ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, Ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος / Ἡρακλῆ Νικολάου, Ὑποστράτηγου ἐ.ἀ.
Εἰσαγωγικά
Ἑκατὸν ὀγδόντα τρία χρόνια συμπληρώθηκαν ἀπὸ τὴν ἄνανδρη δολοφονία τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, τοῦ κόμη Ἰωάννη Καποδίστρια, τοῦ εἰρηνικοῦ ἐπαναστάτη ποὺ μὲ ὅπλα του τὴ βαθειά του πίστη στὸ Θεό, τὴν ὀξυδέρκεια, τὴν ἐπιμονή, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀποφασιστικότητα καὶ τὴν ἰσχυρή του θέληση κατάφερε νὰ δημιουργήσει τὸ πρῶτο ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος καὶ νὰ ἀνορθώσει τὸ γένος, ποὺ βρισκόταν σὲ κατάσταση ἀποσύνθεσης μετὰ ἀπὸ τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς.
Τὰ πρῶτα χρόνια
Γεννήθηκε στὶς 31 Ἰανουαρίου 1776 στὴν Κέρκυρα καί, παρόλο ποὺ μεγάλωσε σὲ πλούσιο καὶ ἀριστοκρατικὸ περιβάλλον καὶ ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ κόμη, παρέμεινε σεμνός, ταπεινὸς καὶ ἁπλὸς σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία, μόλις εἰκοσιενὸς ἐτῶν, ἀφοῦ ἀπέκτησε διδακτορικὰ διπλώματα νομικῆς, φιλοσοφίας καὶ ἰατρικῆς προσέφερε ἀφιλοκερδῶς τὶς ἰατρικές του ὑπηρεσίες στοὺς συμπολῖτες του στὴν Κέρκυρα, ποὺ τὸν λάτρεψαν καὶ τὸν ἀγάπησαν, γιατί μὲ τὴ συμπεριφορά του κατάφερε νὰ γεφυρώσει τὶς ἀνθρώπινες καὶ κοινωνικὲς διακρίσεις μεταξὺ πλούσιων καὶ φτωχῶν ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε στὴν πατρίδα του.
Τὸ 1800 ἀναγνωρίστηκε «ἡ ἀνεξαρτησία τῆς ἑπτανησιακῆς δημοκρατίας», ποὺ ἦταν ὑπὸ τὴν προστασία τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Τουρκίας καὶ ἀποτέλεσε τὸ πρῶτο βραχύβιο ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ συγκροτήθηκε μετὰ τὸ 1453. Ἐπικεφαλῆς τῆς κυβέρνησης τοῦ Ἰονίου κράτους ἀνέλαβε ὁ Ἀντώνιος – Μαρία Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος διέβλεψε τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφυΐα καὶ τὶς ποικίλες ἱκανότητες τοῦ γιοῦ του Ἰωάννη καὶ τοῦ παραχώρησε τὴ θέση τὸ 1803.
Ὁ νεαρὸς κόμης διοίκησε τὰ Ἑπτάνησα μὲ εὐφυῆ τρόπο δίνοντας βάση στὴ μόρφωση τῶν νέων καὶ τοῦ κλήρου. Ἵδρυσε σαράντα σχολεῖα σὲ ὅλα τὰ Ἰόνια νησιά, τὴν Ἰόνια Ἀκαδημία στὴν Κέρκυρα (τὸ πρῶτο οὐσιαστικὰ Πανεπιστήμιο στὴν Ἑλλάδα) καὶ κατοχύρωσε συνταγματικά, μὲ τὸ Σύνταγμα ποὺ ψηφίστηκε στὶς 5 Δεκεμβρίου 1803, τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους.
Ἀναχώρηση γιὰ τὴ Ρωσία- Ἡ διπλωματική του ἱκανότητα
Μὲ τὴν παραχώρηση τῶν Ἑπτανήσων τὸ 1807 ἀπὸ τοὺς Ρώσους στοὺς Γάλλους, ὁ Κυβερνήτης ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴν πολιτική, εὐτυχῶς ὄχι γιὰ πολύ, καθόσον οἱ διοικητικές του ἱκανότητες καὶ οἱ ριζοσπαστικές του ἰδέες κατὰ τὴ σύντομη διοίκηση τῆς Ἰονίου πολιτείας προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ τοῦ πληρεξουσίου τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσίας στὰ Ἑπτάνησα, ποὺ τὸν προσκάλεσε ἐπισήμως νὰ ἐνταχθεῖ στὴ ρωσικὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία.
Ὁ κόμης ἀποδέχτηκε τὴν πρόσκληση, γιατί πίστευε ὅτι ἡ ὁμόδοξη Ρωσία θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀπελευθέρωση τῆς σκλαβωμένης του πατρίδας, ποὺ ἦταν ἄλλωστε καὶ τὸ μεγάλο του ὄνειρο καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του καὶ τὸ 1809 ἀνέλαβε ὑπηρεσία, ἀρχικὰ ὡς διπλωμάτης, στὸ ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας.
Ὁ λαὸς τῆς Ἑπτανήσου ἔχασε τὸν λαοφίλητο γιατρό του, κέρδισε ὅμως ἕναν κυβερνήτη σπάνιο, ἀποφασιστικό, ἠθικὰ ἄμεμπτο, μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ γνώση τῶν ἀναγκῶν του.
