἦ­ταν στὴ Γε­νεύ­η: «Μι­ὰ ἡ­μέ­ρα, στὴ δι­άρ­κει­α μι­ᾶς ἐγ­κάρ­δι­ας συ­νο­μι­λί­ας, μοῦ εἶ­πε μὲ ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­ξι­ο­λά­τρευ­τη ἁ­πλό­τη­τα ποὺ τὸν δι­έ­κρι­νε: “Ἐκ­πλήτ­τε­σθε γι­α­τί ἔ­χω δι­α­λέ­ξει αὐ­τὰ τὰ δύ­ο πε­νι­χρὰ δω­μά­τι­α στὸ σπί­τι τῆς κυ­ρί­ας Lamotte […]. Μὰ ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι μοῦ στοι­χί­ζουν μο­νά­χα 30 φράγ­κα τὸ μῆνα καὶ ἀ­σφα­λῶς δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι γι­ὰ τὴ συν­τή­ρη­ση καὶ τῶν δύ­ο μας (καὶ τοῦ ὑ­πη­ρέ­τη του) δὲν πρέ­πει νὰ ξε­πε­ρά­σου­με τὸ πο­σὸν τῶν 6 φράγ­κων τὴν ἡ­μέ­ρα.” Χον­δρὰ δά­κρυ­α ὕ­γρα­ναν τὰ μά­τι­α μου καὶ τοῦ ἔσφι­ξα τὸ χέ­ρι μὲ συγ­κί­νη­ση: “Εἶ­σθε ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος”, τοῦ εἶ­πα βα­θι­ὰ συγ­κλο­νι­σμέ­νη. “Μὰ ὄ­χι, κυ­ρί­α μου, ἁ­πλῶς εἶ­μαι συ­νε­πὴς πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό μου! Αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Ὅ­ταν ὅ­λα τὰ δι­α­βή­μα­τα καὶ οἱ ἐ­νέρ­γει­ές μου, ὅ­λες οἱ γρα­πτές μου ἐκ­κλή­σεις ζη­τοῦν ἀ­πὸ τὶς γεν­ναι­ό­δω­ρες ψυ­χὲς ψω­μὶ καὶ ἐν­δύ­μα­τα γι­ὰ τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες μου, ὅ­ταν, ἀ­φοῦ χτύ­πη­σα τὶς πόρ­τες τῶν πα­λα­τι­ῶν τῶν πλου­σί­ων, χτύ­πη­σα με­τὰ καὶ τὶς πόρ­τες τῶν κα­λυ­βῶν τῶν φτω­χῶν, γι­ὰ νὰ συλ­λέ­ξω τὸν ὀ­βο­λὸ τοῦ φτω­χοῦ, πρέ­πει νὰ ἠμ­πο­ρῶ νὰ τοὺς λέ­ω μὲ παρ­ρη­σί­α: Ἔ­δω­σα τὰ πάν­τα πρὶν ζη­τή­σω καὶ τὴ δι­κή σας βο­ή­θει­α γι­ὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς μου».

Ὁ γι­α­τρὸς τοῦ εἶ­πε νὰ βελ­τι­ώ­σει λί­γο τὴν τρο­φή του, ἦ­ταν ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη γι­ὰ τὴν ὑ­γεί­α του. Κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήν­τη­σε ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ: «Τό­τε μο­νά­χα θὰ βελ­τι­ώ­σω τὴν τρο­φή μου, ὅ­ταν θὰ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε ἕ­να Ἑλ­λη­νό­που­λο ποὺ νὰ πει­νά­ῃ». Ὁ δὲ Μα­κρυ­γι­άν­νης γρά­φει γι­ὰ νὰ δεί­ξῃ τὸν τρό­πο ζω­ῆς του: «Ὁ Κυ­βερ­νή­της ἔ­τρω­γε ἐ­πὶ 4 ἡ­μέ­ρες μί­α κό­τα».

