«Ἕξι χρόνια μέ φωνάζεις»

«Πί­σω ἀ­πό κά­θε πει­ρα­σμό καί δο­κι­μα­σί­α, ὅ­σο ὀ­δυ­νη­ρά κι ἄν εἶ­ναι καί τά δύ­ο, κρύ­βε­ται καί ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ Ἀ­γά­πη καί ἡ εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ τοῦ Πα­νεύ­σπλαγ­χνου καί Στορ­γι­κοῦ.

»Προ­σευ­χό­μουν ἕ­ξι ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια νά μοῦ δώ­ση ὁ Θε­ός τήν εὐ­λο­γί­α νά γνω­ρί­σω τόν π. Πα­ΐ­σιο, πού τό­σα ἄ­κου­γα γι᾿ αὐ­τόν.

»Ἡ γνω­ρι­μί­α ἦρ­θε μα­ζί μέ ἔν­το­νο πει­ρα­σμό. Βρά­δυ, ὕ­πνος ἥ­συ­χος καί ἤ­ρε­μος. Ξαφ­νι­κά, βλέ­πω στό δω­μά­τιό μου ἕ­να ἀν­θρω­πό­μορ­φο τέ­ρας. Τό χρῶ­μα του ὁ­λο­κόκ­κι­νο σάν νά συγ­κέν­τρω­νε τό μί­σος ὅ­λου τοῦ κό­σμου καί  πε­τοῦ­σε ἀ­φρούς ἀ­πό τό στό­μα του. Δί­πλα μου δύ­ο γνω­στά πρό­σω­πα. Τό ἕ­να κοι­τοῦ­σε τό τέ­ρας καί γε­λοῦ­σε. Τό ἄλ­λο γο­νά­τι­σε δί­πλα μου καί φώ­να­ζε, “σέ πα­ρα­κα­λῶ, σῶ­σε με”. Τό ἀν­θρω­πό­μορ­φο τέ­ρας μί­λη­σε, “τά ἄ­το­μα αὐ­τά εἶ­ναι δι­κά μου καί πᾶς νά μοῦ τά πά­ρης; θά σοῦ ρη­μά­ξω τήν καρ­διά, για­τί ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α”.

»Ἐ­γώ τἄ­χα­σα καί ἀ­να­ρω­τή­θη­κα: “Ποι­ός τοὔ­δω­σε τήν ἐ­ξου­σί­α; Ἔ­κα­να κά­τι χω­ρίς νά τό ξέ­ρω;”. Τό­τε φώ­να­ξα, “Γέ­ρον­τα, βο­ή­θεια”. Ἀ­μέ­σως εἶ­δα στήν πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου ἕ­ναν μο­να­χό. Μοῦ ἦ­ταν ἄ­γνω­στος, πρώ­τη φο­ρά τόν ἔ­βλε­πα. Τό θη­ρί­ο πού ἄ­φρι­ζε μό­λις τόν εἶ­δε ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Κά­πο­τε ξη­μέ­ρω­σε. Κα­τέ­φυ­γα μέ μιᾶς ἡ­μέ­ρας ἄ­δεια στόν π. Βησ­σα­ρί­ω­να. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε, “νά βροῦ­με τόν π. Πα­ΐ­σιο”. Ἔ­φυ­γα ἥ­συ­χη.

»Περ­νοῦ­σαν οἱ ἡ­μέ­ρες καί δι­α­πί­στω­να ὅ­τι ἡ φω­νή μου χα­νό­ταν. Τό κα­τα­λά­βαι­να καί ἀ­πό τά παι­διά πού μοῦ ἔ­λε­γαν, “φώ­να­ξε κυ­ρί­α πι­ό πο­λύ”.