Οἱ ρηξικέλευθες προτάσεις του καὶ οἱ ἐπιδέξιοι διπλωματικοὶ χειρισμοὶ του ἐντυπωσίασαν τοὺς Εὐρωπαίους διπλωμάτες, ἀκόμα καὶ τὸ σκληρὸ καγκελάριο τῆς Αὐστρίας Μέττερνιχ, ποὺ τότε μεσουρανοῦσε στὴν Εὐρώπη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φτάσει στὸ ἀνώτατο διπλωματικὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας.
Οἱ ἐπιτυχίες τοῦ κόμη στὰ εὐρωπαϊκὰ σαλόνια ἦταν τεράστιες, ἀφοῦ σ᾿ αὐτὸν ὀφείλεται ἡ ἑνοποίηση τῶν ἀνεξαρτήτων κρατιδίων (καντονίων) τῆς Ἑλβετίας καὶ ἡ κατοχύρωση τῆς οὐδετερότητάς της, ἡ διατήρηση τῆς ἀκεραιότητας τῶν κρατιδίων τῆς Γερμανίας, τοῦ κράτους τῆς Πολωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Γαλλίας, ποὺ μετὰ τὴ συντριβὴ τοῦ Ναπολέοντα τὸ 1815 στὸ Βατερλό, κινδύνευσε μὲ διαμελισμὸ καὶ οἰκονομικὴ κατάρρευση.
Ὁ λαμπρὸς Ἕλληνας διπλωμάτης, παρὰ τὶς ἐξαιρετικές του ἐπιτυχίες, ἔβλεπε τὴν ὑπηρεσία του στὴν αὐλὴ τοῦ Τσάρου μονάχα σὰν μία σπάνια εὐκαιρία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ἀγαπημένης του πατρίδας καὶ προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ στρέφει τὸ βλέμμα τοῦ Τσάρου στὴ σκλαβωμένη Ἑλλάδα.
Ὅταν τὸ 1821 ξέσπασε τὸ κίνημα τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη στὴ Μολδοβλαχία, ὁ Καποδίστριας βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση, γιατί οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν ἐνστερνιστεῖ τὴν ἄποψη τοῦ Μέττερνιχ γιὰ «ἔνοπλη ἐπέμβαση» ἐναντίον κάθε λαϊκῆς ἐξέγερσης ποὺ θὰ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὴν ὑπάρχουσα συνοριακὴ κατάσταση τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης.
Οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις ἀκολουθοῦσαν φιλοτουρκικὴ πολιτική, γιατί δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὸ διαμελισμὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς ὄφελος τῆς Ρωσίας καὶ δὲν ὑπολόγιζαν οὔτε τὶς τουρκικὲς βαρβαρότητες, οὔτε ὅτι τόσοι χριστιανικοὶ λαοὶ στεροῦνταν τὸ εὐνόητο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας τους.
Ὁ μεγάλος ὅμως Ἕλληνας διπλωμάτης μὲ εὔστοχους διπλωματικοὺς χειρισμοὺς κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴ μὴ ἐπέμβαση τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων ἐναντίον τοῦ κινήματος τῆς Μολδοβλαχίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, ποὺ ξεκίνησε στὴ συνέχεια.
Ὁ Καποδίστριας θεωροῦσε ἄδικη τὴν ἐπέμβαση τῶν ἰσχυρῶν μὲ τὴ βία, γιατί εἶχε τὴ γνώμη ὅτι ἔπρεπε νὰ λαμβάνονται ὑπόψη οἱ ἐνθουσιασμοὶ τῶν λαῶν καὶ τὰ ἐθνικά τους δικαιώματα. Ὑποστήριζε τὸ δικαίωμα τῶν λαῶν σὲ συνταγματικὲς ἐλευθερίες καὶ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πρότεινε τὴν καθιέρωση ἑνὸς ὑπερεθνικοῦ ὀργανισμοῦ ποὺ θὰ φρόντιζε γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς εἰρήνης (στὰ πρότυπα τοῦ σημερινοῦ Ο.Η.Ε.).
Ἦταν ὁ διπλωμάτης ποὺ συνέλαβε τὸ μήνυμα τῆς «Ἑνωμένης Εὐρώπης», οἱ ὁμόλογοί του ὅμως, ἂν καὶ συμφωνοῦσαν, δὲν ἐνέκριναν τὶς ἰδέες καὶ τὶς προτάσεις του, γιατί θὰ κινδύνευαν τὰ οἰκονομικὰ ὀφέλη τῶν κρατῶν τους.
Ὁ Μέττερνιχ ποὺ εἶχε «υἱοθετήσει» ὡς δόγμα «τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου», κατάφερε νὰ ἐπηρεάσει καὶ τὸν Τσάρο τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ ἀρχικὰ ἔβλεπε μὲ συμπάθεια τὴν ἐπανάσταση στὴν Ἑλλάδα, ἀποφάσισε νὰ κρατήσει οὐδέτερη στάση, παρὰ τὶς ἐπίμονες προσπάθειες τοῦ Κυβερνήτη νὰ τὸν μεταπείσει.
Ἔτσι ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ «τραγικοῦ διλήμματος» γιὰ τὸν Ἕλληνα διπλωμάτη ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ παραβλέψει τὴ σφαγὴ τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινούπολης, τὴν κατάπνιξη στὸ αἷμα τοῦ κινήματος τῆς Μολδοβλαχίας, τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε’ καὶ τὶς ὑπόλοιπες τουρκικὲς θηριωδίες.
Ὁ γενναῖος πολιτικὸς ἀκολουθῶντας τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής του, ἐνῷ βρισκόταν στὸν κολοφῶνα τῆς δόξας, ἐπέλεξε νὰ ὑποβάλει τὸ 1822 τὴν παραίτησή του, γιατί ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τῆς στάσης τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρου ἀπέναντι στοὺς Ἕλληνες. Ὁ Τσάρος τοῦ ἔδωσε ἀπεριόριστη ἄδεια ἀπουσίας στὸ ἐξωτερικὸ «γιὰ λόγους ὑγείας», μὴ ἀποδεχόμενος τὴν παραίτησή του.
Ἐγκατάσταση στὴν Ἑλβετία
Ὁ Καποδίστριας ἐγκαταστάθηκε στὴ Γενεύη τῆς Ἑλβετίας, ὅπου οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ κάτοικοι τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ ἐξαιρετικὲς τιμὲς καὶ τοῦ προσέφεραν τίτλους καὶ πολυτελῆ σπίτια γιὰ τὴ διαμονή του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος προτίμησε νὰ διαμείνει σ᾿ ἕνα λιτὸ καὶ μικρὸ διαμέρισμα, ἐνῷ ἀπέρριψε καὶ μία ἰσόβια σύνταξη ἀπὸ ἑξήντα χιλιάδες φράγκα ποὺ τοῦ προσέφερε ὁ Τσάρος, γιὰ νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ νὰ κατηγορηθεῖ πὼς ἐξαρτᾶται οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴ Ρωσία καί διέθεσε τὸ σύνολο τῆς περιουσίας του γιὰ τὴν δοκιμαζόμενη πατρίδα του.
Ἡ Γενεύη ἀποτέλεσε μέχρι τὸ 1827 τὸ κέντρο τῆς πατριωτικῆς του δραστηριότητας. Συνδέθηκε μὲ ἀξιόλογες προσωπικότητες καὶ φρόντισε νὰ κινητοποιηθοῦν οἱ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἱδρυθοῦν φιλελληνικὰ κινήματα στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀμερική, ποὺ ἐνίσχυσαν τὸ δοκιμαζόμενο ἑλληνικὸ λαὸ καὶ μερίμνησαν γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν τέκνων τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν, ὅπως τοῦ Κανάρη, τοῦ Τσαμαδοῦ, τοῦ Νέγρη, τοῦ Μαυρομιχάλη καὶ ἄλλων.
Μὲ τὴν ὀξυδέρκεια καὶ τὴν προνοητικότητα ποὺ τὸν διέκριναν φρόντισε νὰ χτιστοῦν σχολεῖα καὶ ἐκκλησίες, ὅπου ὑπῆρχαν ἑλληνόπουλα στὴν Εὐρώπη, γιὰ νὰ τὰ προφυλάξει ἀπὸ τὸν ὑλισμό, τὴ διαφθορά, τὴν ἀθεΐα καὶ τὸν προτεσταντισμό, γιατί πίστευε ὅτι ἀσφαλίζοντας τὰ παιδιὰ στὴν Ὀρθοδοξία θὰ στήριζε τὰ θεμέλια του Ἔθνους καὶ θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἱστορική του συνέχεια.
Πολλοὶ Εὐρωπαῖοι συγκινήθηκαν ἀπὸ τὸ δρᾶμα τῶν Ἑλλήνων καὶ συμπαραστάθηκαν μὲ αὐταπάρνηση στὸν ἱερὸ ἀγῶνα. Ἀνάμεσά τους γνωστὲς προσωπικότητες, ὅπως ὁ Σκῶτος συνταγματάρχης Γκόρντον, ὁ Γάλλος Φαβιέρος, ὁ Βρεττανὸς ἀξιωματικὸς Ἄστινγκς, ὁ ἐνθουσιώδης Ἄγγλος ποιητὴς λόρδος Βύρων (ὁ θάνατος τοῦ ὁποίου συγκλόνισε ὅλη τὴν Εὐρώπη) καὶ ἄλλοι.
Μεγάλη ὑλικὴ βοήθεια προσέφεραν πολλοὶ πλούσιοι φιλέλληνες, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ἐκλεκτὸς φίλος τοῦ Κυβερνήτη Ἑλβετὸς τραπεζίτης Γαβριὴλ Ἐϋνάρδος, ποὺ προσέφερε σχεδὸν ὅλη τὴ μεγάλη περιουσία του, γιὰ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων καὶ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἐξαθλιωμένων Ἑλλήνων.
Ὁ Καποδίστριας, ἂν καὶ μετὰ τὸ 1822 δὲν ἀσκοῦσε ἐπίσημη διπλωματικὴ πολιτική, ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ὁ «πονοκέφαλος» τῶν Εὐρωπαίων πολιτικῶν, τοὺς ὁποίους «ἐνοχλοῦσε» μέχρι νὰ πετύχει τὸ ποθούμενο τῆς καρδιᾶς του, τὴν αὐτονομία τῆς Ἑλλάδας, ἐνῷ δὲ σταμάτησε ποτὲ νὰ χτυπᾶ τὶς πόρτες γνωστῶν, φίλων ἀκόμα καὶ ἀγνώστων σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει ὑλικὴ βοήθεια. Ἔγινε κυριολεκτικὰ ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος «ζητιάνος» γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Κυβερνήτη
Ὅταν τὴν ἄνοιξη τοῦ 1827 πληροφορήθηκε ὅτι ἐκλέχθηκε ἀπὸ τὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας (2 Ἀπριλίου 1827), Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας γιὰ ἑπτὰ χρόνια, ζήτησε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν Τσάρο Νικόλαο, (ποὺ διαδέχτηκε τὸν ἀποβιώσαντα ἀδελφό του Ἀλέξανδρο), ἡ ὁποία ἔγινε δεκτή. Ἀμέσως μετὰ ξεκίνησε μία πολύμηνη περιοδεία στὴν Εὐρώπη, πλέον ὡς ἀρχηγὸς κράτους καὶ πέτυχε νὰ ἐξασφαλίσει τὴ συγκατάθεση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων γιὰ τὴν ἐκλογή του.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 μὲ τὴ συνοδεία πολεμικῶν πλοίων τῆς Ἀγγλίας, Γαλλίας καὶ Ρωσίας, ποὺ εἶχαν ὑψωμένη τὴν ἑλληνικὴ σημαία, δεῖγμα ἐπίσημης ἀναγνώρισης τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους, κατέφθασε στὸ λιμάνι τῆς Αἴγινας. Οἱ στιγμὲς τῆς ὑποδοχῆς του ἀπὸ τὸ βασανισμένο ἑλληνικὸ λαὸ ἦταν συγκλονιστικές. Ὁ κόσμος μὲ δάκρυα χαρᾶς στὰ μάτια καὶ δάφνες στὰ χέρια του ὑποδέχτηκε τὸ μεγάλο Κυβερνήτη. Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν χαρμόσυνα καὶ ἡ συγκίνηση μεγάλωσε ὅταν ὑψώθηκε στὴν πλατεία ἡ ἑλληνικὴ σημαία καὶ ἔγινε ἡ πρώτη ἐπίσημη δοξολογία στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας.
Ἡ διακυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν Καπποδίστρια
Ἡ ἔλευση τοῦ Καποδίστρια ἔδωσε πραγματικὰ τὸ φίλημα ζωῆς στὴν ἑτοιμοθάνατη καὶ σπαρασσόμενη ἀπὸ ἐμφύλιες διαμάχες Ἑλλάδα, ποὺ τὴν περίοδο ἐκείνη ἦταν μόνο ἡ Αἴγινα, τὸ Ναύπλιο (ὅπου στὴ συνέχεια ἐγκαταστάθηκε καὶ ἔκανε πρωτεύουσα τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους), ὁ Πόρος, ἡ Ὕδρα, ἡ Κόρινθος, τὰ Μέγαρα, ἡ Σαλαμῖνα καὶ κάποια ἄλλα μικρὰ ἑλληνικὰ νησιά, ἀφοῦ ὁ Ἰμπραὴμ κατεῖχε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Πελοποννήσου καὶ ὁ Κιουταχὴς τὴ Ρούμελη (Στερεὰ Ἑλλάδα).
Πρὶν ἀναλάβει τὴ διακυβέρνηση ὁ λαμπρὸς Κυβερνήτης, ἀπέστειλε δραματικὲς ἐπιστολὲς σὲ πλούσιους ὁμογενεῖς, σὲ Εὐρωπαίους τραπεζῖτες καὶ σὲ φίλους μὲ οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ἐκλιπαρῶντας νὰ βοηθήσουν τοὺς Ἕλληνες, ποὺ πέθαιναν κατὰ χιλιάδες ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὶς ἀσθένειες. Ὁ Καποδίστριας βρῆκε τὴ χώρα σὲ τραγικὴ κατάσταση. Ἐπικρατοῦσε παντοῦ ἡ φτώχεια, ἡ ἐρήμωση, ἡ ἀμορφωσιά, ἡ παντελὴς ἔλλειψη παιδείας, θεσμῶν, ὑποδομῶν, ἡ ἀνασφάλεια, τὸ λαθρεμπόριο, ἡ πειρατεία καὶ τὸ ἐμφύλιο μῖσος μεταξὺ τῶν στρατιωτικῶν καὶ τῶν πολιτικῶν, ποὺ τὴν ὁδηγοῦσαν στὴν καταστροφή. Τὸ Δημόσιο ἦταν χρεωμένο μὲ ἑκατομμύρια λίρες στοὺς Ἄγγλους καὶ ἡ γῆ ὑποθηκευμένη. Δὲν ὑπῆρχαν χρήματα στὸ Δημόσιο ταμεῖο, νόμοι, κρατικὲς ὑποδομές, βιοτεχνία, γεωργία, οὔτε κἂν δρόμοι καὶ συγκοινωνίες.
Εἶχε ὅμως ἐπίγνωση τῶν δυσκολιῶν καὶ πλήρη συνείδηση τοῦ χρέους του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὸ ἔλεός Του δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψει. Τὸ πρῶτο ποὺ εἶπε στοὺς ἀγωνιστές, ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκαν μὲ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του, ἦταν «Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι, γιατί προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο. Ὁ Θεός μοῦ τὸ ἔδωσε, τὸ παίρνω γιατί θέλει νὰ μὲ δοκιμάσει». Ἡ βαθειά του πίστη τὸν ἔκανε νὰ λαχταρᾶ νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ σταυρὸ τῆς διακυβέρνησης τῆς ἀγαπημένης του Ἑλλάδας καὶ τὸν τροφοδοτοῦσε μὲ χαλκέντερη ὑπομονή, κάθε φορά ποὺ λύγιζε. Στοὺς φίλους του ἔλεγε πὼς «Ὁ ἄνθρωπος προτείνει, ὁ Θεὸς ἀποφασίζει».
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἀντιλήφθηκε, μὲ τὴν πολιτικὴ του ἐμπειρία, ὅτι ἔπρεπε νὰ προχωρήσει μόνος χωρὶς πολιτικὰ ἐρείσματα καὶ ρίχτηκε ἀμέσως στὴ δουλειά, γιὰ νὰ κάνει πραγματικότητα τὰ δύο ὁράματα τῆς ζωῆς του, ποὺ ἦταν ἡ μόρφωση τῶν ἑλληνοπαίδων καὶ ἡ ἀνεξαρτησία τῆς ἀγαπημένης του Ἑλλάδας. Ἡ ψυχὴ του ἔκλεινε τὴ δικαιοσύνη τοῦ Ἀριστείδη, τὴν ἄψογη ἠθική τοῦ Σωκράτη, τὴ φιλελεύθερη καὶ δημοκρατικὴ νοοτροπία τοῦ Κίμωνα καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν πρωτοχριστιανικῶν Ἁγίων.
Σχημάτισε κυβέρνηση μὲ πρόσωπα ἀπ᾿ ὅλες τὶς πολιτικὲς παρατάξεις, γιὰ νὰ τιμήσει καὶ τοὺς πολιτικούς του ἀντιπάλους καὶ δημιούργησε ἔτσι μία κυβέρνηση ἐθνικῆς ἑνότητας. Διέλυσε τὴν ὑπάρχουσα Βουλὴ καὶ στὴ θέση της δημιούργησε τὸ «Πανελλήνιον», ἕνα γνωμοδοτικὸ ὄργανο ἀπὸ εἰκοσιεπτὰ μέλη. Χώρισε τὸ κράτος σὲ ἐπαρχίες – διοικητικὲς περιφέρειες, γιὰ νὰ ὀργανώσει τὶς δομές του καὶ διόρισε ὡς ἐπάρχους ἄξια πρόσωπα ἀπ᾿ ὅλες τὶς παρατάξεις.
Τὸ ἔργο του καὶ ἡ προσφορά του
Σὰν πρωταρχικοὺς στόχους ἔθεσε τὴ δημιουργία μεσαίας τάξης μὲ τὴ διανομὴ ἐθνικῶν γαιῶν σὲ ἀκτήμονες καὶ τὴ μείωση τῆς δύναμης τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς γῆς, μὲ ταυτόχρονη ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας, τῆς γεωπονίας καὶ τῆς ἀγρονομίας. Γιὰ νὰ καλυτερέψει τὴ ζωὴ καὶ τὴ διατροφὴ τῶν Ἑλλήνων ἵδρυσε γεωργικὴ σχολὴ στὴν Τίρυνθα καὶ ἔκανε τὴν εἰσαγωγὴ τῆς πατάτας στὴν Ἑλλάδα.
Παραχώρησε σπίτια σὲ ἄστεγους ἀγρότες, ἔφτιαξε καινούργιους δρόμους καὶ δρομολόγησε τὶς πρῶτες συγκοινωνίες. Ἵδρυσε σχολεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, ἐκκλησιαστικὲς σχολὲς γιὰ τὴ μόρφωση τοῦ κλήρου καὶ προσέλαβε Ἕλληνες διδασκάλους, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὰ ἑλληνόπουλα ἑλληνορθόδοξη μόρφωση.
Ὀργάνωσε τὸν στρατό, ἵδρυσε τὴ σχολὴ Εὐελπίδων γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν καὶ ἀνακατέλαβε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας. Δημιούργησε στρατῶνες καὶ γέμισε τὶς ἀποθῆκες τους μὲ τρόφιμα καὶ πολεμοφόδια, ἐνῷ κατέστειλε τὴν πειρατεία μὲ τὴν ἀνασυγκρότηση τοῦ ναυτικοῦ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ στόλου.
Ἔφτιαξε ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο, νοσοκομεῖα, θέσπισε καινούργιους νόμους, ἔχτισε φυλακὲς καὶ ἵδρυσε τὰ πρῶτα δικαστήρια. Ἀξιοποίησε τὸν ὀρυκτὸ πλοῦτο τῆς χώρας, πῆρε μέτρα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς βιοτεχνίας καὶ γιὰ τὴν τόνωση τῆς οἰκονομίας, ἵδρυσε τυπογραφεῖο, χρηματιστηριακὴ Τράπεζα στὴν Αἴγινα καὶ τὸ πρῶτο νομισματοκοπεῖο, ποὺ ἔκοψε τὸ φοίνικα, τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ νόμισμα..
Οἱ μεγάλες μάχες ποὺ ἔδωσε στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ἐπέφεραν τελικὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ πρώτου μεγάλου του στόχου ποὺ ἦταν ἡ δημιουργία ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους στὶς 3 Φεβρουαρίου 1830, παρὰ τὶς μηχανορραφίες καὶ τὶς ἀντιρρήσεις τῶν μεγάλων δυνάμεων καὶ συμμάχων (Ἀγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας).
Ὅλα τὰ παραπάνω τὰ πέτυχε σὲ ἐλάχιστο χρόνο, περίπου 45 μῆνες, μὲ ἰσχυρὴ ἀντιπολίτευση καὶ πλῆθος ἀντικυβερνητικῶν ἐνεργειῶν, ποὺ ὑποστηρίζονταν ἀπὸ τὶς πρώην προστάτιδες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἀκρωτηριασμὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὴ δημιουργία ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ ἄρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὴ δολοφονία του.
Ὁ Κυβερνήτης ποὺ γνώριζε τὸ παρασκήνιο δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὸν ἑπόμενο μεγάλο του στόχο, ποὺ ἦταν ἡ μόρφωση τῶν νέων τῆς Ἑλλάδας, γι᾿ αὐτὸ καθιέρωσε τὴ δωρεὰν ἐκπαίδευση γιὰ ὅλους, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ γινόταν ὑποχρεωτικὴ καὶ καθόρισε τὰ διδασκόμενα μαθήματα, τὸν τρόπο ἐξετάσεων, τὸ πρόγραμμα διδασκαλίας, τὶς ἡμέρες ἀργίας τῶν σχολείων, τὶς θερινὲς διακοπὲς καὶ τὰ βραβεῖα στοὺς ἀριστούχους.
Ἡ προσωπικότητά του
Κατὰ τὴ διακυβέρνηση τῆς χώρας ἡ προσωπική του ζωὴ ἦταν λιτὴ καὶ ἀπέριττη. Παρέμεινε ἁπλός, δίκαιος καὶ ταπεινός, γιατί θεωροῦσε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν καλοσύνη τὶς μόνες ἀληθινὲς ἀξίες τῆς ζωῆς. Πίστευε ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι εὐεργετικὴ μόνο ἂν ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί διαφορετικὰ καταπνίγονται καὶ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια.
Ἦταν προσιτὸς καὶ στοργικὸς σὲ ὅλους. Βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἔνιωθε μεγάλη χαρὰ ὅταν βρισκόταν στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὅταν συναναστρεφόταν μὲ τοὺς ἱερεῖς, ὅταν κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἐνῷ ἦταν γενναιόδωρος πρὸς τοὺς ἄλλους, στὶς προσωπικές του ἀνάγκες ἦταν λιτός, ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀφιλοκερδής. Ἕνας σπάνιος ἄνθρωπος ποὺ δὲν συγκινήθηκε ποτὲ ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ πλούτου. Ἂν καὶ ἀμειβόταν ἐτησίως ὡς διπλωμάτης μὲ 700.000 φράγκα (ἐκείνης τῆς ἐποχῆς), ξόδευε μόλις 2.500 καὶ τὸ ποσὸ ποὺ περίσσευε, τὸ διέθετε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς «ἱερῆς ἑλληνικῆς ὑπόθεσης», ὅπως ὀνόμαζε τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδας του.
Ὡς Κυβερνήτης ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ τὸν μισθὸ ποὺ τοῦ προσφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση καὶ διέμενε σ᾿ ἕνα φτωχικὸ δωμάτιο ποὺ τοῦ παραχώρησε ἡ πατρίδα. Ντυνόταν ἁπλὰ καὶ δὲν φόρεσε ποτὲ πιὰ τὶς ὄμορφες ἐπίσημες στολές του. Τὸ μοναδικό του ἔμβλημα ἦταν μία ζώνη μὲ τὰ χρώματα τῆς ἑλληνικῆς σημαίας.
Εἶχε ἔντονη θρησκευτικότητα καὶ καθημερινὰ δόξαζε τὸν Θεό, ποὺ τὸν προστάτευε καὶ τὸν ἐνδυνάμωνε, γιὰ νὰ ἀντέξει στὸ δύσκολο ἔργο του, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι ἦταν πολλὰ τὰ ἐμπόδια, ποὺ τοῦ ἔβαζαν «μερικοὶ πρόκριτοι καὶ ἀριστοκράτες», ποὺ ἔχαναν τὰ προνόμιά τους. Ἡ πίστη του ὅμως στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν πατρίδα, γέμιζαν τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή του καὶ ἦταν τὸ μυστικὸ στὴν ἀνεξάντλητη αἰσιοδοξία του καὶ τὴν παντοτεινή του ἐλπίδα, ὅτι στὸ τέλος ἡ Θεία Πρόνοια θὰ ἐνεργήσει καὶ θὰ βοηθήσει τὴν Πατρίδα.
Ἡ πίστη του τὸν κατέστησε σπάνιο, φωτισμένο καὶ χαρισματικὸ ἡγέτη. Στὸ πρῶτο διάγγελμα πρὸς τὸν λαό του, εἶπε: «Ἐὰν ἔχουμε τὸν Θεὸ μαζί μας, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐναντίον μας».
Οἱ ἀντίπαλοί του
Πίστευε στὴν καθολικὴ ὑποστήριξη τοῦ λαοῦ, στὸν ὁποῖο παραχώρησε ἐκτὸς ἀπὸ ἐθνικὴ γῆ, πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ ἐρείσματα, ὥστε μὲ τὴν ψῆφο του νὰ μπορεῖ νὰ ἐπηρεάζει τὰ πολιτικὰ δρώμενα. Ἔτσι, ὅσοι ἔβλεπαν ὅτι ἔχαναν τὰ προνόμιά τους, δημιούργησαν ἰσχυρὴ ἀντιπολίτευση, ἀπὸ τὴ μία στὴν Ὕδρα μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ὑδραῖο πλοιοκτήτη Γεώργιο Κουντουριώτη καὶ συνεργάτες τὸν ὑποχθόνιο Ἀλέξανδρο Μαυροκορδᾶτο καὶ τὸν Ἀνδρέα Μιαούλη καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, στὴν Πελοπόννησο μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν προύχοντα τῆς Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Οἱ παραπάνω ἄρχισαν νὰ συκοφαντοῦν ἀμείλικτα τὸν Καποδίστρια, ἀρνούμενοι νὰ δεχτοῦν τὰ μέτρα ὑπὲρ τῶν ἀδυνάτων (διανομὴ γῆς, συμμετοχὴ τῶν Προκρίτων στὴ φορολογία κ.ἄ.), συμπαρασύροντας ἀρκετούς, ἀκόμα καὶ στρατιωτικούς, ποὺ κατάφεραν νὰ στρέψουν στρατιῶτες ἐναντίον τοῦ Κυβερνήτη.
Οἱ δύο ἀντιπολιτευτικοὶ πόλοι τῆς Ὕδρας καὶ τῆς Μάνης ἄρχισαν νὰ συνεργάζονται μὲ τὶς συμμαχικὲς δυνάμεις, νὰ προκαλοῦν ἀνταρσίες, ἐπαναστάσεις καὶ νὰ ὑψώνουν δικές τους σημαῖες.
Ὁ Καποδίστριας παρὰ τὶς προτροπὲς τῶν συνεργατῶν του, νὰ χρησιμοποιήσει βία γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν κατάσταση, ἀρνήθηκε κατηγορηματικά, γιά νὰ μὴν προκαλέσει ἐμφύλιο πόλεμο καὶ νὰ μὴν προδώσει τὸν λαό, ποὺ σχεδὸν καθολικὰ τὸν ὑποστήριζε καὶ ἀντὶ τῆς βίας ἀποφάσισε νὰ δράσει δυναμικά. Ἔτσι φυλάκισε τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ὡς ὑποκινητὴ ἀνταρσιῶν στὴν Πελοπόννησο καὶ ἀπαγόρευσε τὸν ἀπόπλου τῶν ὑδραϊκῶν πλοίων στὸ Αἰγαῖο, γιὰ νὰ μὴν ὑποκινοῦν τὸν λαὸ ἐναντίον του.
Στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς ὁ Κυβερνήτης εἶχε γιὰ συμπαραστάτες, τὸ διαμάντι τῆς Πελοποννήσου, τὸν μεγάλο στρατηγὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τὸν γενναῖο πολεμιστὴ Νικηταρᾶ καὶ τὸν ἔνδοξο πυρπολητὴ Κωνσταντῖνο Κανάρη.
Οἱ Ἄγγλοι ὅμως καὶ οἱ Γάλλοι (οἱ Ρῶσοι ἀρνήθηκαν) ἀποφάσισαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴ μέση τὸν Καποδίστρια, γιατί δὲν τοῦ συγχώρεσαν ποτὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τὸ χαμένο ὄνειρο τῆς θάλασσας τοῦ Αἰγαίου.
Στὴ Μάνη ἡ οἰκογένεια τοῦ φυλακισμένου Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ποὺ ἀγαποῦσε τὰ χρήματα καὶ εἶχε μεγάλη ἱκανότητα στὰ πιστόλια, εἶχε ἤδη ἀποφασίσει τὴ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη καὶ ἁπλὰ περίμενε τὴν κατάλληλη στιγμή. Οἱ φῆμες γιὰ τὸ σχέδιο δολοφονίας του, ἔφτασαν στὰ αὐτιὰ τοῦ Καποδίστρια, ποὺ ὅμως ἀρνήθηκε νὰ πάρει προφυλάξεις, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ δεχτεῖ ὅτι τὰ «ἀδέλφια» του, θὰ ἔφταναν στὸ σημεῖο νὰ τὸν δολοφονήσουν.
Τὸ τέλος του
Τὴν Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου 1831 στὶς 6 τὸ πρωὶ ὁ Κυβερνήτης κρατῶντας τὴν Ἱερὴ Σύνοψη ξεκίνησε γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴ Θεία Λειτουργία στὸν ἀγαπημένο του ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει κάθε Κυριακή. Οἱ συνεργάτες του καὶ ὁ ἀδελφός του Αὐγουστῖνος ποὺ πληροφορήθηκαν γιὰ τὴν ἀποφασισμένη δολοφονία του προσπάθησαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν, ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε καὶ τοὺς εἶπε: «οἱ Ἕλληνες δὲν θὰ φτάσουν ποτὲ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μὲ δολοφονήσουν, θὰ σεβαστοῦν τὴ λευκὴ κεφαλή μου». Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν τὰ ὀνόματα τῶν ἐπίδοξων δολοφόνων του, ἀπάντησε: «εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ θὰ τὴ θυσιάσω. Ἂν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νὰ μὲ δολοφονήσουν, ἂς μὲ δολοφονήσουν. Τόσο τὸ χειρότερο γι᾿ αὐτούς. Θὰ ἔλθει κάποτε ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες θὰ ἐννοήσουν τὴ σημασία τῆς θυσίας μου».
Στὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸν συνόδευαν δύο κλητῆρες, ὁ μονόχειρας Κρητικὸς Γεώργιος Κοζώνης καὶ ὁ Πελοποννήσιος Δημήτριος Λεωνίδας. Στὴν πύλη τοῦ Ναοῦ στέκονταν καὶ κρυφομιλοῦσαν οἱ δύο Μαυρομιχαλαῖοι (ὁ ἀδελφός τοῦ Πετρόμπεη Κωνσταντῖνος καὶ ὁ γιός του Γιωργάκης). Ὁ Κυβερνήτης τοὺς εἶδε, μὰ προχώρησε θαρρετά, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ τοὺς χαιρέτησε, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ ἀνταποδώσουν τὸν χαιρετισμό, ἔστρεψαν ψυχρὰ τὰ πιστόλια τους ἐπάνω του καὶ μὲ ἀπανωτὲς πιστολιὲς τὸν ἐκτέλεσαν ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἀπόσταση.
Οἱ δύο Μαυρομιχαλαῖοι εἶχαν ἄσχημη τύχη, ἀφοῦ τὸν μὲν Κωνσταντῖνο τὸν σκότωσε ὁ μονόχειρας συνοδὸς τοῦ Κυβερνήτη καὶ στὴ συνέχεια ὁ κόσμος, ἐκφράζοντας τὴν ἀγανάκτησή του, «λιάνισε» τὸ πτῶμα του, τὸν δὲ Γιωργάκη τὸν συνέλαβαν ἀμέσως καὶ λίγο ἀργότερα τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο.
Ὁ μεγάλος στρατηγὸς Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μόλις ἔμαθε τὴν ἀπίστευτη εἴδηση, εἶπε: «Τὴν αὐγή, ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ πολίτες τῆς Τριπολιτσᾶς, ἔπεσαν νεκροί. Ἄφησαν τὰ ἐργαστήριά τους, τὶς δουλειές τους καὶ περπατοῦσαν στοὺς δρόμους σὰν τρελλοί».
Ὁ ἀείμνηστος σοφὸς πολιτικὸς Κωνσταντῖνος Τσάτσος, εἶπε: «Κάποια στιγμὴ ἕνα τέτοιο «ἐγώ», ἕνα ἱστορικὰ ἀσήμαντο «ἐγώ», γιὰ μία ἀσήμαντη προσωπικὴ ἀφορμή, δολοφόνησε τὸν Κυβερνήτη, ποὺ ἀγωνίστηκε νὰ ὑποτάξει ὅλα τὰ «ἐγὼ» τῶν Ἑλλήνων στὴν ἑνότητα μίας εὐνομούμενης Πολιτείας, μίας Πολιτείας ὅπου κάθε «ἐγώ», θὰ εἶχε τὴν ἐλευθερία ποὺ ἐπιτρέπει ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων καὶ ἡ τάξη τοῦ συνόλου».
Ὁ μεγάλος Γερμανὸς ποιητὴς Γκαῖτε, ὅταν ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Καποδίστρια, εἶπε χαρακτηριστικά: «Ἀπὸ σήμερα παύω νὰ εἶμαι φιλέλληνας». Ὁ πιστὸς φίλος τοῦ Κυβερνήτη Ἑλβετὸς τραπεζίτης Ἐϋνάρδος, εἶπε: «Οἱ Ἕλληνες θὰ καταλάβουν ἀργότερα τὴ μεγάλη ζημιὰ καὶ ὅταν ἐξετάσουν ὅλα ὅσα ἔπραξε γιὰ τὴν Πατρίδα του, θὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸν ἀγαθότερο ἄνθρωπο. Ὁ θάνατός του εἶναι δυστύχημα ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ γιὰ ὅλη τὴν Εὐρώπη».
Τὸ φοβερὸ νέο της δολοφονίας τοῦ Κυβερνήτη διαπέρασε «σὰν πύρινη ρομφαία» τὴν καρδιὰ τῶν Ἑλλήνων. Ὁλόκληρο τὸ ἔθνος ἔκλαψε πικρὰ καὶ μικροὶ-μεγάλοι ντύθηκαν στὰ μαῦρα. Ὁ πόνος τῶν Ἑλλήνων ἦταν δυσβάσταχτος. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει πὼς χάθηκε ξαφνικὰ ὁ φιλόστοργος πατέρας ὅλων τῶν Ἑλλήνων.
Εὔστοχα ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος ἀνέφερε: «Ἂν κυβερνοῦσε τὴν Ἑλλάδα ὁ Καποδίστριας μερικὰ χρόνια ἀκόμα (ὅταν δολοφονήθηκε δὲν ἦταν οὔτε 56 ἐτῶν), θὰ ἦταν ἄλλη ἡ μοῖρα αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ πολλὰ δεινὰ ποὺ ἀκολούθησαν, θὰ εἶχαν ἀποτραπεῖ. Ἴσως λίγοι τότε νὰ ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναμετρήσουν τὸ μέγεθος τῆς ἐθνικῆς συμφορᾶς. Μόνο ἡ ἀπόσταση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὴ δοῦμε σήμερα ὁλόκληρη, σὲ ὅλες τὶς συνέπειες».
Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι δικό τους χέρι τόλμησε νὰ προβεῖ στὴν ἀποτρόπαια αὐτὴ πράξη. Μὲ τὸν θάνατο τοῦ λαμπροῦ Κυβερνήτη ὅλοι ἔνιωσαν ὅτι σκοτώθηκε ἡ παρηγοριά, τὸ φῶς καὶ ἡ ἠρεμία τῆς χώρας, γιατί τὰ δολοφονικὰ χέρια, ποὺ στράφηκαν ἐναντίον του, τελικὰ δολοφόνησαν τὴν ἴδια τους τὴν Πατρίδα.
Σήμερα ποὺ ἐξακολουθοῦμε νὰ βιώνουμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά τὴν τραγικὴ αὐτὴ ἀλήθεια, καταθέτουμε στὸ μνημειῶδες καὶ μεγαλοπρεπὲς ἔργο τοῦ μεγάλου Ἕλληνα πολιτικοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ ἀμάραντο στεφάνι καὶ τὰ σοφὰ του λόγια: «Δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τὸ ἔργο του».