
«Πιστεύουμε ὅτι σέ κάθε δεδομένη ἱστορική στιγμή ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία ζωντανοί μάρτυρες· ὅτι μέχρι τῆς συντελείας τῶν ἡμερῶν τοῦ κόσμου αὐτοῦ δέν θά ἐκλείψει ἀπό τήν ἀνθρωπότητα ἡ αὐθεντική Θεογνωσία»[1]. Ἡ πίστη αὐτή βιώθηκε μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στόν τόπο μας κατά τόν αἰώνα πού πέρασε μέ τήν παρουσία ἁγίων ἀνθρώπων, πού κατατάχθηκαν ἤδη στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ καί ἀναγνωρίζονται ὡς ἅγιοι στήν συνείδηση τῶν πιστῶν. Ἀνάμεσα στούς πρώτους ἰδιαίτερη θέση ἔχει ὁ ἅγιος ἤ ἀκριβέστερα ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος γεννήθηκε σέ ἕνα κεφαλοχώρι τοῦ ἀκριτικοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Καππαδοκίας, τά Φάρασα. Αὐτό βρίσκεται διακόσια περίπου χιλιόμετρα νοτίως τῆς Καισαρείας καί παρά τήν ἀπομόνωσή του στά βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας διατήρησε πιστά «τήν Ὀρθοδοξία, τήν ἑλληνική συνείδηση καί τήν γλώσσα»[2].
Δέν ἦταν ἄπατρις οὔτε διεθνιστής. Ἦταν πατριώτης καί ἔλεγε: «Ἡ πατρίδα εἶναι μιά μεγάλη οἰκογένεια». Ἀλλά ἔκανε τήν πατρίδα του ἐφαλτήριο γιά κάθε πατρίδα. Κυρίως βέβαια τήν ἔκανε ἐφαλτήριο γιά τήν οὐράνια πατρίδα, τήν παγκόσμια οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μπαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει τήν ἐπίγεια οἰκογένεια καί τήν ἐπίγεια πατρίδα του. Ἀγαποῦσε τό ἔθνος του καί καυτηρίαζε μέ προφητικό πνεῦμα τίς ἀνθελληνικές προπαγάνδες πού πλαστογραφοῦν τήν ἱστορία καί ἐγείρουν ἐδαφικές διεκδικήσεις σέ βάρος τῆς Ἑλλάδος. Ταυτόχρονα ὅμως ἀγκάλιαζε μέ τήν ἀγάπη του ὅλα τά ἔθνη, ὅλους τούς λαούς.
Γνώρισε τήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποήσεως, ἀλλά δέν παγκοσμιοποιήθηκε. Ἔζησε καί ἐξέφρασε μέ ἄλλον τρόπο τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου· μέ τόν τρόπο πού τήν ἔζησαν καί τήν ἐξέφρασαν μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας οἱ μεγάλοι Πατέρες καί Ἅγιοί της. Τήν ἔζησε ὡς παγκοσμιότητα, ἀγκαλιάζοντας μέ τήν ἀγάπη καί τήν προσευχή του ὁλόκληρο τόν κόσμο, ὅπως ὁ Κύριος στήν Γεθσημανή.
Ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα, συνέτριψε τό ἐγώ του, ἀσκήθηκε νά μεταφέρει τόν ἑαυτό του στήν θέση τοῦ ἄλλου, τοῦ κάθε ἄλλου, καί ἔγινε παγκόσμιος. Μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο, μέ τήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση, μέ «τό πνευματικό ξεχέρσωμα τῆς κοσμικῆς καρδιᾶς» ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό, μπορεῖ, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «ὁ ἕνας ἄνθρωπος νά χωρέση μέσα στήν καρδιά του ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλα τά ζῶα καί ὅλα τά φίδια ἀκόμη, μαζί καί ὅλη τήν ὄμορφη φύση τοῦ Θεοῦ»[3].
Χαρακτηριστικό γώρισμα τοῦ παγκόσμιου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγάπη, τό ἐνδιαφέρον καί ἡ προσευχή του γιά ὅλον τόν κόσμο. Καί αὐτό φανερώνεται μέ τήν παρουσία τῶν παγκοσμίων Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μεγάλοι ἅγιοι καί ἀσκητές τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως εἶναι ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὅσιος Σιλιουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τώρα μετὰ τὴν ἁγιοκατάταξή του, χαρακτηρίζονται στούς Βίους ἤ στούς Ὕμνους τους ὡς «πατέρες παγκόσμιοι»[4].
Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός προσλαμβάνει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα σήμερα. Στήν ψευδώνυμη ἑνοποίηση τοῦ κόσμου, πού ἐπιδιώχθηκε στό παρελθόν, ἀλλά καί προωθεῖται συστηματικά στήν ἐποχή μας μέ τήν λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, ἡ Ἐκκλησία ἀντιτάσσει διαχρονικά καί καλεῖται νά προβάλει σήμερα δυναμικά τήν παγκοσμιότητα. Ἡ παγκοσμιοποίηση ἐπιδιώκεται ἐκ τῶν ἔξω. Προωθεῖται μέ τόν ἐξαναγκασμό. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Δέν ἀσχολεῖται μέ τόν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων, ἐκτός ἄν βρίσκει ἐκεῖ σημεῖα συνδέσεως καί ὁμαδοποιήσεώς τους. Ἐπιχειρεῖ νά ἑνοποιήσει τούς ἀνθρώπους σέ σχέση μέ κάποιον κοινό ἐξωτερικό σκοπό ἤ μέ κάποιο ἀντικείμενο· τήν οἰκονομία, τήν ἀσφάλεια, τήν εὔκολη ἐπικοινωνία. Καί γιά νά ἐπιτύχει τόν σκοπό της, ἰσοπεδώνει τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀντιμετωπίζει ὡς ὁμογενοποιήσιμο ὑλικό, στὴν διάθεση τῶν συμφερόντων τῶν ἰσχυρῶν.
Μέ πρόσχημα τήν ἀσφάλεια περιορίζει τήν ἐλευθερία. Καί προχωρεῖ ἤδη στόν περιορισμό τῆς ἐλευθερίας ὥς τόν πλήρη ἀφανισμό της. Ἀρκεῖ νά ἀδρανήσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, καί ἰδιαίτερα ὁ σημερινός Ἕλληνας, ἤ νά παρασυρθεῖ ἀπό τό δόλωμα τῆς δῆθεν ἀσφαλείας του, γιά νά χάσει καί τίς λίγες ἐλευθερίες πού τοῦ ἀπομένουν. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἐλευθερία του χάνει καί τήν ἀσφάλειά του.
Διαμετρικῶς ἀντίθετη πρός τήν παγκοσμιοποίηση εἶναι ἡ παγκοσμιότητα. Αὐτή δέν ἐπιδιώκεται ἐκ τῶν ἔξω ἀκτιβιστικά καί πιεστικά, ἀλλά καλλιεργεῖται στόν ἔσω ἄνθρωπο αὐτεξούσια καί ἡσυχαστικά. Θεμελιώνεται στό ἀθρώπινο πρόσωπο καί εὐρύνει τήν ἀτομικότητα σέ προσωπικότητα. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν ἐξαναγκασμό τῆς ἐξωτερικῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἀλλά οἰκοδομεῖται μέ τήν ἐλευθερία τῆς ψυχικῆς συναδελφώσεως. Ἡ παγκοσμιοποίηση ὁδηγεῖ στήν μαζοποίηση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν χειραγώγησή τους ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς. Ἡ παγκοσμιότητα βλέπει τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς ὁρίζοντα φανερώσεως ὁλόκληρου τοῦ εἶναι· τόν διανοίγει σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, τὸν τιμᾶ ὡς μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο καί τόν ὑψώνει στήν θεανθρώπινη κοινωνία.
Ἡ παγκοσμιότητα δέν οἰκοδομεῖται μέ παγκοσμιοποιημένα ἄτομα ἀλλά μέ παγκόσμια πρόσωπα. Ἐπιπλέον αὐτή δέν περιορίζεται στήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά ἐνστερνίζεται ὁλόκληρη τήν κτιστότητα. Οἱ παγκόσμιοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν καί αὐτό τό γνώρισμα. Ἀγκάλιαζαν μέ τήν ἀγάπη τους ὄχι μόνο ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐχθρούς καί φίλους, ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν κτίση. Δέν ἀντιμετώπιζαν τήν δημιουργία ὡς «κτήση», δηλαδή ὡς ἰδιοκτησία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὡς κτίση, δηλαδή ὡς ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, τόν ὁποῖο εὐλαβοῦνταν καί μελετοῦσε ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἔλεγε: «Καρδία ἐλεήμων» εἶναι «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ παντός κτίσματος»[5]. Τέτοια καρδιά εἶχε καί ὁ ὅσιος Παΐσιος. Καρδιά παγκόσμια, «εὐχέτης τοῦ σύμπαντος κόσμου· προσευχόταν γιά ὅλους, ὅπως γιά τόν ἑαυτό του»[6].
Σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του παρατηρεῖ: «Οἱ Μοναχοί δέν προσεύχονται μόνο γιά τούς ζωντανούς καί γιά τούς πεθαμένους, ἀλλά ἀκόμη καί γιά τούς πιό δυστυχισμένους ἀπ’ ὅλους, τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι, δυστυχῶς, ἐνῶ ἔχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, ὅλο πᾶνε στό χειρότερο καί ἐξελίσσονται στήν κακία τους»[7]. Ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος του, ἡ μεγάλη ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο «πλημμύριζε τήν καρδιά του καί τό ξεχείλισμά της ἀγκάλιαζε καί τήν ἄλογη κτίση»[8]. Ὅταν ρωτήθηκε, τί λέει ἡ καρδιά του, εἶπε: «Αὐτὸ ποὺ λέει ἡ καρδιά μου εἶναι, νὰ πάρω τὸ μαχαίρι, νὰ τὴν κόψω κομματάκια, νὰ τὴν μοιράσω στὸν κόσμο, καὶ ὕστερα νὰ πεθάνω».
Τό μυστικό τῆς ἀγάπης τοῦ Γέροντα πρός τόν ἄλλον, ἤ ἀκριβέστερα πρός τό κάθε ἄλλο, ἦταν ἡ κένωσή του σέ αὐτό. Λησμονοῦσε ἐντελῶς τόν ἑαυτό του καί γινόταν ὁ ἄλλος ἤ τό ἄλλο. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στήν θέση τοῦ ἄλλου, μετά ὅλους μπορεῖ νά τούς ἀγαπήση…Τά πάντα τά χωράει μέσα του καί βγαίνει ὁ ἑαυτός του ἀπό τήν ἀγάπη του»[9].
Οἱ προσευχές πού ἔκανε γιά κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο προχωροῦσαν ἐπαγωγικά, γιά νά περιλάβουν ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σημειώνει ὁ βιογράφος του: «Ὅταν ἔκανε προσευχή γιά ἰδιαίτερες περιπτώσεις, π.χ. γιά κάποιον νέο πού εἶχε ξεφύγει ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πρόσθετε· μνήσθητι, Κύριε, καί βοήθησε καί ὅλους τούς νέους. Ἤ πάλι, ὅταν προσευχόταν γιά κάποιον λ.χ. ἄρρωστο Νικόλαο, συμπλήρωνε· μνήσθητι, Κύριε, καί ὅλους τούς Νικολάους»[10].
Ἔβλεπε τὶς προσευχές του γιὰ τόν κόσμο ὄχι μόνο ὡς ἀδελφικὴ ὑποχρέωση, ἀλλὰ καὶ ὡς προσωπικὴ ὀφειλή. Γιά τήν κακή κατάσταση τῶν ἄλλων ἔλεγχε τόν ἑαυτό του, γιατί δέν εἶχε τήν ἁγιότητα νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό τήν θεραπεία τους. Προσευχόταν καί συνιστοῦσε νά προσεύχονται ὡς ἑξῆς: «Ἀν ἤμουν σέ καλή πνευματική κατάσταση θά μέ ἄκουγες καί δέν θά ὑπέφερε ὁ κόσμος. Τό ξέρω, εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός· ὅμως δέν εἶναι ἀδικία νά ὑποφέρη ὁ κόσμος ἐξαιτίας μου; Βοήθησέ τους»[11]. Παραταῦτα ἀμέτρητες εἶναι οἱ θαυματουργικές εὐεργεσίες τῶν προσευχῶν του γιά τόν κόσμο.
Τόσο ἦταν τό ἐνδιαφέρον καί ὁ πόνος του γιά τόν κόσμο, ὥστε ἔβλεπε τήν προσευχή γιά τόν ἑαυτό του ὡς προετοιμασία τῆς προσευχῆς γιά τόν κόσμο. Τήν προσευχή γιά τόν ἑαυτό μας, ἔλεγε, «δέν τήν κάνουμε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητη σάν προετοιμασία, γιά νά σταθοῦμε μπροστά στόν Θεό μέ εὐπρεπές ἔνδυμα…Ὅταν ὅμως φουντώση ὁ θεῖος ἔρωτας, τότε ξεχνᾶ κανείς τόν ἑαυτό του καί εὔχεται γιά τούς ἄλλους», γιά τούς ζωντανούς καί τούς κεκοιμημένους, γιά ὅλον τόν κόσμο[12].
Ὁ ἀνθρώπινος πόθος γιά μία παγκόσμια κοινωνία, πού διευκόλυνε στήν ἐποχή μας τήν προώθηση τῆς παγκοσμιοποιήσεως, βρῆκε στό πρόσωπό του μία αὐθεντική ἐκπλήρωση. Ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί μάρτυρας τῆς παρουσίας του στήν γενεά του, ἔδωσε τό αὐθεντικό ἀντίδοτο στήν ἀπατηλή παγκοσμιοποίηση. Στίς προσευχές του παρακαλοῦσε τόν Θεό γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Στίς συνομιλίες του μέ τούς ἀνθρώπους φρόντιζε νά τούς φανερώσει τίς πραγματικές ἀνάγκες τους, πού ἦταν ἕτοιμος νά ἱκανοποιήσει ὁ Θεός.
Ὁ ὀλιγογράμματος αὐτός ὅσιος εἶχε τό χάρισμα τῆς θεολογίας, πού ἐρχόταν ὡς καρπός τῆς θεοπτίας. Μετέφερε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού γεννιόταν στήν καρδιά του μετά ἀπό προσευχή, μέ ἁπλό, σαφή καί αὐθεντικό τρόπο. Ἦταν ἐμπειρικός θεολόγος. Ὅταν πάλι δέν εἶχε λόγο καί πληροφορία γιά κάτι πού τόν ρωτοῦσαν, δέν ἀπάντοῦσε, ἀλλά ἔλεγε. «Νά κάνουμε προσευχή», καί ὕστερα ἀπό μέρες ἔδινε τήν ἀπάντηση[13].
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἦταν κατεξοχήν πρακτικός ἄνθρωπος. Ὅ,τι ἔπιανε στά χέρια του, τό ἔκανε μέ μεράκι. Στίς σχέσεις του μέ ὅλους ἦταν ἁπλός, αὐθόρμητος, προσηνής, ἀνεπιτήδευτος. «Ἦταν μέσα σέ ὅλα, χωρίς νά ἀσχολῆται μέ ὅλα. Γνώριζε τά τοῦ κόσμου, διαμένοντας στήν ἔρημο. Ἦταν πνευματικά μαζί μέ ὅλους, ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο καί ἀπεῖχε ἀπό ὅλους»[14]. Σύνθεση ἀντιθέσεων παρουσίαζε καί στήν συμπεριφορά του. Ἦταν λεπτός καί ἐπιεικής πρός τούς ἄλλους, ἀλλά σκληρός καί αὐστηρός πρός τόν ἑαυτό του. Ἀναλάμβανε μέ προθυμία βάρη δυσβάστακτα, ἀλλά προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά ἐλαφρύνει τούς ἄλλους.
Εἶχε ἔνθερμο θεϊκό ζῆλο, καί εὐχόταν νά ἀναδεικνύονται στήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία ἄνθρωποι μέ τέτοιον ζῆλο. Συχνά ἀνέφερε τό παράδειγμα τῶν Μακκαβαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού διακρίθηκαν γιά τούς θρησκευτικούς καί τούς ἐθνικούς ἀγῶνες τους, καί ἔλεγε: «Νά κάνουμε προσευχή νά φωτίση ὁ Θεός νά βγοῦν ἄλλοι, νέοι ἄνθρωποι, ἁγνοί, νά βγοῦν Μακκαβαῖοι, γιατί οἱ τωρινοί καταστρέφουν τόν κόσμο»[15]. Παράλληλα δέν παρέλειπε νά ἐπισημαίνει ὅτι ἡ βάση γιά τήν ἀλλαγή εἶναι μία:«Νά μετανοήση ὁ κόσμος»[16]. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν ἐλεύθερος ἀπό ἄγονες τυπικότητες καί ζηλωτικές παρωπίδες πού δημιουργοῦνται ἀπό παρεξηγημένη εὐσέβεια. Ἀπέφευγε μάλιστα νά χρησιμοποιεῖ καί τόν ὅρο εὐσέβεια καί μιλοῦσε πάντοτε γιά εὐλάβεια. Τέλος, ὅταν ἔβλεπε καί τήν εὐλάβεια κάπου προβληματική, ἔλεγε μέ τό λεπτό του χιοῦμορ ὅτι πρόκειται γιά βλάβη καί ὄχι γιά εὐλάβεια.
Ἡ μορφή τοῦ ὁσίου Παϊσίου προσέλκυσε πολλούς στόν μοναχισμό καί πολύ περισσότερους ἀσφαλῶς στήν χριστιανική πίστη καί εὐλάβεια. Ἀπέφευγε κάθε πειθαναγκασμό ἰδίως γιά τήν εἴσοδο στόν μοναχισμό. Σεβόταν ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία καί στήριζε τόν ἐλεύθερο αὐτοπροσδιορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλεγε: «Ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά βρῆ καί νά ἁγιάση τήν κλίση του. Ὁ προκομμένος ἄνθρωπος, ὅπου καί ἄν βρεθῆ, εἴτε στόν γάμο, εἴτε στόν μοναχισμό, θά εἶναι ἐπιτυχημένος»[17].
Πολλά εἶναι τά θαυμαστά γεγονότα ἀπό τήν ζωή καί τά ἔργα τοῦ ὁσίου Παϊσίου πού μᾶς ἔγιναν ἤδη γνωστά, ἀλλά ὑπάρχουν ἀσφαλῶς καί πολλά ἄλλα – μᾶλλον πιό θαυμαστά – πού παρέμειναν ἤ καί θά παραμείνουν γιά πάντα ἄγνωστα. Ὅλα ὅμως τά γεγονότα αὐτά πού γνωρίζουμε, ἤ καί θά γνωρίσουμε ἀκόμα, ἔχουν ἐνδεικτική μόνο σημασία· δέν συνιστοῦν τήν παρουσία του, ἀλλά «σημεῖα» τῆς παρουσίας του.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔκανε, ἀλλά καί ἐξακολουθεῖ μετά τήν κοίμησή του νά κάνει πολλά θαύματα. Δέν ἦταν ὅμως θαυματοποιός. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀληθινός Χριστιανός. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας· ἄνθρωπος πού πρόσφερε κυριολεκτικά ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του καί ὁλόκληρη τήν ζωή του στόν Θεό καί στήν εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο. Ἦταν ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἀσκητής τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ.
Ἡ παρουσία του ἦταν παρουσία ἀγάπης· ἀληθινῆς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης χωρίς ὅρια. Τά ὅριά της ἦταν ἡ ἀπεραντοσύνη. Ζοῦσε στούς ἄλλους, χωρίς ποτέ νά παύει νά εἶναι ὁ ἑαυτός του. Ὁ πραγματικός ἑαυτός του ἦταν ὁ πλησίον· ὁ κάθε πλησίον. Ἔβγαινε κυριολεκτικά ἀπό τήν ἀτομικότητά του, γιά νά προσφερθεῖ στούς ἄλλους. Καί προσφερόμενος στούς ἄλλους, ἕνωνε ὅλους μέσα του: στήν ἀγάπη του, στήν φροντίδα του, στήν ἀγωνία του, καί προπαντός στἠν προσευχή του.
Ὅταν ἄκουε τόν πόνο σου ἤ τό δύσκολο πρόβλημά σου, ἀναστέναζε βαθιά. Ἔκανε τόν πόνο ἤ τό πρόβλημά σου δικό του πόνο καί δικό του πρόβλημα. Σέ ἔβαζε στήν προσευχή του καί δέν σέ ξεχνοῦσε. Σέ στήριζε, δημιουργοῦσε προοπτικές, ἔδινε ἀπαντήσεις καί συμβουλές, πού ἴσως ἀμέσως δέν τίς καταλάβαινες, ἀλλά ἀργότερα ἀντιλαμβανόσουν τό νόημά τους. Θυμόταν τά ὀνόματα ὅλων καί τά προβλήματά τους. Ἐκεῖνος ξεχνοῦσε τά βάσανά του. Εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τούς πόνους καί τίς ἀρρώστιες του. Ποτέ δέν ζητοῦσε τήν ἀπαλλαγή του ἀπό αὐτές.
Καυτηρίαζε ἰδαίτερα τὴν ἀδικία, ἀλλὰ καὶ τὴν διεκδίκηση δικαωμάτων ἀπὸ πνευματικοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε, «ὅσο πιὸ κοσμικὸς εἶναι, τόσο περισσότερο δικαίωμα ἔχει· ὅσο πιὸ πνευματικὸς εἶναι, τόσο λιγώτερο δικαίωμα ἔχει…Ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ζητοῦν μιὰ νομικὴ δικαιοσύνη καὶ λένε ὅτι πιστεύουν στὸν Θεό! “Τὸ δίκιο σου, τὸ δίκιο μου”»[18]. Ἡ διάνοιξη πρὸς τὴν παγκοσμιότητα γίνεται μὲ τὴν θυσία γιὰ τὸν ἄλλον. Ὅσο περισσότερο ὡριμάζει πνευματικὰ ὁ ἄνθρωπος, τόσο λιγότερα δικαιώματα διεκδικεῖ. Ἔτσι ἐφαρμόζεται ἡ θεία δικαιοσύνη. Ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ὅσο τέλεια καὶ ἄν ἐφαρμόζεται, δὲν μπορεῖ νὰ ἑνώσει τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν μπορεῖ καὶ δὲν ἀνήκει στὴν φύση της νὰ ἀναιρέσει τὸ « ἐμὸν» καὶ «τὸ σόν», τὸν ψυχρὸ αὐτὸ λόγο, ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων[19].
Ζοῦμε σέ ἐποχή, κατά τήν ὁποία ὅλα ἰσοπεδώνονται, καί πρίν ἀπό ὅλα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ παγκοσμιοποίηση τείνει νά μᾶς κάνει σκέτους ἀριθμούς, ἤ ἀκριβέστερα νούμερα. Στήν θέση τοῦ ἰσοπεδωμένου ἀνθρώπου, πού ἀσφυκτιᾶ φυλακισμένος στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ὁ ὅσιος Παΐσιος πρόβαλε τόν αὐθεντικό ἄνθρωπο, τόν παγκόσμιο, πού «συγχωρεῖ» μέσα του ὁλόκληρο τόν κόσμο, ὁλόκληρο τό θεανθρώπινο εἶναι. Μᾶς ἔδειξε μέ τήν παρουσία του, πῶς μᾶς θέλησε ἐξαρχῆς ὁ Θεός καί πῶς θέλει πάντοτε νά γίνουμε.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀναγνωριζόταν ἀπὸ χρόνια ὡς ἅγιος ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀμέτρητοι προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο ἐπισκέπτονταν μὲ εὐλάβεια τὸν τάφο του στὸ Ἱερὸ ἡσυχαστήριο «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» στὴν Σουρωτή τῆς Θεσσαλονίκης. Στὸ μνημόσυνό του, στὶς 12 Ἰουλίου 2014, περισσότεροι ἀπὸ πενήντα χιλιάδες προσκυνητές, καὶ ἄλλοι τόσοι καί περισσότεροι κατὰ τὶς ἑπόμενες δύο ἡμέρες, προσῆλθαν καὶ προσκύνησαν τὸ μνῆμα αὐτοῦ ποὺ εὐχόταν καὶ ἐξακολουθεῖ ἀσφαλῶς νὰ εὔχεται ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ ἁγιοκατάταξή του, ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς 13 Ἰανουαρίου τοῦ 2015, ἐπισφράγισε τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
[1]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 52010, σ. 143.
[2]. Ἐκτενή βιογραφία τοῦ Γέροντα βλ. Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004. Πρβλ. ἐπίσης, Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικὰ Θεσσαλονίκης 2015.
[3]. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἐπιστολές, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 6 2002, σ. 178.
[4]. Βλ. τά Κοντάκια τῶν ἑορτῶν τους.
[5]. Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος 81, ἔκδ. Ἰ. Σπετσιέρη, σ. 306.
[6]. Βλ. Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σ. 556.
[7]. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἐπιστολές, σ. 80.
[8]. Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σ. 145.
[9]. Ὅ.π., σ. 550. Πρβλ. Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Α΄. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 184.
[10]. Ὅ.π., σ. 557.
[11]. Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Ϛ΄.Περί προσευχῆς, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2012, σ. 128.
[12]. Ὅ.π.
[13]. Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σ. 567.
[14]. Ὅ.π., σ. 710-711.
[15]. Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Α΄ὅ.π., σ.31-32.
[16].Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Β΄. Πνευματική ἀφύπνιση., Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σ.355.
[17]. Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου., σ. 714.
[18]. Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Γ΄.Πνευματικὸς Ἀγώνας, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2001, σ. 103-7.
[19]. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις 7,2, PG 60,65.