Ἐ­πι­στο­λή του πρὸς τὴν Προ­σω­ρι­νὴ Δι­οί­κη­ση τῆς Ἑλ­λά­δος (12/12/1825), ἀ­παν­τη­τι­κὴ σὲ αὐ­τὴ ποὺ τὸν προ­σε­κά­λει νὰ ἀ­να­λά­βῃ τὴν δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τῆς Ἑλ­λά­δος: «…τὰς εὐ­χὰς τὰς ὁ­ποί­ας κα­θ᾿ ἑ­κά­στην ἀ­να­πέμ­πω εἰς τὴν Θεί­αν Πρό­νοι­αν, δι­ὰ νὰ σᾶς ἐ­πι­δα­ψι­λεύ­σῃ τὰς εὐ­λο­γί­ας της…», «…ἡ­νω­μέ­νοι διὰ­ τῆς εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἁ­γί­αν Του Ἐκ­κλη­σί­αν στα­θε­ρᾶς πί­στε­ώς των…», «…ἐ­κεῖ­νο δὲ με­τα­ξὺ αὐ­τῶν, ὅ­περ δι­α­λαμ­βά­νει τὰ πάν­τα ὡς βλα­στὸς καρ­πο­φό­ρος, εἶ­ναι ἡ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος πί­στις, τὴν ὁ­ποί­αν ὡρ­κί­σθη ἡ Ἑλ­λὰς πρὸς τὸν Θε­ὸν καὶ πρὸς τὴν Ἁ­γί­αν Ἐκ­κλη­σί­αν Του». «Ὅ­ταν λοι­πὸν ἡ Θρη­σκεί­α, τὴν ὁ­ποί­αν ὡρ­κί­σθη­τε νὰ φυ­λά­ξη­τε, εἶ­ναι κα­θα­ρὰ καὶ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος ἐ­νώ­πι­ον τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­θὼς εἶ­ναι καὶ ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ, τὸ ἔρ­γον σας θὰ λά­βῃ πέ­ρας αἴ­σι­ον».

Ἐγ­κύ­κλι­ος 20/1/1828: «Μὲ πλή­ρη πε­ποί­θη­σιν εἰς τὴν Θεί­αν βο­ή­θει­αν ἰ­δοὺ ἀ­να­δέ­χο­μαι τὰς ἡνί­ας τῆς Ἐ­θνι­κῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως…».

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ὑ­πή­γα­γε σὲ ἕ­να φο­ρέ­α, τὴν Γραμ­μα­τεί­α (Ὑ­πουρ­γεῖ­ο), τὶς δύο Ὑ­πη­ρε­σί­ες, τὴν τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγ­μά­των καὶ τὴν τῆς Δη­μο­σί­ας Ἐκ­παι­δεύ­σε­ως θε­ω­ρῶν «… τὰς δύ­ο ταύ­τας Ὑ­πη­ρε­σί­ας ἀ­χω­ρί­στους, ὡς μί­αν ἐ­χού­σας ἀρ­χήν, τὸν Πα­τέ­ρα τῶν Φώ­των, καὶ πρὸς ἕ­να συν­τρε­χού­σας σκο­πόν, τὴν ἠ­θι­κὴν τῶν πο­λι­τῶν δι­α­μόρ­φω­σιν, ἥτις εἶ­ναι ἡ βά­σις τῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῆς τοῦ Ἔθνους ἐ­πα­νορ­θώ­σε­ως». Βλέ­πε­τε κά­ποι­α σχέ­ση μὲ τὸ ση­με­ρι­νὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο (τῆς ἄλ­λο­τε Ἐ­θνι­κῆς) Παι­δεί­ας καὶ Θρη­σκευ­μά­των;

Ἐγ­κύ­κλι­ος ὑ­π᾿ ἀ­ριθμ. 14, 8/10/1829 : Συ­νι­στᾶ «τὴν ἀ­κρι­βῆ τή­ρη­σιν τῶν Ἱ­ε­ρῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κα­νό­νων καὶ τῶν δι­α­τά­ξε­ων τῶν σχε­τι­κῶν πρὸς τὸν γά­μον καὶ τὰ δι­α­ζύ­γι­α, δι­ό­τι ἐν ἐ­ναν­τί­ᾳ πε­ρι­πτώ­σει κα­θυ­βρί­ζον­ται οἱ Θεῖ­οι καὶ ἱ­ε­ροὶ νό­μοι καὶ κα­πη­λεύ­ε­ται τὸ μέ­γα μυ­στή­ρι­ον τοῦ γά­μου».

«Ἂς λέ­γουν καὶ ἂς γρά­φουν ὅ,τι θέ­λουν. Θὰ ἔλ­θῃ ὅ­μως κά­πο­τε και­ρός, ὅτε οἱ ἄν­θρω­ποι κρί­νον­ται ὄ­χι σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα εἶ­πον ἢ ἔ­γρα­ψαν πε­ρὶ τῶν πρά­ξε­ών των, ἀλ­λὰ κα­τ᾿ αὐ­τὴν τὴν μαρ­τυ­ρί­αν τῶν πρά­ξε­ών των. Ὑ­π᾿ αὐ­τῆς τῆς πί­στε­ως, ὡς ἀ­ξι­ώ­μα­τος, δυ­να­μού­με­νος ἔ­ζη­σα μέ­σα εἰς τὸν κό­σμον μέ­χρι τώ­ρα, ὁπότε εὑ­ρί­σκο­μαι εἰς τὴν δύ­σιν τῆς ζω­ῆς μου, καὶ ὑ­πῆρ­ξα πάν­το­τε εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος δι­ὰ τοῦ­το. Μοῦ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον πλέ­ον νὰ ἀλ­λά­ξω τώ­ρα. Θὰ συ­νε­χί­σω ἐκ­πλη­ρῶν πάν­το­τε τὸ χρέ­ος μου, οὐ­δό­λως φρον­τί­ζων πε­ρὶ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μου, καὶ ἂς γί­νει ὅ,τι γί­νει».

Ὁ μέ­γας Κα­ππο­δί­στρας, ὁ καὶ «ἅ­γι­ος τῆς πο­λι­τι­κῆς» ἐ­πι­κλη­θείς, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­o­νό­τη­τα τῶν με­τα­γε­νε­στέ­ρων του πο­λι­τι­κάν­τη­δων, τῆς συμ­φο­ρᾶς καὶ τῆς πα­ρα­κμῆς, «μύ­ρι­ζε λι­βά­νι», κα­τὰ τὸ δὴ λε­γό­με­νο. Ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν τα­κτι­κό­τα­τα, ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το, με­τε­λάμ­βα­νε τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, προ­σευ­χό­ταν, με­λε­τοῦ­σε τὸ Ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, πά­νω στὰ αἰ­ω­νί­ου κύ­ρους καὶ ἀ­πο­λύ­του ἀ­ξί­ας βά­θρα τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ­ρα­μα­τι­ζό­ταν νὰ οἰ­κο­δο­μή­σῃ τὴν Ἐ­θνι­κή μας Παι­δεί­α, καὶ ὁ ἐν γέ­νει πο­λυ­τά­ρα­χος βί­ος του ἑ­δρα­ζό­ταν στὰ ἀ­σά­λευ­τα θε­μέ­λι­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Χρι­στι­α­νι­κῆς Πί­στε­ως. Ὁ­ποί­α, κο­λοσ­σι­αί­α δι­α­φο­ρά, μὲ τοὺς ὑ­πο­λοί­πους, πλὴν ἐ­λα­χίστων ἐ­ξαι­ρέ­σε­ων, ἀ­λι­βά­νι­στους, ἀ­λει­τούρ­γη­τους, ἀ­κοι­νώ­νη­τους, πα­τρι­δο­κά­πη­λους καὶ θρη­σκει­ο­κά­πη­λους, ἀ­γεύ­στους πνευ­μα­τι­κό­τη­τας, ἐκ­κλη­σι­ο­μά­χους καὶ ἀν­τι­χρί­στους πο­λι­τι­κοὺς ποὺ ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ ἐμ­πνεύ­σουν ὅ­ρα­μα στὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ό, δι­α­φθεί­ρον­τάς τον ποι­κι­λο­τρό­πως, θω­πεύ­ον­τας τὰ πά­θη του!

Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας λέ­νε πὼς τι­μὴ Ἁ­γί­ου εἶ­ναι ἡ μί­μη­σις τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἂν θέ­λου­με ὄν­τως νὰ τι­μή­σου­με τὸν «Ἅ­γι­ο τῆς πο­λι­τι­κῆς», ἂς τὸν μι­μη­θοῦ­με ὅ­λοι μας, κυ­ρί­ως ὅ­μως οἱ πο­λι­τι­κοί μας.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου