
Ὁ Κερκυραῖος Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος ἔδρεψε δάφνες ὡς Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ἔβαλε τὰ θεμέλια τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας ὡς πρῶτος Κυβερνήτης, αὐτὸς ὁ Καπποδίστριας μίλησε. Μέσα ἀπὸ τὸν προφορικὸ καὶ τὸν γραπτό του λόγο μᾶς ἄφησε δείγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς του, μᾶς ἄφησε παρακαταθῆκες καὶ ὁδοδεῖκτες γιὰ τὴν πορεία μας ὡς ἄνθρωποι καὶ ὡς Ἔθνος.
Ὁ Καπποδίστριας μίλησε. Ἐμεῖς τὸν ἀκοῦμε; Ἂς τὸν ἀκούσουμε, ἔστω καὶ τώρα.
«Εἶμαι εὐχαριστημένος […] (γράφει στὸν πατέρα του). Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις […].
Ἔμεινα σταθερὸς στὸ νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ λαμπρὲς καὶ ἀνετότατες θέσεις […] προκειμένου νὰ μείνω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ προσκολλημένος […] σὲ ὅσα ἐγὼ πιστεύω ὡς ἱερὰ καθήκοντα. […] Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μιὰ ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει Κροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴν σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτὲ. […] Ἐλπίζω στὴν θεϊκὴ προστασία».
«Ἐπέρασα τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὸν Μητροπολίτην. Καὶ παρητήθην ὅλων τῶν ὀχληρῶν διπλωματικῶν γευμάτων. Τὸ αὐτὸ ἔπραξα καὶ κατὰ τὰς δύο πρώτας ἡμέρας τοῦ Πάσχα κατὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν τυπικὸν τῶν ὁποίων μόνον ἠδυνήθην νὰ ἐκπληρώσω τὰ θρησκευτικά μου καθήκοντα».
«… δὲν ἠθέλησα ποτὲ νὰ εἶμαι ὑπήκοός Του, ἀλλὰ ὑπηρέτης Του. Εἶναι διότι μίαν φορὰν εἶπον εἰς τὴν Α.Μ. ὅτι δὲν θὰ ἀντήλλασον τὸν τάφον μου ποὺ ἔχω εἰς τὴν Κέρκυραν μὲ οἱανδήποτε ἀποκατάστασιν ἐν τῷ κόσμῳ».
«Μεγαλειότατε, ἐντίμως σᾶς δηλώνω ὅτι ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: Θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς πατρίδος μου […]. Θὰ ἦταν ἐκ μέρους μου ἀχαριστία, θὰ παρέβαινα τὰ καθήκοντά μου πρὸς τὴν γῆν ποὺ μὲ γέννησε, ἐάν, προκειμένου νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς πιέσεις ποὺ θὰ μοῦ ἔκαναν, θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου ξένον πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Αἰσθάνομαι ὅμως τὸν ἑαυτό μου ἀνίκανον γιὰ μιὰ τέτοια θυσία! […]. Θὰ εὑρίσκομαι σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μαζί τους, θὰ τοὺς βοηθῶ! […]. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».
«Ὁ Θεὸς εἶναι προστάτης μου […] καὶ ἄνευ ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ κατανοήσω, οὔτε νὰ ἐλπίσω τί».
«Ἐλπίζων δὲ νὰ ἔχω καὶ μίαν στέγην εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὡς ἀρχηγὸς τῆς διοικήσεως, καλὸν νομίζω τὸ νὰ περιλαμβάνῃ καὶ ἓν μικρὸν παρεκκλήσιον».
«Οἱ Ἕλληνες […] ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των […] ὑποστάντες τὴν ὀθωμανικὴν δυναστείαν, ὑπὸ μόνην τὴν σκέπην τῆς Ἐκκλησίας των διεσώθησαν. Ἅμα δὲ τῷ ἀνεγερθῆναι εἰς σῶμα Ἔθνους, οἱ αὐτῶν ἀντιπρόσωποι ἀνεκήρυξαν τὴν Ἑλληνικὴν θρησκείαν, θρησκείαν τῆς ἐπικρατείας».
«Ἀποτελεῖ θεία τιμὴ τὸ νὰ ἀναθρέψῃ κάποιος Ἑλληνόπαιδες, μὲ τὶς γνώσεις τῆς ἱερᾶς μας θρησκείας, νὰ τοὺς ἐκπαιδεύσῃ στὴν πάτριον γλῶσσα καὶ νὰ τοὺς προπαρασκευάσῃ γιὰ ἀνώτερες πανεπιστημιακὲς σπουδὲς».
«Χωρὶς νὰ γνωρίζουν καλὰ τὴν Γερμανικὴν καὶ τὴν Ἑλληνικήν, χωρὶς νὰ ἔχουν μίαν κάποιαν ἡλικίαν εἰς τὴν ὁποίαν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ στερηθῇ τὴν ἐκκλησίαν χωρὶς νὰ χάσῃ τὴν θρησκείαν του, δὲν θὰ συνεβούλευα ποτὲ νὰ τοποθετηθοῦν εἰς ἓν Ἰνστιτοῦτον ὅπου ἀσκεῖται ἡ θρησκεία τῶν Διαμαρτυρομένων».
«Σὺ δὲ τί προτιμᾶς, γράμματα ἄνευ χρηστῶν ἠθῶν ἢ χρηστὰ ἤθη ἄνευ γραμμάτων; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Διέστρεψε λοιπὸν καὶ σέ, τόσο νέον, ἡ ἑλληνικὴ οἴησις; Πολλοὶ λογιώτατοι Ἕλληνες τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα εἰς Βιένναν καὶ ἀλλαχοῦ, ἐνόμιζον ἑαυτοὺς σοφωτάτους διότι ἔμαθον ὀλίγα γράμματα. Ἀλλ᾿ ἐάν, ὡς καυχᾶσθε, εἶσθε ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων, ἔπρεπε καὶ νὰ μὴ λησμονῆτε ὅτι σοφίαν ἐκεῖνοι οὔτε ἐνόμιζον οὔτε ὠνόμασαν μόνην τὴν ἄσκησιν τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς τὴν καλλιέργειαν. Ὁ μόνον γράμματα γινώσκων, στερούμενος δὲ ψυχικῆς ἀγωγῆς, εἶναι καὶ τοῦ χειρίστου κακούργου χείρων, ὡς μαθῶν νὰ κακουργῇ ἐπιτηδειότερον. Τὸ κακὸν ὑμῶν εἶναι ὅτι μόλις μάθετε μερικοὺς κανόνας τῆς γραμματικῆς, ἔστω καὶ εἰς τὴν Γερμανίαν, μόλις ἰδῆτε μερικὰ βουνὰ τῆς Εὐρώπης καὶ χειροτονεῖσθε μόνοι διορθωταὶ τῆς κοινωνίας καὶ νομοθέται τῆς πολιτείας. Πλήν, κύριε, ἄλλο γραμματική, ἄλλο κοινωνία καὶ ἄλλο πολιτεία. Τόσο πολὺς καπνὸς γεμίζει τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, ὥστε δὲν ἐννοεῖτε ὁποῖον καὶ ὁπόσον χάσμα διαχωρίζει τὰς δύο τελευταίας ἀπὸ τῆς πρώτης. Οἱ παλαιοὶ σοφισταὶ ἐγίνωσκον πλείονα γράμματα, καὶ ὅμως αὐτοὶ ἦσαν οἱ λυμεῶνες τῶν Ἀθηνῶν».
«Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔπαυσαν νὰ ὁμολογοῦν τὴν πιστότητά τους στὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους, δὲν σταμάτησαν ποτὲ νὰ ὁμιλοῦν τὴν γλῶσσα τῶν πατέρων τους, τὴν Ἑλληνική, καὶ παρέμειναν ἀκλόνητοι ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἢ κοσμικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τους, σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς τουρκοκρατουμένης Πατρίδας τους καὶ ἂν εὑρίσκονταν».
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς λιτῆς του ζωῆς ἀποτέλεσε τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ἡ βαρώνη Charlotte de Sor καὶ συνέβη ὅταν ὁ Καπποδίστριας ἦταν στὴ Γενεύη: «Μιὰ ἡμέρα, στὴ διάρκεια μιᾶς ἐγκάρδιας συνομιλίας, μοῦ εἶπε μὲ ἐκείνη τὴν ἀξιολάτρευτη ἁπλότητα ποὺ τὸν διέκρινε: “Ἐκπλήττεσθε γιατί ἔχω διαλέξει αὐτὰ τὰ δύο πενιχρὰ δωμάτια στὸ σπίτι τῆς κυρίας Lamotte […]. Μὰ ὁ λόγος εἶναι ὅτι μοῦ στοιχίζουν μονάχα 30 φράγκα τὸ μῆνα καὶ ἀσφαλῶς δὲν ξέρετε ὅτι γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τῶν δύο μας (καὶ τοῦ ὑπηρέτη του) δὲν πρέπει νὰ ξεπεράσουμε τὸ ποσὸν τῶν 6 φράγκων τὴν ἡμέρα.” Χονδρὰ δάκρυα ὕγραναν τὰ μάτια μου καὶ τοῦ ἔσφιξα τὸ χέρι μὲ συγκίνηση: “Εἶσθε ἀξιοθαύμαστος”, τοῦ εἶπα βαθιὰ συγκλονισμένη. “Μὰ ὄχι, κυρία μου, ἁπλῶς εἶμαι συνεπὴς πρὸς τὸν ἑαυτό μου! Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Ὅταν ὅλα τὰ διαβήματα καὶ οἱ ἐνέργειές μου, ὅλες οἱ γραπτές μου ἐκκλήσεις ζητοῦν ἀπὸ τὶς γενναιόδωρες ψυχὲς ψωμὶ καὶ ἐνδύματα γιὰ τοὺς συμπατριῶτες μου, ὅταν, ἀφοῦ χτύπησα τὶς πόρτες τῶν παλατιῶν τῶν πλουσίων, χτύπησα μετὰ καὶ τὶς πόρτες τῶν καλυβῶν τῶν φτωχῶν, γιὰ νὰ συλλέξω τὸν ὀβολὸ τοῦ φτωχοῦ, πρέπει νὰ ἠμπορῶ νὰ τοὺς λέω μὲ παρρησία: Ἔδωσα τὰ πάντα πρὶν ζητήσω καὶ τὴ δική σας βοήθεια γιὰ τοὺς ἀδελφούς μου».
Ὁ γιατρὸς τοῦ εἶπε νὰ βελτιώσει λίγο τὴν τροφή του, ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑγεία του. Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε ἀποφασιστικὰ: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφή μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάῃ». Ὁ δὲ Μακρυγιάννης γράφει γιὰ νὰ δείξῃ τὸν τρόπο ζωῆς του: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ 4 ἡμέρες μία κότα».
Ἐπιστολή του πρὸς τὴν Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος (12/12/1825), ἀπαντητικὴ σὲ αὐτὴ ποὺ τὸν προσεκάλει νὰ ἀναλάβῃ τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος: «…τὰς εὐχὰς τὰς ὁποίας καθ᾿ ἑκάστην ἀναπέμπω εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν, διὰ νὰ σᾶς ἐπιδαψιλεύσῃ τὰς εὐλογίας της…», «…ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των…», «…ἐκεῖνο δὲ μεταξὺ αὐτῶν, ὅπερ διαλαμβάνει τὰ πάντα ὡς βλαστὸς καρποφόρος, εἶναι ἡ ἀπαραβίαστος πίστις, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθη ἡ Ἑλλὰς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν Του». «Ὅταν λοιπὸν ἡ Θρησκεία, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθητε νὰ φυλάξητε, εἶναι καθαρὰ καὶ ἀπαραβίαστος ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, καθὼς εἶναι καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργον σας θὰ λάβῃ πέρας αἴσιον».
Ἐγκύκλιος 20/1/1828: «Μὲ πλήρη πεποίθησιν εἰς τὴν Θείαν βοήθειαν ἰδοὺ ἀναδέχομαι τὰς ἡνίας τῆς Ἐθνικῆς Κυβερνήσεως…».
Ὁ Καπποδίστριας ὑπήγαγε σὲ ἕνα φορέα, τὴν Γραμματεία (Ὑπουργεῖο), τὶς δύο Ὑπηρεσίες, τὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τὴν τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως θεωρῶν «… τὰς δύο ταύτας Ὑπηρεσίας ἀχωρίστους, ὡς μίαν ἐχούσας ἀρχήν, τὸν Πατέρα τῶν Φώτων, καὶ πρὸς ἕνα συντρεχούσας σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν διαμόρφωσιν, ἥτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τοῦ Ἔθνους ἐπανορθώσεως». Βλέπετε κάποια σχέση μὲ τὸ σημερινὸ Ὑπουργεῖο (τῆς ἄλλοτε Ἐθνικῆς) Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων;
Ἐγκύκλιος ὑπ᾿ ἀριθμ. 14, 8/10/1829 : Συνιστᾶ «τὴν ἀκριβῆ τήρησιν τῶν Ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας Κανόνων καὶ τῶν διατάξεων τῶν σχετικῶν πρὸς τὸν γάμον καὶ τὰ διαζύγια, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει καθυβρίζονται οἱ Θεῖοι καὶ ἱεροὶ νόμοι καὶ καπηλεύεται τὸ μέγα μυστήριον τοῦ γάμου».
«Ἂς λέγουν καὶ ἂς γράφουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἔλθῃ ὅμως κάποτε καιρός, ὅτε οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ὄχι σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπον ἢ ἔγραψαν περὶ τῶν πράξεών των, ἀλλὰ κατ᾿ αὐτὴν τὴν μαρτυρίαν τῶν πράξεών των. Ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς πίστεως, ὡς ἀξιώματος, δυναμούμενος ἔζησα μέσα εἰς τὸν κόσμον μέχρι τώρα, ὁπότε εὑρίσκομαι εἰς τὴν δύσιν τῆς ζωῆς μου, καὶ ὑπῆρξα πάντοτε εὐχαριστημένος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνει ὅ,τι γίνει».
Ὁ μέγας Καπποδίστρας, ὁ καὶ «ἅγιος τῆς πολιτικῆς» ἐπικληθείς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συντριπτικὴ πλειoνότητα τῶν μεταγενεστέρων του πολιτικάντηδων, τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς παρακμῆς, «μύριζε λιβάνι», κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο. Ἐκκλησιαζόταν τακτικότατα, ἐξωμολογεῖτο, μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσευχόταν, μελετοῦσε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, πάνω στὰ αἰωνίου κύρους καὶ ἀπολύτου ἀξίας βάθρα τοῦ ὁποίου ὁραματιζόταν νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐθνική μας Παιδεία, καὶ ὁ ἐν γένει πολυτάραχος βίος του ἑδραζόταν στὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως. Ὁποία, κολοσσιαία διαφορά, μὲ τοὺς ὑπολοίπους, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀλιβάνιστους, ἀλειτούργητους, ἀκοινώνητους, πατριδοκάπηλους καὶ θρησκειοκάπηλους, ἀγεύστους πνευματικότητας, ἐκκλησιομάχους καὶ ἀντιχρίστους πολιτικοὺς ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἐμπνεύσουν ὅραμα στὸν Ἑλληνικὸ λαό, διαφθείροντάς τον ποικιλοτρόπως, θωπεύοντας τὰ πάθη του!
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε πὼς τιμὴ Ἁγίου εἶναι ἡ μίμησις τοῦ Ἁγίου. Ἂν θέλουμε ὄντως νὰ τιμήσουμε τὸν «Ἅγιο τῆς πολιτικῆς», ἂς τὸν μιμηθοῦμε ὅλοι μας, κυρίως ὅμως οἱ πολιτικοί μας.