»Ὁ εἰ­δι­κός για­τρός ἔ­λυ­σε τό πρό­βλη­μα. Ὀγ­κί­δια στίς φω­νη­τι­κές χορ­δές. Καμ­μί­α σκέ­ψη πλέ­ον γιά ἐρ­γα­σί­α, για­τί ἡ φω­νή χά­νε­ται. Πῶς; ὄ­χι πλέ­ον ἐρ­γα­σί­α; τό­σο ἁ­πλό εἶ­ναι; μέ 14 χρό­νια ὑ­πη­ρε­σί­ας, πῶς θά ζή­ση κα­νείς; Ἐ­κεῖ ἦρ­θε ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θε­οῦ. Ἡ κυ­ρί­α πού μοῦ σύ­στη­σε τόν για­τρό, μοῦ μί­λη­σε στό τη­λέ­φω­νο γιά νά μά­θη τήν δι­ά­γνω­ση. Ἡ ἀ­πάν­τη­σή μου ἦ­ταν:

― Μπο­ρεῖ­τε νά μοῦ πῆ­τε ποῦ καί πῶς νά ἠ­ρε­μή­σω;

― Ὁ π. Πα­ΐ­σιος μό­νο θά σέ ἠ­ρε­μή­ση.

Ἐ­γώ γέ­λα­σα μέ τά λό­για της.

― Ὥ­στε εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά πά­ω στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος! αὐ­τό δέν μοῦ λέ­τε;

― Ὁ π. Πα­ΐ­σιος εἶ­ναι στή Σου­ρω­τή, πά­ρε τη­λέ­φω­νο.

»Πῆ­ρα καί μοῦ εἶ­παν “δέν δέ­χε­ται κα­νέ­ναν”. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή, πα­ρα­κα­λών­τας εἶ­πα στήν ἀ­δελ­φή, “δῶ­στε του τό ὄ­νο­μά μου κι ἄς δώ­ση ἐ­κεῖ­νος τήν ἀ­πάν­τη­ση”. Συμ­φώ­νη­σε καί σέ λί­γο μοῦ φέρ­νει τήν ἀ­πάν­τη­ση: –Ἦ­ταν Δευ­τέ­ρα– “τήν Πέμ­πτη τό πρωΐ, μπο­ρεῖ­τε στίς 8 ἡ ὥ­ρα νά εἶ­στε ἐ­δῶ;”. “Ἄν μπο­ρῶ! Ναί”. Μπό­ρε­σα καί εἶ­πα, “ἔρ­χο­μαι”.

»Συ­ναν­τη­θή­κα­με τήν ὥ­ρα πού ὅ­ρι­σε. “Κα­λῶς τήν Δή­μη­τρα”. Ἄλ­λος αἰφ­νι­δια­σμός.

― Γέ­ρον­τα, ἐ­γώ σᾶς ξέ­ρω ἀλ­λά δέν συ­ναν­τη­θή­κα­με.

― Τό ξέ­ρω. Σέ ξέ­ρω. Ἕξι χρό­νια, εὐ­λο­γη­μέ­νη, φω­νά­ζεις.

― Ναί, προ­σεύ­χο­μαι νά σᾶς βρῶ.

»Ἡ συ­ζή­τη­σή μας, τό θέ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Αὐ­τό μοῦ ἔ­λει­πε. Ἡ ἀ­λη­θι­νή καί ἀ­πό­λυ­τη πί­στη. “Ὁ Χρι­στός, παι­δί μου, εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α”. Τό πρό­βλη­μα τῆς φω­νῆς ξέ­χα­σα νά τό πῶ.

»Ἐ­δῶ ἡ ἁ­γι­ό­της εἶ­χε ἄλ­λη μορ­φή. Ὅ­ταν βρι­σκό­ταν κα­νείς μπρο­στά στόν Γέ­ρον­τα, δέν ὑ­πῆρ­χαν προ­βλή­μα­τα καί πει­ρα­σμοί. Ἔ­λε­γε, κα­νείς νά μή φύ­γη, νά μήν τε­λει­ώ­ση ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Τό ἤ­ξε­ρε ὅ­μως ὁ Γέ­ρον­τας καί τό θε­ρά­πευ­σε χω­ρίς νά τό κα­τα­λά­βω.

»Ὑ­πῆρ­χε ἐκ μέ­ρους τοῦ πο­νη­ροῦ ἡ ἀ­πει­λή γιά τήν καρ­διά. Δέν τήν εἶ­χα ξε­χά­σει. Ἀλ­λά οὔ­τε κι ὁ πο­νη­ρός. Σι­γά–σι­γά εἶ­χαν ἔρ­θει κά­ποι­ες ἐ­νο­χλή­σεις πού στό περ­πά­τη­μα γί­νον­ταν ἐ­νο­χλη­τι­κές. Οἱ ἐ­πι­σκέ­ψεις σέ εἰ­δι­κό για­τρό–καρ­δι­ο­λό­γο δέν δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν ἀ­νη­συ­χί­ες, “εἶ­ναι κά­ποι­οι πού σέ στρε­σά­ρουν, ἀ­πό­φευ­γέ τους”.

»Σέ δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες ἡ κα­τά­στα­ση ἔ­γι­νε ὀ­δυ­νη­ρή, ἡ ἀ­να­πνο­ή κο­βό­ταν. Ἡ δι­ά­γνω­ση ὅ­ταν βρέ­θη­κα σέ στρα­τι­ω­τι­κό καρ­δι­ο­λό­γο ἦ­ταν κο­φτε­ρή. Ἔμ­φραγ­μα, ἄν καί τό­σο νέ­α.

»Βρέ­θη­κα σέ λί­γο στήν ἐν­τα­τι­κή τῆς καρ­δι­ο­λο­γι­κῆς. Οἱ σφυγ­μοί 180. Ξη­μέ­ρω­νε τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Ἕ­να γνω­στό μου πρό­σω­πο στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, μοῦ λέ­ει, “βγῆ­κε ὁ π. Πα­ΐ­σιος ἀ­πό τό Ὄ­ρος καί πη­γαί­νω νά τόν συ­ναν­τή­σω. Τί νά τοῦ πῶ;”. “Ὅ,τι ξέ­ρεις”. Ὅ­μως ὁ Γέ­ρον­τας τό ἤ­ξε­ρε πρίν τοῦ τό με­τα­φέ­ρουν. Στήν γι­ορ­τή μου, πα­ρα­κά­λε­σα μιά φί­λη νά φέ­ρη γλυ­κό γιά τό προ­σω­πι­κό τῆς ἐν­τα­τι­κῆς. Ὁ για­τρός–ἐ­πι­με­λη­τής, εἶ­πε: “Δέν βλέ­πει ὅ­τι ἀ­πό λε­πτό σέ λε­πτό φεύ­γει, τούρ­τα τήν μά­ρα­νε!”. Αὐ­τό πε­ρί­με­ναν οἱ για­τροί. Γιά τήν γι­ορ­τή μου εἶ­χα ζη­τή­ση νά κοι­νω­νή­σω. Τό βρά­δυ, ξαφ­νι­κά ἔ­χα­σα τήν ἐ­πα­φή μέ τό πε­ρι­βάλ­λον. Μέ τύ­λι­ξε σκο­τά­δι καί ἔν­το­νο κρύ­ο. Δέν ἔ­νοι­ω­θα τί­πο­τε ἄλ­λο. Σ᾿ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση φώ­να­ξα, “Γέ­ρον­τα, βο­ή­θεια”. Καί ὁ Γέ­ρον­τας βρέ­θη­κε κον­τά μου μέ ἕ­ναν Ἱε­ρέ­α!

― Τί θέ­λεις;

― Σκο­τά­δι μέ τύ­λι­ξε καί κρυ­ώ­νω.

Μέ σκέ­πα­σε μέ τό ρά­σο τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως. Κρυ­ώ­νω… Μοῦ ἔρ­ρι­ξε καί τό πε­τρα­χή­λι τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως.

― Τώ­ρα;

― Δέν κρυ­ώ­νω. Ἀλ­λά πο­λύ τό σκο­τά­δι.

― Μή φο­βᾶ­σαι. Ὁ ἥ­λιος θά δι­α­λύ­ση καί τό σκο­τά­δι.

Ξη­μέ­ρω­σε. Ἦλ­θε ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α μέ τόν ἱ­ε­ρέ­α. Ἅ­γιος Δη­μή­τριος – γι­ορ­τή καί ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α τούς 180 σφυγ­μούς τούς ἔ­κα­νε 70».

Δή­μη­τρα Χρι­στο­δού­λου, Ἀ­λε­ξαν­δρού­πο­λη

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου